Τοπικές Ειδήσεις

Στο ΣτΕ θα κριθεί η συνταγματικότητα ή μη του εκλογικού νόμου μετά την αναίρεση Κολιάδη!

Ως αντισυνταγματικό προσβάλει τον εκλογικό νόμο διενέργειας των εκλογών στους ΟΤΑ και με την αίτηση αναιρέσεώς του κατά της αποφάσεως ανακήρυξης των αποτελεσμάτων στις εκλογές του Δήμου Ρόδου ο δήμαρχος Ρόδου κ. Αλέξανδρος Κολιάδης.
Θυμίζουμε ότι η παράταξη Κολιάδη υπέβαλε, μεταξύ άλλων, ένσταση λόγω αντισυνταγματικότητας του ποσοστού 43% για την εκλογή από τον πρώτο γύρο και επικουρικώς αίτημα εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως στο ΣτΕ για να κρίνει την αντισυνταγματικότητα!
Στην αίτηση του κ. Κολιάδη ζητείται ειδικότερα η αναίρεση της υπ’ αριθ. Α41/2024 αποφάσεως του 2ου Τμήματος του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Ρόδου (διαδικασία εκλογικών διαφορών), αποκλειστικά καθ’ ο μέρος έκανε δεκτούς τους ισχυρισμούς του κ. Αντώνη Καμπουράκη, για τους κάτωθι λόγους:
α. διότι η προσβαλλόμενη απορρίπτοντας τον ισχυρισμό – ένσταση του κ Κολιάδη περί αλυσιτελείας της κρινομένης ενστάσεως λόγω αντισυνταγματικότητας του ποσοστού 43% (άρ. 24 Ν. 4804/2024) για την εκλογή από τον πρώτο γύρο, παραβίασε ευθέως τα άρθρα 4 παρ. 1, 25 παρ. 1 και 51 παρ. 3 του Συντάγματος και
β. διότι η κρίση της αναιρεσιβαλλομένης ως προς την εγκυρότητα ή μη ορισμένων ψηφοδελτίων (τα οποία αναφέρονται αναλυτικά) είναι μη νόμιμη, υπό την έννοια της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής των σχετικών διατάξεων του Ν. 4804/2021, της μη υπάρξεως νομίμου βάσεως και επαρκούς αιτιολογίας, και της μη τηρήσεως των νομολογουμένων από τα ανώτατα δικαστήρια.
Στον συγκεκριμένο λόγο αναιρέσεως του κ. Κολιάδη αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής:
«…Κύριος προσδιοριστικός παράγων της σύνθεσης του δημοτικού συμβουλίου οφείλει να είναι η λαϊκή ετυμηγορία και όχι οι επιλογές του εκλογικού νομοθέτη.
Στην προκειμένη περίπτωση, η ανακήρυξη δημάρχου με ποσοστό μόλις 43% από τον α’ γύρο, ο συνδυασμός του οποίου καταλαμβάνει με το μικρό αυτό ποσοστό όχι απλά το 50 συν 1 των εδρών, αλλά το 60% των εδρών, αντίκειται προδήλως στην αρχή της αναλογικότητος και επάγεται προφανή δυσαναλογία μεταξύ του ποσοστού των ψήφων του συνδυασμού και του συνόλου των εδρών στο δημοτικό συμβούλιο.
Κατά δε την πρόσφατη ευρεία εμπειρία που αποτελεί πλέον και δίδαγμα κοινής πείρας, ποσοστά ακόμα και άνω του 42% αποδεικνύεται ότι δεν αντικατοπτρίζουν την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος και τη λαϊκή βούληση. Τρανή δε περί τούτου απόδειξη είναι η επίδικη εκλογή, όπου ο ενιστάμενος αν και στον πρώτο γύρω έλαβε 42,81% και ο συνδυασμός μας μόλις 28,93%, εν τέλει στο β’ γύρο τα αποτελέσματα ανετράπησαν και ο συνδυασμός μας εξελέγη με διαφορά περίπου είκοσι μονάδων.
Ακόμα και αν υποτεθεί ότι ο νομοθέτης απολαμβάνει κατ’ αρχήν ευρείας ευχερείας για την επιλογή του εκλογικού συστήματος επί σκοπώ διασφαλίσεως της αποτελεσματικότητος της διοικήσεως των ΟΤΑ, εν πάση περιπτώσει η ανακήρυξη δημάρχου με ποσοστό μόλις 43%, ο συνδυασμός του οποίου καταλαμβάνει όχι απλά το 50 συν 1, αλλά το 60% των εδρών, αντίκειται προδήλως στην αρχή της αναλογικότητος και επάγεται προφανή δυσαναλογία μεταξύ του ποσοστού των ψήφων του συνδυασμού και του συνόλου των εδρών στο δημοτικό συμβούλιο.
