Ισχυρίζεται ότι έπεσε θύμα τοκογλυφίας!

Υπόθεση με κατηγορούμενο για απάτη ιδιαίτερα μεγάλης αξίας, για συκοφαντική δυσφήμιση και έκδοση ακάλυπτης επιταγής, γνωστό επιχειρηματία της Ρόδου, που δραστηριοποιείται σε εταιρεία συστημάτων πληροφορικής και ισχυρίζεται ότι έπεσε θύμα τοκογλυφίας, θα απασχολήσει το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ρόδου.
Σύμφωνα με μήνυση που υποβλήθηκε σε βάρος του κατηγορούμενου από μια κάτοικο Ρόδου, περί τα τέλη Μαρτίου 2009 απευθύνθηκε στον σύζυγό της με τον οποίο διατηρούσε φιλικές σχέσεις για να του δανείσει ποσό 22.000 ευρώ προκειμένου να αντιμετωπίσει η εταιρεία του έκτακτη ταμιακή δυσχέρεια.
Λόγω των φιλικών δεσμών που είχαν την παρεκάλεσε ο σύζυγός της να συναινέσει και να δανείσει άτοκα τον φίλο του από τις κοινές οικονομίες που είχαν σε Τράπεζα.
Πειθόμενη στις διαβεβαιώσεις του συζύγου της, παρέδωσε στις 31 Μαρτίου 2009 το ποσό των 27.000 ευρώ στον γνωστό τους και εκείνος για εξασφάλισή της (και χάριν καταβολής) εξέδωσε στη Ρόδο με την ιδιότητα του νόμιμου εκπροσώπου και διαχειριστή ΕΠΕ και της παρέδωσε στις 31 Μαρτίου 2009 σε διαταγή της μία μεταχρονολογημένη επιταγή ίδιου ποσού με ημερομηνία πληρωμής 30 Σεπτεμβρίου 2010.
Την επιταγή αυτή εμφάνισε νόμιμα και εμπρόθεσμα στην τράπεζα την 1η Οκτωβρίου 2010 πλην όμως σφραγίσθηκε ως απλήρωτη επειδή ο εγκαλούμενος δεν διέθετε καθόλου κεφάλαια στον τραπεζικό λογαριασμό του.
Μάλιστα όταν η παραπάνω επιταγή σφραγίσθηκε απλήρωτη με έκπληξή της πληροφορήθηκε από τον αρμόδιο υπάλληλο ότι ο εγκαλούμενος με σκοπό να αποφύγει την πληρωμή της αμφισβήτησε την εγκυρότητά της, προσκομίζοντας ψευδή δήλωσή του προς το Α.Τ. Ιαλυσού ότι τάχα «απώλεσε» την επιταγή που της παρέδωσε πιστεύοντας ότι θα απέφευγε την πληρωμή της.
Η παραπάνω δήλωση απώλειας, όπως ισχυρίζεται η μηνύτρια, υπήρξε ψευδής και απατηλή και έγινε προκειμένου να εμφανισθεί ο εγκαλούμενος ως δήθεν «θύμα» της και εκείνη ως αυθαίρετη τάχα κάτοχος της επιταγής του με απώτερο στόχο να την ζημιώσει κατά το ποσό των 27.000 ευρώ.
Ο μηνυόμενος αρνήθηκε τις κατηγορίες υποστηρίζοντας ότι τα όσα ανέφερε είναι ψευδή, συκοφαντικά και κακόβουλα και ότι προβάλλονται με αποκλειστικό σκοπό να καλυφθεί η συστηματική και στυγνή τοκογλυφία την οποία διενεργεί εις βάρος του ο σύζυγός της από το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 1999, οπότε του δάνεισε το ποσό των 14.673,50 ευρώ και τον μήνα Μάρτιο του 2000 το ποσό των 14.673,5 ευρώ.
Υποστήριξε ότι ενδεικτικό του ψευδούς περιεχομένου της εγκλήσεως, είναι το ό,τι ισχυρίζεται ότι δήθεν της παρέδωσε το σώμα της επιταγής το Μάρτιο του 2009 όταν από την βεβαίωση της Τράπεζας Πειραιώς με ημερομηνία 29/6/2011, αποδεικνύεται ότι παρέλαβε το σώμα της επιταγής, την 18η Αυγούστου 2009, δηλαδή πέντε μήνες μετά.

Επεσήμανε επιπλέον ότι με το δικόγραφο της εγκλήσεως ενώ αρχικά αναγνωρίζει και αποδέχεται ότι η επιταγή αυτή, δήθεν δόθηκε ως εγγύηση για την πληρωμή εντόκου δανείου ποσού 22.000 ευρώ, το οποίο του χορήγησε ο σύζυγός της, εντούτοις στη συνέχεια η ίδια αναφέρει επίσης ότι του κατέβαλε το ποσό 27.000 ευρώ ως άτοκο δάνειο.
Έναντι του δανείου το οποίο έλαβε από τον σύζυγό της, συνολικού ύψους 29.347,03 ευρώ, όπως ισχυρίζετια, κατά απαίτηση του παρέδιδε συναλλαγματικές αποδοχής του συνολικού ποσού 8.000 ευρώ κάθε χρόνο, με ημερομηνία λήξεως και πληρωμής κάθε έτους, ποσού 4.000 ευρώ εκάστης, καθώς και μία συναλλαγματική ή επιταγή ποσού 24.000 έως 27.000 ευρώ με ημερομηνία λήξεως την 30ή Σεπτεμβρίου κάθε έτους.
Ισχυρίζεται ότι με άγνωστο σε εκείνον τρόπο αφαιρέθηκε η επίδικη επιταγή από τα γραφεία της εταιρίας του και βρέθηκε στην κατοχή της μηνύτριας, την οποία δεν είχε σκοπό να παραδώσει γιατί του είχε ήδη παραδώσει τις ως άνω συναλλαγματικές.
Όπως διατείνεται το ετήσιο πραγματικό επιτόκιο ανήρχετο σε ποσοστό 30% περίπου, ενώ κάθε χρόνο γινόταν η ως άνω συναλλαγή για την παραλαβή παράδοση επιταγής ή συναλλαγματικής η οποία αφορούσε το «εγγυημένο τοκογλυφικό κεφάλαιο».