• Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου έκρινε επαρκείς τις ενδείξεις για τον βασικό κατηγορούμενο και διατηρεί τους περιοριστικούς όρους, ενώ για συγκατηγορούμενο κηρύσσεται απαράδεκτη η δίωξη λόγω στρατιωτικής δικαιοδοσίας και παραπέμπεται ο φάκελος στο Στρατοδικείο
Μία υπόθεση που προκάλεσε θόρυβο στην κοινωνία της Ρόδου περνά πλέον το κατώφλι της ακροαματικής διαδικασίας. Με βούλευμά του, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου παραπέμπει βασικό κατηγορούμενο να δικαστεί από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της περιφέρειας του Εφετείου Δωδεκανήσου για δύο κακουργηματικές πράξεις: γενετήσιες πράξεις με ανήλικη κατά συρροή και πορνογραφία ανηλίκων κατ’ εξακολούθηση, ενώ για έτερο κατηγορούμενο κηρύσσει απαράδεκτη τη δίωξη λόγω αναρμοδιότητας της πολιτικής δικαιοσύνης και διατάσσει την αποστολή της υπόθεσης στον αρμόδιο στρατιωτικό Εισαγγελέα.
Η υπόθεση, που ξεκίνησε από καταγγελία μητέρας τον Οκτώβριο του 2021 και «φούντωσε» μέσα από τη χρήση εφαρμογών όπως το Instagram και το Snapchat, αναδεικνύει με οξύ τρόπο τους κινδύνους που καραδοκούν στην ψηφιακή καθημερινότητα των εφήβων.
Το ιστορικό της υπόθεσης όπως προκύπτει από τη δικογραφία
Η υπόθεση ξεκίνησε με καταγγελία της μητέρας της ανήλικης τον Οκτώβριο του 2021, όταν κυκλοφόρησαν γυμνές φωτογραφίες της μαθήτριας σε κύκλους συνομηλίκων. Η ανήλικη κατέθεσε ότι είχε επικοινωνία με νεαρούς μέσω Instagram και Snapchat, ότι απέστειλε οικειοθελώς φωτογραφίες και ότι συναντήθηκε δύο φορές με τον ενήλικο, με τον οποίο όπως περιγράφεται έλαβαν χώρα γενετήσιες πράξεις στο εσωτερικό οχήματος, στις περιοχές «Κάραβος» και «Αίθωνας» στον Αρχάγγελο.
Παρά το γεγονός ότι η ίδια ισχυρίστηκε πως αρχικά δήλωσε ότι είναι μεγαλύτερη, η ηλικία της (κάτω των 15) είναι για τη Δικαιοσύνη καθοριστική, καθώς ο νόμος προστατεύει απολύτως τους ανηλίκους αυτού του ηλικιακού φάσματος.
Η δικογραφία αποτυπώνει επίσης το ψηφιακό αποτύπωμα της υπόθεσης: μηνύματα σε πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, αποστολή οπτικού υλικού και ισχυρισμούς για αυτόματη διαγραφή περιεχομένου στη λειτουργία του Snapchat. Ωστόσο, κατά την ανακριτική και δικαστική επεξεργασία, προέκυψε ύπαρξη αποθηκευμένων αρχείων στο κινητό του βασικού κατηγορούμενου, γεγονός που, κατά την κρίση του Συμβουλίου, προσκρούει στους αρχικούς ισχυρισμούς ότι δεν διατηρούσε υλικό.
Κεντρικός ισχυρισμός της υπεράσπισης ήταν η «πραγματική πλάνη» ως προς την ηλικία της ανήλικης, με τον κατηγορούμενο να υποστηρίζει ότι πίστευε πως ήταν μεγαλύτερη. Το Συμβούλιο όμως επισημαίνει ότι ακόμη και το ενδεχόμενο γνώσης πως το πρόσωπο μπορεί να είναι νεότερο των 15 ετών αρκεί για τη θεμελίωση ενδεχόμενου δόλου. Επιπλέον, αξιολογεί ως μη πειστική τη μεταγενέστερη παραδοχή περί ύπαρξης βίντεο και «φωτο-βίντεο» στο κινητό, σε αντίθεση με τις αρχικές εξηγήσεις περί μη αποθήκευσης «φωτογραφιών», κρίνοντας ότι η ουσία δεν αλλάζει από την τεχνική μορφή του αρχείου.
