Τοπικές Ειδήσεις

Πώς οι σεισμοί επηρεάζουν τις πηγές και τις γεωτρήσεις στα Δωδεκάνησα

Μία νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε τον Σεπτέμβριο στο διεθνές περιοδικό Geosciences συγκεντρώνει για πρώτη φορά συστηματικά δεδομένα για το πώς οι σεισμοί επηρεάζουν το νερό στην Ελλάδα.
Η Ρόδος αναδεικνύεται ως χαρακτηριστική περίπτωση, ενώ για τα Δωδεκάνησα καταγράφεται ένα κενό πληροφόρησης που δείχνει την ανάγκη για παρακολούθηση. Το εύρημα δεν αφορά μόνο στην επιστημονική κοινότητα αλλά και στον τρόπο με τον οποίο οι νησιωτικές κοινωνίες σχεδιάζουν την ασφάλεια και την ανθεκτικότητά τους απέναντι σε φυσικούς κινδύνους.
Η έρευνα φέρνει στο προσκήνιο ένα ζήτημα που συνήθως περνά απαρατήρητο. Στη δημόσια συζήτηση για τους σεισμούς κυριαρχούν οι επιπτώσεις στα κτήρια, στις υποδομές και στην οικονομία. Ωστόσο, οι ερευνητές δείχνουν ότι κάθε ισχυρή δόνηση μπορεί να επηρεάσει και το νερό.
Η μελέτη συγκέντρωσε στοιχεία από όλη τη χώρα, με ιστορικά παραδείγματα που καλύπτουν σχεδόν έναν αιώνα, και τα ταξινόμησε σε μια ενιαία βάση δεδομένων. Αυτό επιτρέπει για πρώτη φορά να αποτυπωθεί μια συνολική εικόνα του φαινομένου.
Η Ρόδος βρίσκεται στο επίκεντρο αυτής της καταγραφής. Ο σεισμός της 26ης Ιουνίου 1926, μεγέθους 7 Ρίχτερ, θεωρείται εμβληματικό παράδειγμα, καθώς προκάλεσε αλλαγές σε πηγές και γεωτρήσεις σε απόσταση έως και 208 χιλιομέτρων από το επίκεντρο. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη ακτίνα επίδρασης που έχει καταγραφεί στην Ελλάδα και αποδεικνύει ότι οι σεισμικές δονήσεις μπορούν να επηρεάσουν τα νερά όχι μόνο στον τόπο όπου εκδηλώνονται αλλά και σε γειτονικές περιοχές.
Για τα νησιά του Νοτίου Αιγαίου, που εξαρτώνται σχεδόν αποκλειστικά από πηγές και γεωτρήσεις για την ύδρευση, η διαπίστωση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία. Δεν πρόκειται για θεωρητική υπόθεση αλλά για ένα καταγεγραμμένο γεγονός που δείχνει πόσο εύθραυστο είναι το σύστημα παροχής νερού μετά από ισχυρές δονήσεις.
Όταν οι επιστήμονες μιλούν για «υδρογεωλογικές ανωμαλίες», εννοούν συγκεκριμένα φαινόμενα που παρατηρούνται μετά από σεισμούς. Το νερό σε πηγές και γεωτρήσεις μπορεί να παρουσιάσει ξαφνικές μεταβολές στη στάθμη ή στην παροχή, να γίνει θολό από αιωρούμενα υλικά, να αλλάξει χημικά χαρακτηριστικά όπως η αγωγιμότητα ή η αλατότητα, ακόμη και να μεταβληθεί η θερμοκρασία του.
Υπάρχουν περιπτώσεις όπου πηγές σταματούν προσωρινά ή νέες εμφανίζονται σε σημεία που μέχρι τότε δεν υπήρχε νερό. Η μελέτη δείχνει ότι τέτοιες αλλαγές μπορεί να διαρκέσουν περισσότερο από μία ημέρα και σε αρκετές περιπτώσεις ξεπέρασαν τις 24 ώρες. Αυτό σημαίνει ότι το νερό που χρησιμοποιείται για ύδρευση μπορεί να αλλοιωθεί, να μειωθεί ή να αυξηθεί απότομα, και γι’ αυτό απαιτείται συστηματικός έλεγχος πριν επιστρέψει στην κανονική του χρήση.
Από τη συνολική καταγραφή σε όλη τη χώρα, το 81% των ανωμαλιών αφορούσε πηγές και φρέατα, δηλαδή τα σημεία που τροφοδοτούν άμεσα τα δίκτυα ύδρευσης. Το 11% συνδέθηκε με ποτάμια και το 8% με λίμνες. Στο 34% των περιπτώσεων όπου υπήρχαν διαθέσιμα στοιχεία για τη διάρκεια, οι αλλαγές κράτησαν πάνω από 24 ώρες. Οι περισσότερες περιπτώσεις σχετίστηκαν με σεισμούς μεγέθους 6 με 7 Ρίχτερ, ωστόσο φαινόμενα παρατηρήθηκαν και σε μικρότερες δονήσεις, κάτι που αποδίδεται στην καλύτερη παρακολούθηση των τελευταίων χρόνων. Οι συχνότερες ανωμαλίες αφορούσαν μεταβολές στη στάθμη και στη θολερότητα του νερού.
Η γεωγραφική κατανομή δείχνει περισσότερες καταγραφές σε περιοχές όπως το Ιόνιο και η Πελοπόννησος, όπου υπάρχει παράδοση παρατήρησης και συστηματικότερα δίκτυα. Στο Νότιο Αιγαίο, αντίθετα, οι καταγραφές είναι περιορισμένες. Οι ερευνητές τονίζουν ότι αυτό δεν σημαίνει πως τα φαινόμενα δεν συμβαίνουν, αλλά ότι δεν έχουν καταγραφεί με επάρκεια. Το κενό δεδομένων καθιστά δύσκολη την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου και αφήνει την περιοχή «υπο-καταγεγραμμένη» στη βάση δεδομένων. Με άλλα λόγια, τα Δωδεκάνησα μπορεί να βιώνουν ανάλογες μεταβολές, αλλά δεν υπάρχουν επαρκείς μετρήσεις για να το επιβεβαιώσουν.
