«Να περιέλθει στον ενιαίο Δήμο η ακίνητη περιουσία του Δημοσίου»

Ενώπιον του Υπουργού Οικονομικών κ Γ. Παπακωνσταντίνου διαμαρτυρόμενος για την τροπολογία του Υπουργείου Οικονομικών, που αναθέτει στη Διυπουργική Επιτροπή Αποκρατικοποιήσεων την αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου και στο νησί της Ρόδου και αιτούμενος την τροποποίηση του νομικού πλαισίου προς όφελος του νέου Καλλικρατικού δήμου προσέφυγε χθες με μακροσκελή επιστολή του ο Δήμαρχος Ροδίων κ Χ. Χατζηευθυμίου.
Ταυτόχρονα με επιστολές του προς τους Βουλευτές Δωδεκανήσου ο κ Χατζηευθυμίου ζήτησε την αρωγή τους για την ίδρυση Οργανισμού Ακίνητης Περιουσίας.
Ο Δήμαρχος Ροδίων κάνει επίσης λόγο για υφαρπαγή της ακίνητης περιουσίας της Δωδεκανήσου, η οποία ξεκίνησε από την οθωμανική περίοδο και εξακολουθεί να υφίσταται.
Τονίζει μεταξύ άλλων στην επιστολή του ότι η τροπολογία του Υπουργείου Οικονομικών, που αναθέτει στη Διυπουργική Επιτροπή Αποκρατικοποιήσεων την αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου στο νησί, είναι μια αρνητική εξέλιξη, και προχωρεί περισσότερο λέγοντας ότι εκπέμπει αντιφατικά μηνύματα σε σχέση με την ιδέα της αποκέντρωσης και της διεύρυνσης των αρμοδιοτήτων της αυτοδιοίκησης και ότι ακυρώνει τον Καλλικράτη πριν αυτός ξεκινήσει, αγνοεί και περιθωριοποιεί την αυτοδιοίκηση και την τοπική κοινωνία.
Επισημαίνει παραπέρα ότι αφαιρεί από την αυτοδιοίκηση πολύτιμους πόρους και κυρίως το δικαίωμα να αποφασίζουν οι τοπικές κοινωνίες για τον τόπο τους.
Ο Δήμαρχος Ροδίων επιχειρεί μια ιστορική αναδρομή στο θέμα της διαχείρισης της δημόσιας περιουσίας στο νησί επισημαίνοντας ότι…
“Η υφαρπαγή της ακίνητης περιουσίας των κατοίκων του νησιού μας ξεκίνησε από πολύ παλιά, από την οθωμανική περίοδο, συνεχίστηκε την Ιταλική περίοδο και κατά περίεργο τρόπο δεν τροποποιήθηκε ούτε μετά την Ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα”.
Προσθέτει παραπέρα και τα εξής:
“Και ενώ θα ανέμενε κανείς μετά την Ενσωμάτωση της Δωδ/σου με την Ελλάδα από την Ελληνική Κυβέρνηση να προχωρά σε πράξεις αποκατάστασης όλων όσων με τον οποιονδήποτε τρόπο απώλεσαν την περιουσία τους είτε κατά την Οθωμανική είτε κατά την Ιταλική περίοδο, το ελληνικό κράτος, με τον Ν.510/1947, προέβη στην εξής αντιφατική ενέργεια:
Αφενός μεν εισήγαγε τον ελληνικό Αστικό Κώδικα στη Δωδεκάνησο, αφετέρου δε διατήρησε επακριβώς τις επ’ ονόματι «της κυβέρνησης των ιταλικών νήσων του Αιγαίου» καταγραφές κυριότητας, προκειμένου αυτές να περιέλθουν σύμφωνα με την Συνθήκη Ειρήνης στο Ελληνικό Δημόσιο.
Η ενέργεια αυτή είναι αντιφατική με την έννοια ότι ο Ελληνικός Αστικός Κώδικας – όπως άλλωστε οι αστικοί κώδικες όλων των κρατών, τα οποία επικαλούνται ότι διέπονται από τις αρχές του κράτους δικαίου – προβλέπει ως βασική προϋπόθεση κτήσεως ακινήτου με διαδοχή εκ συμβάσεως, ο μεταβιβάζων να είναι πράγματι κύριος (άρθρο 1033 Αστικού Κώδικα), με μοναδική εξαίρεση όταν ο αποκτών εκλαμβάνει καλοπίστως τον μεταβιβάζοντα ως κύριο, εμπιστευόμενο ανακριβή εγγραφή στα βιβλία μεταγραφών, στα βιβλία του Κτηματολογίου Ρόδου στη προκειμένη περίπτωση”
Τονίζει επιπλέον και τα ακόλουθα:
“Όταν ψηφίστηκε ο Ν. 973/1979 κυρίως αποσκοπούσε στο να καλυφθεί το κενό που υπήρχε σε σχέση με την διαχείριση, της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου στην Δωδεκάνησο, μετά την κατάργηση του Ο.Δ.Α.Π.Δ.Δ. Για αυτό και υπήρξε ειδική πρόβλεψη στο νόμο (άρθρο 7),περί διαθέσεως των κονδυλίων από εκποιήσεις ακινήτων αποκλειστικά για εκτέλεση έργων στην Δωδεκάνησο.