Εξάλλου, κατά μεν το μέρος που με τη θέσπιση του ανωτέρω νόμου επιδιώκεται η διασφάλιση της υπάρξεως ισχυρών οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, δηλαδή η διασφάλιση συνθηκών αποτελεσματικής λειτουργίας των δημοτικών οργάνων, η ρύθμιση του 43% υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο και, επομένως, τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας. Τούτο δε διότι ο θεμιτός αυτός σκοπός εξυπηρετείτο πλήρως από την πάγια νομοθεσία, σύμφωνα με την οποία ο επιτυχών συνδυασμός, ήταν εκείνος που συγκέντρωνε την απόλυτη πλειοψηφία των εγκύρων ψηφοδελτίων και τότε μόνο ελάμβανε ηυξημένο ποσοστό εδρών.
Άλλωστε ακόμη και αν υποστηριχθεί ότι, με τη θέσπιση του ως άνω νόμου, επιδιώκεται ο επιτυχών συνδυασμός να μην στηρίζεται «σε ευκαιριακές συμμαχίες, αλλά να έχει ενιαίο προγραμματικό λόγο», και πάλι η ρύθμιση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επιδιώκει θεμιτό σκοπό, ικανό να δικαιολογήσει απόκλιση, και μάλιστα σε τόση έκταση, από τις συνταγματικές αρχές της ισότητας του εκλογικού δικαιώματος και της ευρύτερης δυνατής λαϊκής εκπροσωπήσεως. Τούτο δε διότι στα δημοκρατικά πολιτεύματα η συνεργασία των πολιτικών φορέων που διεκδικούν την ψήφο των πολιτών (και ο συνακόλουθος συγκερασμός των προγραμμάτων τους) δεν μπορεί να θεωρηθεί, άνευ ετέρου, κίνδυνος που η έννομη τάξη οφείλει οπωσδήποτε να αποτρέψει. Εξάλλου, η διαφορά κατά επτά ποσοστιαίες μονάδες (50-43) από το ποσοστό 50% συν μία ψήφο, δηλαδή από την αρχή της πλειοψηφίας, διαφορά η οποία δεν μπορεί, οπωσδήποτε, να θεωρηθεί αμελητέα, δεν ευρίσκεται εντός των συνταγματικώς ανεκτών ορίων, λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι δεν υπάρχει ένδειξη στο νόμο ή στις προπαρασκευαστικές του εργασίες, ως προς τα κριτήρια, βάσει των οποίων προσδιορίστηκε το ποσοστό αυτό (43%).
Και ναι μεν κατά το παρελθόν είχε κριθεί -αν και με ισχυρότατη μειοψηφία- ως σύμφωνη με το Σύνταγμα η πρόβλεψη “ενισχυμένης” αναλογικής με εκλογή δημάρχου με ποσοστό 42% (ΣτΕ 3684-7/2009), πλην όμως η απόφαση αυτή δεν δεσμεύει για την επίδικη περίπτωση, ως εκδοθείσα υπό συνθήκες ουσιωδώς διαφορετικές σε σχέση με την επίδικη περίπτωση, διότι:
Οι ΣτΕ 3684-7/2009 αφορούν το προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς του Ν 3463/2006, πριν τη δραστική μεταρρύθμιση του Καλλικράτη, ουσιώδες συστατικό της οποίας ήταν το εκλογικό σύστημα σε δύο γύρους με επίτευξη ποσοστού 50% συν 1.
Εκεί οι ΣτΕ 3684-7/2009 καταφάσκουν επί της συνταγματικότητας του τότε ενισχυμένου εκλογικού συστήματος σε κλίμακα Δήμων μικρότερη αυτής των νυν Καλλικρακτικών Δήμων. Πράγματι, σε μικρότερους Δήμους η ανάγκη επιτεύξεως πλειοψηφιών ενδεχομένως είναι μεγαλύτερη. Αντιθέτως στους μεγάλους Δήμους, όπως ο Δήμος Ρόδου με τα διευρυμένα διοικητικά όρια και τον αυξημένο πληθυσμό και δη από ετερόκλητους μικρούς και μεγάλους οικισμούς, θα πρέπει να διασφαλίζεται η ανάγκη της αναλογικότερης δυνατής απεικόνισης της λαϊκής βούλησης, με ασφαλιστική δικλείδα για την αποτελεσματική διακυβέρνηση την αυξημένη πλειοψηφία μόνον μετά το 50% συν 1 του β’ γύρου.
Συνεπεία των ανωτέρω, ως προς το παραδεκτό του λόγου αναιρέσεως από την άποψη του άρθρου 53 παρ. 3 ΠΔ 18/1989, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 12 παρ. 1 Ν 3900/2010, δεν υπάρχει απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ούτε άλλου Δικαστηρίου, που να έχει επιλύσει το κρίσιμο εν προκειμένω νομικό ζήτημα και η προσβαλλόμενη τυγχάνει αναιρετέα, καθότι παραβίασε ευθέως τα άρθρα 4 παρ. 1, 25 παρ. 1 και 51 παρ. 3 του Συντάγματος.

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου