Στο εδώλιο του Τριμελούς Δικαστηρίου Ανηλίκων θα καθίσει ένας 17χρονος Αλβανός κατηγορούμενος για απόπειρα βιασμού αλλοδαπής τουρίστριας.
Ο 17χρονος είχε αφεθεί ελεύθερος µε τους περιοριστικούς όρους της απαγόρευσης εξόδου του από τη χώρα και της εµφάνισής του την πρώτη µέρα κάθε µήνα στο αστυνοµικό τµήµα του τόπου κατοικίας του μετά τη σύλληψή του σε εκτέλεση εντάλµατος του τακτικού Ανακριτή Ρόδου.
Ο 17χρονος φέρεται συγκεκριµένα, την 16η Μαΐου 2011, να παρέσυρε µια Σουηδέζα στην παραλία πλησίον της οδού Ορφανίδου, να την φίλησε και να την θώπευσε και όταν αντιστάθηκε, δηλώνοντας την άρνησή της να έλθει σε συνουσία µαζί του και κατόπιν φωνάζοντας σε βοήθεια, να χρησιµοποίησε τη σωµατική του υπεροχή για να τη βιάσει.
Πιο συγκεκριµένα φέρεται να την χτύπησε µε το χέρι στο πρόσωπο, να την άρπαξε από το λαιµό και να της έκλεισε το στόµα µε σκοπό να κάµψει την αντίστασή της και να έλθει σε συνουσία µαζί της.
Δεν µπόρεσε, όμως, να ολοκληρώσει την πράξη του διότι επενέβη ένας Ροδίτης, περαστικός από το σηµείο, ο οποίος βοήθησε την κοπέλα.
Απολογούµενος ο κατηγορούµενος αρνήθηκε την κατηγορία και ισχυρίστηκε ότι γνώρισε σε µπαρ την κοπέλα, η οποία του πρότεινε να πάνε στην παραλία. Εκεί άρχισαν, όπως είπε, να κάνουν έρωτα µε τη θέλησή της και στην πορεία τον πλησίασε κάποιος άγνωστος, ο οποίος αφού τον χτύπησε στην πλάτη έφυγε µαζί της ενώ ο ίδιος πήρε ταξί και πήγε σπίτι του.
Ως συνήγορος υπεράσπισής του παρίσταται ο δικηγόρος κ. Σταύρος Παναγιωτακόπουλος.
Κατηγορείται για βιασμό και αποπλάνηση παιδιού
Στο εδώλιο του Τριµελούς Εφετείου Δωδεκανήσου επί κακουργηµάτων κατηγορούµενος για βιασµό κατ’ εξακολούθηση και αποπλάνηση παιδιού κατ’ εξακολούθηση θα καθίσει ένας παραγωγός ραδιοφωνικής εκποµπής, που διαµένει στην Κω.
Το ιστορικό της υπόθεσης σύµφωνα µε το παραπεµπτικό βούλευµα έχει συνοπτικά ως εξής:
Ο κατηγορούµενος ηλικίας σήµερα 31 ετών λειτουργεί ραδιοφωνικό σταθµό. Κατά τη διάρκεια των εκποµπών του σταθµού έδινε στον αέρα έναν αριθµό κινητού τηλεφώνου στον οποίον µπορούσαν να καλούν οι ακροατές και να κάνουν αφιερώσεις τραγουδιών. Μια νεαρή κοπέλα, µε έτος γεννήσεως το 1989, ήταν ακροάτρια του σταθµού αυτού. Τον Νοέµβριο του 2003 επικοινώνησε στο τηλέφωνο που έδινε ο κατηγορούµενος και ζήτησε να αφιερώσει ένα τραγούδι σε µία φίλη της. Στη συνέχεια ο εκφωνητής, έχοντας τον αριθµό του τηλεφώνου της, φέρεται να άρχισε να της στέλνει γραπτά µηνύµατα, ρωτώντας την για την ηλικία της, σε ποιο σχολείο πηγαίνει, ενώ σε κάποια από τα µηνύµατα από τα γραφόµενά του, έδειχνε να είναι απογοητευµένος από την ζωή του, προκαλώντας έτσι αισθήµατα συµπάθειας στην ανήλικη. Μετά από αυτό σε κάποιο µήνυµα της ζήτησε να συναντηθούν.