Όμως κοινή διαπίστωση είναι ότι, παρά το γεγονός της συστάσεως της Κ.Ε.Δ., η πολυδιάσπαση των αρμοδιοτήτων, σε σχέση με τα ακίνητα, μεταξύ περισσοτέρων Κρατικών Υπηρεσιών ή Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Εφορία Δημοσίων Κτημάτων, Δήμοι, Κοινότητες, ΕΟΤ, ETA κλπ.), δημιούργησαν μία κατάσταση περί την ακίνητη περιουσία του Δημοσίου στη Δωδεκάνησο, που κατά το αποτέλεσμα ζημιώνει τον τόπο και θέτει φραγμούς στην αναπτυξιακή του πορεία.
Ειδικότερα υπάρχει ανάγκη βελτιώσεως και εκσυγχρονισμού του νομοθετικού πλαισίου που αφορά τα ακίνητα του Δημοσίου στη Δωδεκάνησο. Πιο συγκεκριμένα, ενώ η διαχείριση των ακινήτων ανήκει στην Κ.Ε.Δ. και την ΕΤΑ η προστασία αυτών ανήκει στην Εφορία Δημοσίων Κτημάτων.
Οι κοινόχρηστοι χώροι και οι παραλίες ανήκουν κατά διαχείριση και προστασία, μετά από παραχώρηση αυτής της αρμοδιότητας, στους κατά τόπους Δήμους.
Επίσης, ένα σημαντικότατο μέρος της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου στη Ρόδο και μάλιστα αυτό που έχει να κάνει με ακίνητα μεγάλης εμπορικής, τουριστικής, ακόμη και ιστορικής αξίας για τον τόπο, είχαν περιέλθει στον Ε.Ο.Τ. (Καλλιθέα, Προφήτης Ηλίας, Γκόλφ Αφάντου κλπ.) και μετέπειτα στην ΕΤΑ.
Τα αποτελέσματα αυτής της πολυδιάσπασης ως προς τον έλεγχο και τη διαχείριση της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου στη Δωδεκάνησο είναι σε όλους γνωστά.
Μαρασμός, καταστροφή, εγκατάλειψη, δυσφήμιση, είναι μερικά από τα στοιχεία που συνθέτουν το μέχρι σήμερα διαμορφωμένο σκηνικό.
Για τον σκοπό αυτό, είναι αναγκαία η σύσταση και λειτουργία στη Ρόδο με έδρα την Ρόδο φορέα ο οποίος θα απαρτίζεται από εκπροσώπους της Τοπικής Αυτοδιοίκησης πρώτου βαθμού και εκπροσώπους τοπικών φορέων και τάξεων ( Ο.Κ.Ε) οι οποίοι θα έχουν την ευθύνη της αξιοποίησης της ακίνητης περιουσίας της Ρόδου την ιεράρχηση εκτέλεσης έργων υποδομής και της διάθεσης των πόρων που θα προέρχονται από την αξιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων.
Στην περίπτωση αυτή όλοι οι πόροι που θα περιέχονται στον φορέα που θα συσταθεί, θα διατίθενται αποκλειστικά και μόνο για την εκτέλεση έργων υποδομής στη Ρόδο.
Με την παραπάνω πρόταση, πιστεύουμε ότι επιτυγχάνεται, κατά τον καλύτερο τρόπο, η εύρυθμη και αποτελεσματικότερη λειτουργία του προτεινόμενου φορέα στην περιοχή μας, καθώς και η αντιμετώπιση των πολλών και μεγάλων προβλημάτων που έχουν συσσωρευτεί και καθημερινά συσσωρεύονται σε θέματα προστασίας και διαχείρισης της ακινήτου περιουσίας του τόπου μας, που έχουν άμεση σχέση με την αναπτυξιακή πορεία του γενικά.
Λόγω της ύπαρξης μιας ακόμη εκκρεμότητας που έχει σχέση με το ιδιοκτησιακό καθεστώς κάποιων κτημάτων που παρουσιάζονται ως δημόσια, ενώ δεν είναι, πρέπει πριν την σύσταση του φορέα αυτού να ξεκαθαριστεί.
Όπως γνωρίζετε ο Ν. 719/77 αναγνωρίζει το δικαίωμα σε ιδιοκτήτες που έχουν τίτλους ιδιοκτησίας να επαναποκτήσουν την περιουσία τους.
Ορισμένοι δικαιούχοι για διάφορους λόγους δεν ολοκλήρωσαν την διαδικασία κατάθεσης των δικαιολογητικών που προβλέπεται ο Νόμος (απουσία στο εξωτερικό, άγνοια, ή άλλη αιτία).