Η γραμμή άμυνας συγκατηγορουμένων για μη διανομή υλικού και πρόσκαιρη κατοχή, όπως αποτυπώθηκε στις απολογίες τους και σε σχετικό ρεπορτάζ της τοπικής εφημερίδας, παραμένει αντικείμενο δικαστικής διερεύνησης. Το βούλευμα διαχωρίζει ρόλους και αρμοδιότητες, παραπέμποντας τον βασικό κατηγορούμενο στο Μικτό Ορκωτό, ενώ για τον άλλο αποφασίζει την αποστολή στον στρατιωτικό Εισαγγελέα, λόγω της ιδιότητάς του κατά τον κρίσιμο χρόνο.
Σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα, οι δύο συναντήσεις τοποθετούνται στις 18 Ιουλίου 2021 (περί ώρα 20:00) και περί τις 30 Ιουλίου 2021, με κοινό στοιχείο τον χώρο του οχήματος και τις επίμαχες γενετήσιες πράξεις. Το υλικό φωτογραφίες και βίντεο φέρεται να διακινήθηκε αργότερα μέσω εφαρμογών, ενώ η «ανάφλεξη» της δημόσιας συζήτησης στην κοινότητα ήρθε όταν συμμαθητές και νεαροί δήλωσαν ότι έλαβαν ή είδαν το περιεχόμενο.
Πέρα από τον σκληρό πυρήνα των ποινικών αξιολογήσεων, η υπόθεση ανοίγει ένα ευρύτερο παράθυρο σε μια ανησυχητική πραγματικότητα: την εξοικείωση των εφήβων με την αποστολή προσωπικού, άκρως ευαίσθητου υλικού, μέσα σε συνθήκες επίπλαστης ιδιωτικότητας. Η ευκολία ανταλλαγής εικόνων και βίντεο, η αίσθηση «αυτοκαταστροφής» μηνυμάτων και η πίστη ότι το περιεχόμενο δεν αφήνει ίχνη συγκρούονται με τη διαπιστωμένη και εδώ δυνατότητα αποθήκευσης και αναπαραγωγής. Η τραυματική εμπειρία που βίωσε η ανήλικη δεν είναι μεμονωμένο περιστατικό. Είναι μάθημα για σχολεία, γονείς και φορείς να επενδύσουν στην ψηφιακή αγωγή, στην οποία η συναίνεση δεν αναιρεί την ανάγκη προστασίας των ανηλίκων και ο «πειραματισμός» δεν επιτρέπεται να γίνει εργαλείο εκβιασμού ή διαπόμπευσης.
Το βούλευμα αναφέρεται ρητά στη διάκριση ανάμεσα στην απλή πρόσβαση σε πορνογραφικό περιεχόμενο και στη βαριά ποινική αξιολόγηση της κατοχής/διακίνησης υλικού παιδικής πορνογραφίας, επισημαίνοντας ότι ο νομοθέτης δεν αποσκοπεί στην «ποινικοποίηση της περιέργειας», αλλά τιμωρεί με αυστηρότητα την παραγωγή, κατοχή και κυρίως τη διανομή υλικού με ανήλικους. Η κρισιμότητα της ηλικίας κάτω των 15 ετών, η προσβολή της γενετήσιας ελευθερίας και η ανάγκη αποτροπής κάθε μορφής «εμπορευματοποίησης» ανήλικου σώματος διαπνέουν το σκεπτικό.
Μετά την παραπομπή, τον λόγο έχει το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο, όπου θα κριθεί εάν οι ενδείξεις που αξιολόγησε το Συμβούλιο μετατρέπονται σε αποδείξεις ενοχής πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας. Οι περιοριστικοί όροι παραμένουν σε ισχύ μέχρι την οριστική εκδίκαση, ενώ ο φάκελος του συγκατηγορούμενου, για τον οποίο κρίθηκε το απαράδεκτο της δίωξης, θα εξεταστεί υπό το πρίσμα της στρατιωτικής δικαιοδοσίας.
Την υπόθεση χειρίζεται η δικηγόρος κ. Μύριαμ Τομαρά.