Την 12-12-2003 το σχολείο της διοργάνωσε ένα πάρτι, στο οποίο συναντήθηκε µε τον κατηγορούµενο. Η επικοινωνία τους συνεχίσθηκε µε τον ίδιο τρόπο. Την 5-1-2004, όταν η κοπέλα ήταν 14 ετών και τριών µηνών περίπου, βρισκόταν µαζί µε φίλους της στο Πυλί και τότε δέχθηκε µήνυµα από τον κατηγορούµενο, ο οποίος της είπε ότι βρισκόταν και αυτός στο Πυλί και της ζήτησε να πάει να τον συναντήσει µαζί µε τους φίλους της για να µην δώσουν στόχο.
Αυτή πήγε πράγµατι µαζί µε τους φίλους της στο σηµείο, όπου την περίµενε ο κατηγορούµενος µέσα στο αυτοκίνητό του. Της έκανε νόηµα να διώξει τους φίλους της και εκείνη του είπε ότι αυτό δεν ήταν σωστό. Οι φίλοι της, επειδή κατάλαβαν ότι δεν τους ήθελε, έφυγαν µόνοι τους.
Τότε η ανήλικη µπήκε στο αυτοκίνητο του κατηγορούµενου και αυτός την οδήγησε σε ερηµική τοποθεσία, στο βουνό πάνω από τον οικισµό «Αµανιού». Εκεί, σύµφωνα µε το παραπεµπτικό βούλευµα, αφού κλείδωσε τις πόρτες έπεσε επάνω της και επιχείρησε να της βγάλει τα ρούχα. Εκείνη πανικοβλήθηκε και του ζήτησε να σταµατήσει. Ο κατηγορούµενος της έβγαλε το παντελόνι, ενώ αυτή αντιδρούσε, λέγοντάς του να σταµατήσει, κλαίγοντας. Μη µπορώντας να απωθήσει τον κατηγορούµενο, αυτός ήλθε σε συνουσία µαζί της. Αφού τελείωσε την πράξη του, την οδήγησε στο Πυλί, στο σπίτι των φίλων της, όπου και την άφησε. Μετά από το γεγονός αυτό, ο κατηγορούµενος συνέχιζε να επικοινωνεί µαζί της και της ζητούσε να συναντηθούν, όµως εκείνη του έλεγε ότι δεν µπορεί.
Τότε άρχισε να τηλεφωνεί στο σπίτι της και να οµιλεί µε τους γονείς της, λέγοντας ότι η κόρη τους δεν πηγαίνει στο φροντιστήριο και ότι βγαίνει µε διάφορα αγόρια.
Η ανήλικη φέρεται να τον κάλεσε στο τηλέφωνο και να τον ρώτησε γιατί λέει αυτά τα πράγµατα στους γονείς της και αυτός να της απάντησε ότι αν δεν δεχθεί να τον συναντήσει ξανά θα συνεχίσει να τα λέει αυτά και ότι θα τους αποκαλύψει και τη µεταξύ τους σχέση.
Εκείνη, όπως αναφέρεται στο βούλευµα, προκειµένου να αποφύγει την ηθική αυτή µείωση της προσωπικότητάς της, λέγοντας ψέµατα στους γονείς της ότι βγαίνει µε φίλες της, αναγκάσθηκε να συναντά τον κατηγορούµενο, ο οποίος την µετέφερε µε το αυτοκίνητό του σε διάφορα απόµερα σηµεία στο νησί της Κω και µέσα στο αυτοκίνητό του, ενώ αυτή τελούσε υπό τον φόβο της αποκάλυψης της επαφής της µαζί του, την εξανάγκαζε να έρχεται σε συνουσία µαζί του.
Αυτό συνέβη είκοσι τουλάχιστον φορές έως τον Νοέµβριο του 2004. Τον Δεκέµβριο του 2004 ο πατέρας της, υποψιαζόµενος από τις τηλεφωνικές οχλήσεις του κατηγορουµένου στο σπίτι ότι η κόρη του τον συναντά και ακόµη βλέποντάς την να έχει νευρική συµπεριφορά, αφού την παρακολούθησε διαπίστωσε ότι ο κατηγορούµενος παρέλαβε την κόρη του, όταν τελείωσε το σχολείο της, µε το αυτοκίνητό του, και την οδήγησε σε άγνωστο σηµείο. Μετά από δύο περίπου ώρες βρήκε την κόρη του σε ένα σοκάκι και της είπε ότι την είχε παρακολουθήσει και την είδε να φεύγει µε το αυτοκίνητο του κατηγορουµένου. Τότε φέρεται να του αποκάλυψε τι είχε συµβεί.
Ο κατηγορούµενος αρνείται ωστόσο ότι είχε ποτέ οιαδήποτε σχέση µε την ανήλικη.