Να τους δοθεί η δυνατότητα ενός ορισμένου χρόνου να τακτοποιήσουν τις εκκρεμότητες αυτές και να κλείσουν οι υποθέσεις που εκκρεμούν.
Η αρμοδιότητα αυτή ανήκει σήμερα στην Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου.
Εξάλλου, όπως προκύπτει από το υφιστάμενο σήμερα θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας του Τ.Α.Π.Α, είναι προφανές ότι οι βασικοί πόροι – έσοδα αυτού προέρχονται από την διαχείριση των μνημείων-αρχαιολογικών χώρων-μουσείων κλπ.
Στην προκειμένη περίπτωση, τα έσοδα του Τ.Α.Π.Α. από τη Ρόδο, σε ετήσια βάση, υπερβαίνουν κατά πολύ τις δαπάνες που αυτό πραγματοποιεί στην ίδια περιοχή, με αποτέλεσμα αφενός μεν να διαρρέουν σημαντικότατοι πόροι προς άγνωστη κατεύθυνση και αφετέρου να μην πραγματοποιούνται τα αναγκαία έργα υποδομής στο νησί μας .
Είναι σε όλους γνωστό ότι η κατάσταση που παρουσιάζεται στην περιοχή της Ρόδου, η οποία αποτελεί ένα απέραντο μνημείο αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, σε σχέση με τα αρχαιολογικά θέματα, είναι κακή αφού σε πάρα πολλές περιπτώσεις η έλλειψη στελέχωσης των αρχαιολογικών υπηρεσιών και η μη διάθεση όλων των πόρων σε έργα υποδομής (ανταποδοτικά) και ανάδειξης των αρχαίων μνημείων του Νησιού μας δεν συμβάλλουν στην ανάπτυξη της τοπικής οικονομίας.
Προς τούτο επιβάλλεται από τα πράγματα η θεσμοθέτηση νομικού πλαισίου που να εξασφαλίζεται αφενός μεν ο έλεγχος των συνολικών πόρων που προέρχονται από τη Δωδεκάνησο στο Τ.Α.Π.Α. και αφετέρου η διάθεση αυτών των πόρων, όπως ορίζεται στον ιδρυτικό νόμο αυτού, αποκλειστικά για τις ανάγκες του νησιού.
Η μορφή που μπορεί να έχει αυτή η ρύθμιση αναλύεται ως εξής:
Ίδρυση και λειτουργία στην Ρόδο Οργανισμού ή Α.Ε Διαχείρισης της Ακίνητης Περιουσίας της νήσου, στην οποία θα περιέλθει και η περιουσία του Τ.Α.Π.Α. καθώς και η προστασία και διαχείριση αυτής, οι δε πόροι που θα περιέρχονται από την αιτία αυτή θα διατίθενται αποκλειστικά και μόνο για τις ανάγκες αρχαιολογικών σκοπών και για την εκτέλεση έργων υποδομής και καθαριότητος των Αρχαιολογικών χώρων στο νησί της Ρόδου.
Σύμφωνα με την ιστορική και νομική προσέγγιση που επιχειρήσαμε, είναι φανερό ότι τα θεμέλια της φερόμενης ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου στη Ρόδο – όπως είναι καταγραμμένη στο Κτηματολόγιο Ρόδου -με το σημερινό καθεστώς διοίκησης και διαχείρισης από την Κ.Ε.Δ. είναι νομικά έωλα.

Εάν η αυτοδιοίκηση περιοριστεί στο ρόλο του διαχειριστή και τοποτηρητή, δεν έχει λόγο ύπαρξης.
Εάν η Ρόδος δεν αξιοποιήσει τον πλούτο που διαθέτει, η αναπτυξιακή της προοπτική θα γίνει μονοδιάστατη και εύθραυστη.
Μέχρι σήμερα, τα έσοδα κατά 75% από την αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας του δημοσίου στα Δωδεκάνησα, περιέρχονται δικαιωματικά στη Νομαρχία.
Δώσαμε αγώνα και μάχη για να διατηρηθεί αυτό το 75%.
Με την τροπολογία του Υπουργείου Οικονομικών η Διυπουργική Επιτροπή αποκτά τον πλήρη έλεγχο για τη νομή και αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας στο νησί μας. Σχεδιάζει και αποφασίζει μόνη της. Μας αφαιρεί πολύτιμους πόρους που τους χρειαζόμαστε σε μια δύσκολη εποχή για την αυτοδιοίκηση.
Το πρόβλημα δεν έχει μόνο οικονομική διάσταση.
Αφορά τα κυριαρχικά μας δικαιώματα στον τόπο μας”.
Ακολουθεί στην ίδια επιστολή το προτεινόμενο σχέδιο νόμου για την υλοποίηση της πρότασης.