Αθώος τέλεσης του αδικήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια κρίθηκε χθες με ομόφωνη απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Ρόδου ιατρός της μαιευτικής κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Ρόδου στο οποίο αποδόθηκε με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου η ευθύνη για τον θάνατο νεογνού κατά την διάρκεια της γέννας του.
Την 30η Μαΐου 2003 η επίτοκος, σύζυγος του μηνυτή κάτοικου Ασγούρου Ρόδου, διάγοντας τον ένατο μήνα της εγκυμοσύνης της, μετέβη περί ώρα 07.00π.μ. στο Γενικό Nοσοκομείο Pόδου όπου την παρακολουθούσε ο κατηγορούμενος, προκειμένου να υποβληθεί σε προγραμματισμένη εξέταση και να εκτιμηθεί η πορεία της εγκυμοσύνης της.
Aφού εξετάσθηκε από τον ιατρό, αποφασίσθηκε να παραμείνει στο νοσοκομείο, αφού θα γεννούσε το απόγευμα ή το βράδυ της ίδιας ημέρας. Πράγματι, περί ώρα 22.00μ.μ. η επίτοκος μεταφέρθηκε στην αίθουσα τοκετών.
Εκεί, όπως είχε δεχτεί το δικαστικό συμβούλιο, ο ιατρός χωρίς να έχει προηγουμένως ελέγξει υπερηχογραφικά τη θέση του εμβρύου, ώστε να είναι σε θέση να διαπιστώσει ή να αποκλείσει το συχνά εμφανιζόμενο φαινόμενο της περιτύλιξης του ομφάλιου λώρου γύρω του, έδωσε εντολή στη μαία για να προχωρήσει σε τεχνητή ρήξη του μητρικού θυλακίου και κατόπιν της χορήγησε ενδοφλεβίως όρο με το φάρμακο Oxytosin (ωκυτοκύνη) για να ενταχθούν οι κολπικές συσπάσεις και να προωθηθεί η διαδικασία του τοκετού.
Η επίτοκος παρακολουθείτο καρδιοτοκογραφικά, με τη χρήση ειδικής συσκευής, για το διαρκή έλεγχο της συχνότητας και κανονικότητας των παλμών, τόσο της ίδιας, όσο και του εμβρύου.
Η κολπική διαστολή είχε φθάσει περίπου στα εννέα εκατοστά, υποβοηθηθείσα από τη χρήση ωκυτοκίνης και η επίτοκος θα εισήρχετο από στιγμή σε στιγμή στην τελική φάση του φυσιολογικού τοκετού, ήτοι της έναρξης εξόδου του νεογνού από το μητρικό θυλάκιο.
Αιφνιδίως τότε, όπως προέκυψε και από την ακροαματική διαδικασία, το τικτόμενο παρουσίασε έντονη βραδυκαρδία (60 παλμών το λεπτό), γεγονός που δημιουργούσε κινδύνους στο νεογνό και ο ιατρός αποφάσισε να περατώσει το φυσιολογικό τοκετό υποβοηθώντας τον με τη χρήση εμβρυουλκού.
Το νεογνό, μετά την έξοδο του έφερε διπλή σφικτή περιτύλιξη του ομφάλιου λώρου του γύρω από το λαιμό του και ήταν άτονο, χωρίς εμφανείς αναπνευστικές κινήσεις.
Παρά την προσπάθεια ανάνηψης που κατέβαλε η αναισθησιολόγος, τοποθετώντας στο παιδί μάσκα οξυγόνου και προχωρώντας σε διασωλήνωσή του, μετά από εικοσάλεπτο απεφάνθη ότι κάθε προσπάθεια είχε αποτύχει, διαπιστώνοντας το θάνατό του.
Ο ιατρός επεσήμανε μάλιστα απολογούμενος ότι δεν ήταν δυνατή στην στιγμή εκείνη η διενέργεια καισαρικής επέμβασης καθώς θα απαιτούσε περισσότερο χρόνο και θα οδηγούσε οπωσδήποτε σε θάνατο του εμβρύου λόγω ασφυξίας.
Στις περιπτώσεις αυτές όπως εξήγησε ενδείκνειται η άμεση χρήση εμβρυουλκού και ακολουθεί στη συνέχεια διαδικασία ανάνηψης του εμβρύου η οποία ωστόσο δεν πέτυχε για λόγους που ο ίδιος δεν φέρει ευθύνη.
Αμφιβολίες για την τέλεση του αδικήματος εξέφρασε και με την αγόρευση του ενώπιον του δικαστηρίου και ο Εισαγγελέας της έδρας ενώ σημειώνεται ότι οι μάρτυρες κατηγορίας εξεταζόμενοι δεν στήριξαν χθες τους αρχικούς ισχυρισμούς τους.