Η κατάσταση αυτή έχει πρακτική σημασία. Τα Δωδεκάνησα στηρίζονται σχεδόν αποκλειστικά σε πηγές και γεωτρήσεις για την κάλυψη των υδρευτικών τους αναγκών. Η αυξημένη ζήτηση τους καλοκαιρινούς μήνες, σε συνδυασμό με τις πιέσεις από την ξηρασία και την κλιματική αλλαγή, καθιστούν την επάρκεια του νερού κρίσιμο ζήτημα. Σε αυτό το πλαίσιο, οι μεταβολές που μπορεί να προκαλέσει ένας σεισμός στα υπόγεια νερά αποτελούν έναν πρόσθετο παράγοντα αστάθειας. Αν δεν υπάρχει έγκαιρη παρακολούθηση, οι αλλαγές μπορεί να περάσουν απαρατήρητες και να επηρεάσουν την παροχή ή την ποιότητα του νερού που φτάνει στους καταναλωτές.
Η μελέτη δεν περιορίζεται στην καταγραφή. Προτείνει συγκεκριμένα μέτρα που μπορούν να εφαρμοστούν, ιδιαίτερα σε περιοχές με έντονη σεισμικότητα και εξάρτηση από υπόγεια νερά. Οι ερευνητές επισημαίνουν την ανάγκη εγκατάστασης συστημάτων μέτρησης σε πηγές και γεωτρήσεις, τα οποία να καταγράφουν βασικές παραμέτρους όπως στάθμη, παροχή, θολερότητα και αγωγιμότητα.
Προτείνουν επίσης τη δημιουργία βάσεων δεδομένων που θα επιτρέπουν τη σύγκριση των μετρήσεων πριν και μετά από σεισμούς, καθώς και την εφαρμογή πρωτοκόλλων ελέγχου ποιότητας για δύο ή τρεις ημέρες μετά από κάθε ισχυρή δόνηση. Σημαντική θεωρείται και η συνεργασία σε περιφερειακό επίπεδο, ώστε τα νησιά να αξιοποιούν από κοινού τα στοιχεία τους και να μπορούν να ανιχνεύσουν φαινόμενα που εκδηλώνονται σε μεγαλύτερη απόσταση από το επίκεντρο.
Η αξία της έρευνας είναι διπλή. Από τη μία πλευρά συγκεντρώνει για πρώτη φορά σε ενιαία βάση δεδομένα που μέχρι σήμερα ήταν διάσπαρτα ή αποσπασματικά, προσφέροντας ένα αξιόπιστο πλαίσιο γνώσης για το φαινόμενο. Από την άλλη αναδεικνύει τα Δωδεκάνησα ως περιοχή που χρειάζεται περισσότερη προσοχή. Η Ρόδος προσφέρει το ιστορικό προηγούμενο του 1926, όμως τα σημερινά δεδομένα δείχνουν ότι οι καταγραφές είναι περιορισμένες. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει έδαφος για περισσότερη έρευνα και για πρακτικά βήματα που θα ενισχύσουν την ανθεκτικότητα της περιοχής.
Την έρευνα υπογράφουν οι Σ. Μαυρούλης, Α. Σαραντοπούλου και Ευθύμιος Λέκκας, από το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Δημοσιεύθηκε τον Σεπτέμβριο του 2025 στο διεθνές περιοδικό Geosciences (τεύχος 15, άρθρο 367) με τίτλο “Co- and Post-Seismic Hydrogeological Anomalies in Greece from Ancient Times to the Present: Spatiotemporal and Statistical Analysis Revealing Categories, Patterns, and Insights”. Η εργασία συγκεντρώνει για πρώτη φορά τα διαθέσιμα στοιχεία και τα οργανώνει σε ενιαία βάση δεδομένων, προσφέροντας πολύτιμο εργαλείο τόσο στην επιστήμη όσο και στον σχεδιασμό ανθεκτικότητας των νησιών.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο διεθνές περιοδικό Geosciences στα τέλη Σεπτεμβρίου 2025, προσδίδοντάς της διεθνή βαρύτητα καθώς αποτελεί την πρώτη συστηματική καταγραφή του φαινομένου στην Ελλάδα σε μορφή βάσης δεδομένων, συγκρίσιμη με αντίστοιχες διεθνείς εργασίες
Η έρευνα στο Geosciences προσθέτει μια νέα διάσταση στη γνώση για τους σεισμούς στην Ελλάδα. Δείχνει ότι οι επιπτώσεις δεν αφορούν μόνο στις κατασκευές αλλά και το νερό, και ότι τα νησιά που εξαρτώνται από πηγές και γεωτρήσεις χρειάζονται επιστημονική παρακολούθηση για να είναι θωρακισμένα.
Η κατανόηση του τρόπου με τον οποίο αντιδρούν οι υδροφορείς στις δονήσεις μπορεί να αποδειχθεί πολύτιμο εργαλείο για το μέλλον των Δωδεκανήσων, τόσο για την καθημερινότητα των κατοίκων όσο και για την αξιοπιστία των νησιών ως προορισμού.

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου