• Ενώ οι παραγωγικοί φορείς και οι κοινωνικές τάξεις ζητούσαν την κατάργηση του ΔΗΦΟΔΩ, ο Δήμος επέμεινε ενώπιον του ΣτΕ ότι οι Ροδίτες διαθέτουν φοροδοτική ικανότητα λόγω τουρισμού πολυτελείας και ισχυρής τοπικής οικονομίας
Η πολυσυζητημένη υπόθεση του Δημοτικού Φόρου Δωδεκανήσου (ΔΗ.ΦΟ.ΔΩ.) αποτέλεσε για πολλά χρόνια σημείο τριβής ανάμεσα στον Δήμο Ρόδου, τους επιχειρηματικούς και κοινωνικούς φορείς, αλλά και το ανώτατο δικαστήριο της χώρας και ήρθε ξανά στο προσκήνιο μετά τις ατυχείς – τουλάχιστον- δηλώσεις του δημάρχου Ρόδου, κ. Αλέξανδρου Κολιάδη.
Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας να κρίνει τον φόρο αντισυνταγματικό δεν έβαλε τέλος μόνο σε μια μακρά νομική διαμάχη, αλλά και αποκάλυψε τη στρατηγική και την επιχειρηματολογία που ακολούθησε η τοπική αυτοδιοίκηση.
Σε αντίθεση με τις οργανώσεις των παραγωγικών τάξεων που ζητούσαν την κατάργηση του φόρου, ο Δήμος Ρόδου στήριξε με ιδιαίτερη ένταση τη διατήρησή του, φτάνοντας στο σημείο να υποστηρίξει ότι οι Ροδίτες διαθέτουν επαρκή οικονομική ευχέρεια για να τον καταβάλλουν.
Η δικαστική διαμάχη και οι αποφάσεις του ΣτΕ
Με τις αποφάσεις 4504 και 4505/2014 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε οριστικά και αμετάκλητα αντισυνταγματικός ο ΔΗ.ΦΟ.ΔΩ. Οι δικαστές επισήμαναν ότι οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που επικρατούσαν 50 χρόνια μετά την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα δεν δικαιολογούσαν πλέον τη διατήρηση ενός τέτοιου τοπικού φόρου. Η πλειοψηφία έκρινε ότι οι λόγοι που επικαλούνταν η τοπική αυτοδιοίκηση δεν ήταν επαρκείς ώστε να διαφοροποιήσουν τη Δωδεκάνησο από άλλες νησιωτικές και παραμεθόριες περιοχές.
Η απόφαση αυτή δικαίωσε σε μεγάλο βαθμό τις αντιδράσεις των φορέων της περιοχής, μεταξύ των οποίων το Επιμελητήριο Δωδεκανήσου και δεκάδες σωματεία, που είχαν διαμαρτυρηθεί εντόνως για τον φόρο, θεωρώντας τον άδικο και δυσβάσταχτο.
Η στάση του Δήμου Ρόδου
Σε πλήρη αντίθεση με τις παραγωγικές τάξεις, ο Δήμος Ρόδου υπήρξε σταθερός υπέρμαχος του ΔΗΦΟΔΩ. Με κατεπείγον έγγραφο προς την Ολομέλεια του ΣτΕ, η νομική υπηρεσία του Δήμου παρουσίασε νέα επιχειρήματα ζητώντας να ανατραπεί η προηγούμενη απόφαση της 7μελούς σύνθεσης που είχε κρίνει τον φόρο αντισυνταγματικό.
Το βασικό επιχείρημα του Δήμου ήταν ότι οι ανάγκες της τοπικής αυτοδιοίκησης είναι αυξημένες λόγω τουρισμού πολυτελείας, ο οποίος, κατά τον Δήμο, δημιουργεί σημαντικές υποχρεώσεις για παροχή υπηρεσιών και έργων υποδομής.
Ακόμη πιο εντυπωσιακή ήταν η θέση που κατατέθηκε ενώπιον του ΣτΕ ότι οι Ροδίτες δεν επιβαρύνονται ουσιαστικά από τον φόρο, καθώς διαθέτουν υψηλή οικονομική στάθμη και αυξημένη φοροδοτική ικανότητα!!!
Η επιχειρηματολογία αυτή ουσιαστικά εξισώνει την οικονομική δυναμική του τουρισμού με την πραγματική φοροδοτική δυνατότητα των τοπικών κοινωνιών, παραβλέποντας ωστόσο τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης και τις αντιδράσεις των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, των επαγγελματιών και των εργαζομένων που δήλωναν ότι ο φόρος ήταν επιπλέον βάρος σε μια περίοδο δημοσιονομικής ασφυξίας.
