• Καίρια παρέμβαση της υπεράσπισης ακυρώνει την τραπεζική πίεση – Απορρίφθηκε η προσθήκη της DoValue – Το μήνυμα του Δικαστηρίου για την ποιότητα των τραπεζικών εγγράφων
Στη Ρόδο, το Μονομελές Πρωτοδικείο με την απόφαση 391/2025 έβαλε προσωρινό φρένο στην εκτέλεση τραπεζικής διαταγής πληρωμής ύψους 80.000 ευρώ, κρίνοντας ότι τα αποδεικτικά έγγραφα που χρησιμοποιήθηκαν για την έκδοσή της δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις γνησιότητας και νομιμότητας. Η υπόθεση εξελίχθηκε σε μια δικαστική αναμέτρηση με έντονο νομικό ενδιαφέρον και προεκτάσεις που ξεπερνούν το πλαίσιο της συγκεκριμένης διαφοράς.
Στο επίκεντρο βρέθηκε η Συνεταιριστική Τράπεζα Δωδεκανήσου, η οποία τελεί υπό ειδική εκκαθάριση, καθώς και η διαχειρίστρια εταιρεία DoValue Greece, που επιχείρησε να στηρίξει νομικά την απαίτηση ως εκπρόσωπος επενδυτικής εταιρείας με έδρα την Ιρλανδία.
Η παρέμβαση της υπεράσπισης και η αδυναμία της τράπεζας να τεκμηριώσει
Την υπόθεση των αιτούντων χειρίστηκε η δικηγόρος κ. Αικατερίνη Γιαννιού – Αθανασίου, η οποία ανέδειξε κρίσιμες ελλείψεις στα τραπεζικά έγγραφα που συνοδεύαν τη διαταγή πληρωμής. Συγκεκριμένα, προσκομίστηκαν φωτοτυπίες αποσπασμάτων λογαριασμών χωρίς να φέρουν υπογραφή με πλήρες ονοματεπώνυμο υπαλλήλου, ούτε βεβαίωση γνησιότητας της εκτύπωσης από αρμόδιο εκπρόσωπο της τράπεζας.
Το δικαστήριο, με αναλυτική αιτιολόγηση, έκανε δεκτό ότι η ελλιπής τεκμηρίωση των επίμαχων εγγράφων στερεί την τράπεζα από το δικαίωμα να εκτελέσει άμεσα την απαίτηση μέσω διαταγής πληρωμής. Σημειώνεται ότι η απαίτηση βασιζόταν σε παλαιότερη σύμβαση καταναλωτικής πίστης, με τους αιτούντες να φέρουν ρόλο τόσο δανειολήπτη όσο και εγγυητών.
Απόπειρα ενίσχυσης με παρέμβαση της DoValue
Η DoValue Greece, που εμφανίστηκε ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής EUCLID FINANCIAL INVESTOR DAC, υπέβαλε αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, επιδιώκοντας την απόρριψη της αίτησης αναστολής και την επιβεβαίωση της εγκυρότητας της διαταγής πληρωμής.
Παρά την προσπάθεια, το δικαστήριο έκρινε ότι ούτε η παρέμβαση ούτε τα συνοδευτικά έγγραφα πληρούσαν τις νόμιμες απαιτήσεις. Η προσφυγή της DoValue απορρίφθηκε ως αβάσιμη, με την κρίση να στρέφεται κυρίως στο ελλιπές αποδεικτικό υλικό και στην έλλειψη βεβαίωσης γνησιότητας από πρόσωπα με σαφώς προσδιορισμένη αρμοδιότητα.
Η ουσία της υπόθεσης: αποσπάσματα χωρίς υπογραφή και ευδιάκριτο υπεύθυνο
Κρίσιμο σημείο της υπόθεσης αποτέλεσε η αξιολόγηση των εκτυπωμένων αποσπασμάτων κίνησης λογαριασμών. Το δικαστήριο επεσήμανε ρητά ότι υπογραφές χωρίς το πλήρες ονοματεπώνυμο ή απλές μονογραφές χωρίς αναφορά στην ιδιότητα του υπογράφοντος δεν αρκούν για να προσδώσουν σε ένα έγγραφο αποδεικτική αξία.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι φωτοτυπίες, ακόμη και αν επικυρώθηκαν από δικηγόρο, δεν μπορούν να υποκαταστήσουν έγγραφα που φέρουν γνήσια επιβεβαίωση από εξουσιοδοτημένο υπάλληλο του πιστωτικού ιδρύματος. Η παραβίαση της αρχής της έγγραφης απόδειξης κρίθηκε ουσιώδης και ικανή να ακυρώσει την διαταγή πληρωμής.
Ο κίνδυνος ανεπανόρθωτης βλάβης και η προσωρινή ανακούφιση των αιτούντων
Το δικαστήριο επίσης έλαβε υπόψη την πιθανότητα ανεπανόρθωτης οικονομικής βλάβης για τους αιτούντες, σε περίπτωση που προχωρούσε η εκτέλεση της διαταγής πληρωμής. Όπως επισημάνθηκε, η απώλεια σημαντικών χρηματικών ποσών ή περιουσιακών στοιχείων, αναγκαίων για την επιβίωση των ιδίων και των οικογενειών τους, θα προκαλούσε σοβαρές κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες.
Η αναστολή που διατάχθηκε ισχύει μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της ανακοπής που έχει ήδη κατατεθεί από τους αιτούντες. Το δικαστήριο διευκρίνισε ρητά ότι δεν απαιτείται τελεσίδικη απόφαση για την ολοκλήρωση της διαδικασίας αναστολής.
Η απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου αναδεικνύεται σε σημαντικό προηγούμενο για αντίστοιχες περιπτώσεις, στέλνοντας σαφές μήνυμα: οι οικονομικές αξιώσεις, ακόμα και από τραπεζικά ιδρύματα ή εξειδικευμένους διαχειριστές απαιτήσεων, πρέπει να στηρίζονται σε πλήρη και τυπικά επαρκή αποδεικτικά στοιχεία.
Σε μια εποχή όπου η διαχείριση “κόκκινων” δανείων βρίσκεται σε έξαρση, η Δικαιοσύνη υπενθυμίζει ότι το δικαίωμα στην οικονομική αποκατάσταση δεν μπορεί να υποκαταστήσει το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, με αποδεικτικά μέσα που πληρούν τις νόμιμες εγγυήσεις.