Αρνητική για τους συμβασιούχους εισήγηση κατατέθηκε στον Αρειο Πάγο, ενόψει κρίσιμης δίκης στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου. Με τη συγκεκριμένη υπόθεση επιχειρείται ουσιαστικά να ανατραπούν οριστικά οι ελπίδες που έχουν δημιουργήσει στους συμβασιούχους αρκετές ευνοϊκές γι’ αυτούς αποφάσεις Πρωτοδικείων και Εφετείων σε διάφορες περιφέρειες της χώρας.
Η δικαστική εισήγηση που θα συζητηθεί την Πέμπτη, την πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου υιοθετεί ουσιαστικά όλη την αρνητική για τους συμβασιούχους επιχειρηματολογία που ανέπτυξε προ τριετίας η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου με την περιβόητη «τηλεφωνική διάσκεψη» (20/07) και μετά από θεαματική στροφή 180 μοιρών μέσα σε λίγους μήνες, ύστερα από την απολύτως ευνοϊκή απόφαση 18/06 της ίδιας Ολομέλειας.
Δικαιωση
Η εισήγηση ξεπερνά τις θετικές για τους συμβασιούχους απόψεις των πρόσφατων αποφάσεων του ΔΕΚ (Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων), οι οποίες άφησαν σαφώς ανοικτό το ενδεχόμενο δικαίωσής του μέσω των δικαστηρίων, με εφαρμογή του ν. 2112/20 (που απαγορεύει τις καταστρατηγήσεις στις συμβάσεις εργασίας), εφόσον έτσι μπορεί να εξασφαλιστεί ότι δεν θα υποβαθμιστεί η αποτελεσματική τους προστασία.
Σύμφωνα με πληροφορίες, από πλευράς συμβασιούχων ετοιμάζονται μεγάλες αντιδράσεις και κινητοποιήσεις, με απεργία, συγκέντρωση διαμαρτυρίας έξω από τον Αρειο Πάγο κατά τη συζήτηση της υπόθεσης. Παράλληλα γίνεται λόγος για δικονομικές υπερβάσεις και ατοπήματα, στη συγκεκριμένη υπόθεση, που εκτιμάται ότι έχει επιλεγεί ως «πιλότος» για να υποδειχθεί προς τα κατώτερα δικαστήρια να σταματήσουν να δικαιώνουν συμβασιούχους.
Νομικοί κύκλοι επικρίνουν δριμύτατα το γεγονός ότι η δικαστική εισήγηση αναλύει όχι το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε όταν υποβλήθηκε η συγκεκριμένη αγωγή (το 1998), αλλά επιχειρεί να «κλείσει την πόρτα» με ανάλυση μεταγενέστερων νομοθετημάτων, όπως είναι το Σύνταγμα του 2001 και τα Π.Δ. Ρέππα (81/03) και Παυλόπουλου (164/04). Η εισήγηση αναλύει ακόμα και την κοινοτική οδηγία 1997/70/ΕΚ, παρ’ όλο που δεν είχε καν θεσπιστεί όταν προέκυψαν οι αξιώσεις των συγκεκριμένων συμβασιούχων (για το διάστημα 1996-97) και ενώ στη χώρα μας τέθηκε σε εφαρμογή από το 2003 και μάλιστα ελλιπώς.
H ΓΣΕΕ
Με παρέμβασή της στον Αρειο Πάγο η ΓΣΕΕ επισημαίνει διά του νομικού εκπροσώπου της Κ. Τοκατλίδη ότι δεν μπορεί να εφαρμοστεί στη συγκεκριμένη υπόθεση η μεταγενέστερη νομοθεσία, παρά μόνο το εθνικό δίκαιο που ίσχυε τότε. Και ταυτόχρονα ζητείται να δικαιωθούν οι συμβασιούχοι με «όπλο» τον ν. 2112/20, τον οποίο η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου και το ΔΕΚ έχουν δεχθεί ως «ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο», κατάλληλο για την αποτελεσματική τους προστασία.
Ωστόσο, μέχρι πριν από μερικές εβδομάδες σχεδιαζόταν να παραπεμφθεί στην πλήρη Ολομέλεια του Αρείου Πάγου άλλη υπόθεση συμβασιούχων «νέας γενιάς» (του 2004 – 2005) που ήταν πολύ πιο αντιπροσωπευτική του προβλήματος (και με όλα τα σημαντικά νομικά ζητήματα που έθιξε και το ΔΕΚ), αλλά στην πορεία κάποιοι στον Αρειο Πάγο άλλαξαν γνώμη και περιόρισαν την υπόθεση στο εργατικό τμήμα.
Η υπόθεση που επιχειρείται να χρησιμοποιηθεί ως «μπούσουλας» για να περιοριστούν οι δικαστικές αξιώσεις, αφορά καθαρίστριες του ΟΠΑΠ που προσλήφθηκαν το 1990 – 91 και απασχολήθηκαν για πολλά χρόνια (10-15) με ανανεούμενες συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Οι αγωγές υποβλήθηκαν το 1998 όταν επιχειρήθηκαν να μειωθούν οι εβδομαδιαίες ημέρες εργασίας τους σε 4 (με πλήρες ωράριο) αξιώνοντας να θεωρηθούν οι συμβάσεις τους αορίστου χρόνου και να τους καταβληθούν διαφορές αποδοχών και «δεδουλευμένα».
https://www.dimokratiki.gr/arxeio/anavi-kokkino-gia-tous-simvasiouchous-ston-ario-pago/