Ειδικότερα η τότε δημοτική αρχή υπέβαλε αρμοδίως γνωμοδότηση της επίκουρης καθηγήτριας Φορολογικού Δικαίου της Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ. κ. Ελένης Θεοχαροπούλου με την οποία επιχειρηματολογεί υπέρ της διατήρησης του ΔΗΦΟΔΩ, υποστηρίζοντας ότι οι ανάγκες σε υπηρεσίες είναι μεγάλες, διότι το νησί της Ρόδου είναι δεύτερο στη χώρα σε τουρισμό πολυτελείας και ως εκ τούτου είναι αυξημένες οι ανάγκες για έσοδα για την αντιμετώπιση πρόσθετων δαπανών της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Αυτό που προκάλεσε εντύπωση είναι το γεγονός ότι η δημοτική αρχή επεδίωξε να πείσει ότι οι κάτοικοι της Ρόδου είναι υψηλής οικονομικής στάθμης και ως εκ τούτου δεν επιβαρύνεται το εισόδημά τους με την καταβολή του ΔΗ.ΦΟ.ΔΩ.
Τόνισε συγκεκριμένα και τα εξής:
«Η Δωδεκάνησος δεν είναι μόνο πρώτη σε δείκτη τουριστικής πυκνότητας (αναλογία μεταξύ τουριστών και μόνιμων κατοίκων), αλλά σύμφωνα με τα τεκμηριωμένα στοιχεία της συμπληρωματικής γνωμοδότησης, είναι πρώτη και επί του ιδιαιτέρως σημαντικού, δείκτη τουρισμού πολυτελείας, καθώς η Κρήτη (με έκταση 8.303 τετρ. χιλιομ. και συγκροτούμενη από τέσσερις νομούς), έχει 86 πεντάστερα ξενοδοχεία (άρα δείκτη 1,03%), ενώ η Δωδεκάνησος (πολυνησιακό συγκρότημα 27 κατοικημένων νησιών, με έκταση 2.579 τετρ. χιλιομ., συγκροτούμενη από έναν νομό) έχει 58 πεντάστερα ξενοδοχεία (άρα δείκτη 2,25%).
Ουσιώδεις δηλαδή ιδιαιτερότητες που επίσης στοιχειοθετούν την ανάγκη αυξημένων, σε σχέση με τις λοιπές περιφέρειες, εσόδων για την αντιμετώπιση πρόσθετων δαπανών της τοπικής αυτοδιοίκησης, για την επιτέλεση της αναγκαίας υποδομής, έργων και υπηρεσιών υπέρ της διατήρησης των παραπάνω ιδιαιτεροτήτων, καθώς «ο τουρισμός υψηλών προδιαγραφών αφενός μεν αποφέρει προσπορισμό εσόδων με ιδιαίτερα πολλαπλασιαστικές επιδράσεις στο σύνολο της εν λόγω περιφέρειας, όπου ανθεί, χωρίς να αποκλείεται η επέκτασή τους: σε εθνικό επίπεδο, αφετέρου δε αποφέρει ιδιαίτερα άμεσα έσοδα σε όσους ασκούν οικονομική δραστηριότητα στην εν λόγω περιφέρεια σε σχέση με τη λοιπή Ελλάδα.
Από τον τουρισμό υψηλών προδιαγραφών, σε συνδυασμό με τον δείκτη τουριστικής πυκνότητας της περιφέρειας Δωδεκανήσου, τεκμαίρεται η ύπαρξη ανάλογης οικονομικής δύναμης και, επομένως, φοροδοτικής ικανότητας μεγαλύτερης στους ασκούντες οικονομική δραστηριότητα στην Περιφέρεια της Δωδεκανήσου σε σχέση με τους ασκούντες οικονομική δραστηριότητα στη λοιπή Ελλάδα».
Οι αντιδράσεις των φορέων
Το Επιμελητήριο Δωδεκανήσου, μαζί με 40 σωματεία, είχε προσφύγει ακόμη και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητώντας την κατάργηση του φόρου.
Οι παραγωγικές δυνάμεις του νησιού υποστήριζαν ότι ο ΔΗΦΟΔΩ λειτουργεί άνισα, δημιουργεί στρεβλώσεις και επιβαρύνει δυσανάλογα τις επιχειρήσεις και τους κατοίκους.
Η σύγκρουση αυτή με τον Δήμο Ρόδου έφερε στο προσκήνιο δύο διαφορετικές προσεγγίσεις: από τη μια την ανάγκη εσόδων για την τοπική αυτοδιοίκηση και από την άλλη τη βιωσιμότητα της τοπικής οικονομίας και την προστασία των πολιτών.
Η υπόθεση του ΔΗΦΟΔΩ ανέδειξε μια σπάνια αλλά ουσιαστική διάσταση: σε μια εποχή που οι τοπικές κοινωνίες και οι φορείς ζητούσαν ελάφρυνση από την υπερφορολόγηση, ο ίδιος ο Δήμος Ρόδου στάθηκε απέναντί τους, υποστηρίζοντας ότι όχι μόνο υπάρχει ανάγκη διατήρησης του φόρου αλλά και ότι οι πολίτες του νησιού έχουν την οικονομική δυνατότητα να τον καταβάλλουν.
Το ζήτημα αυτό παραμένει χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς η τοπική αυτοδιοίκηση μπορεί να συγκρουστεί με τις κοινωνικές και παραγωγικές τάξεις όταν τα έσοδα και οι ανάγκες της διακυβεύονται, αναδεικνύοντας την απόσταση που μπορεί να δημιουργηθεί ανάμεσα στη διοίκηση και την κοινωνία που καλείται να υπηρετεί.