• Ένα πολυετές εκκλησιαστικό παρασκήνιο με καταγγελίες για σφετερισμό περιουσίας, παρατυπίες στις μισθώσεις και συγκρούσεις εξουσίας μεταξύ τοπικών παραγόντων, απειλεί τη συνοχή και το κύρος της τοπικής Εκκλησίας
Μία υπόθεση που εξελίσσεται σιωπηλά εδώ και τουλάχιστον μία δεκαετία έχει φέρει στην επιφάνεια ένα σύνθετο πλέγμα θεσμικών, διοικητικών και ηθικών προβλημάτων γύρω από την ιδιοκτησία, τη διαχείριση και τη λειτουργία ενός εξωκλησιού ιδιαίτερης ιστορικής, πνευματικής και οικονομικής αξίας για τον τόπο. Η υπόθεση αυτή δεν αφορά απλώς την εκκλησιαστική γραφειοκρατία ή εσωτερικές ιεραρχικές τριβές, αλλά έχει οδηγήσει σε εξόφθαλμες παραβιάσεις της νομιμότητας, δημιουργία παράνομων νομικών μορφωμάτων, αδιαφανείς παραχωρήσεις ακινήτων και προσπάθειες παραπλάνησης τόσο των αρμόδιων υπηρεσιών όσο και του ίδιου του Κτηματολογίου.
Τα στοιχεία που ακολουθούν βασίζονται σε πολυσέλιδη, λεπτομερέστατη αναφορά κατατεθειμένη στις αρμόδιες εισαγγελικές αρχές από το αρμόδιο εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο, το οποίο διεκδικεί την ιδιοκτησία και τον έλεγχο του επίμαχου εξωκλησιού και των γύρω ακινήτων. Από την άλλη πλευρά, φυσικά πρόσωπα – κληρικοί και λαϊκοί – φέρονται να έχουν δημιουργήσει παρανόμως νομικό πρόσωπο, να έχουν συνάψει μακροχρόνιες μισθώσεις, να έχουν υποβάλλει δηλώσεις στο Κτηματολόγιο και να έχουν επιχειρήσει, μέσω ακόμη και οικογενειακών αγωγών, να «νομιμοποιήσουν» καταχρηστικές ιδιοκτησιακές απαιτήσεις.
Ιστορικό και θεσμικό πλαίσιο
Το εξωκλήσι που βρίσκεται στο επίκεντρο της διαμάχης ανήκει διοικητικά σε μία παλαιά ενορία της τοπικής Εκκλησίας, με καταγεγραμμένη ιστορική παρουσία από πριν το 1600. Σύμφωνα με την πλέον πρόσφατη Αρχιερατική Πράξη, το εξωκλήσι αποτελεί τμήμα της ενορίας και η ακίνητη περιουσία του εντάσσεται σε αυτή. Κατά τα λεγόμενα της Εκκλησιαστικής Επιτροπής, ουδέποτε το εξωκλήσι λειτούργησε ως ανεξάρτητη Ιερά Μονή. Δεν διαθέτει μοναχούς, ηγουμένους ή κανενός είδους μοναστική ζωή. Ήταν πάντοτε υπό τη διοίκηση της τοπικής ενορίας.
Ωστόσο, το 2014 καταγράφηκε μια καίρια αλλαγή. Φυσικό πρόσωπο, το οποίο υπηρετούσε ως εφημέριος ενορίας γειτονικού χωριού και είχε αναλάβει πρόεδρος της επιτροπής διαχείρισης του εξωκλησιού, φαίνεται να προχώρησε μονομερώς στη δημιουργία νομικής προσωπικότητας με την ονομασία «Ιερά Μονή» και να απέσπασε από την αρμόδια ΔΟΥ Αριθμό Φορολογικού Μητρώου (ΑΦΜ), εμφανίζοντας ψευδή βεβαίωση – κατά τους καταγγέλλοντες – του Μητροπολίτη.
Η κίνηση αυτή δεν έτυχε ούτε της έγκρισης της Ιεράς Μητρόπολης ούτε της αναγνώρισης από την Πολιτεία, καθώς ουδέποτε δημοσιεύθηκε ΦΕΚ αναγνώρισης της υποτιθέμενης Μονής. Παρά ταύτα, η ύπαρξη ΑΦΜ επέτρεψε στο εν λόγω σχήμα να λειτουργήσει de facto ως νομικό πρόσωπο, προχωρώντας ακόμα και σε εκμισθώσεις εκκλησιαστικής περιουσίας.
Η εκμίσθωση – κλειδί
Το 2014, η ψευδοεπιτροπή – κατά την καταγγελία – προχώρησε στη σύναψη ιδιωτικού συμφωνητικού με φυσικό πρόσωπο για την εκμίσθωση εκκλησιαστικής έκτασης 1.906,33 τ.μ. για διάστημα 15 ετών. Το ακίνητο περιλάμβανε κτίσμα 77,6 τ.μ., το οποίο μισθώθηκε έναντι 200 ευρώ μηνιαίως – ποσό που κρίθηκε από την Εκκλησιαστική Επιτροπή ως εξευτελιστικό, καθώς όμορες εκτάσεις ενοικιάζονται τουλάχιστον 10 φορές ακριβότερα.
Ακόμη πιο προκλητικό θεωρήθηκε το γεγονός ότι για 9 μήνες δεν απαιτήθηκε καν η καταβολή μισθώματος. Επιπλέον, δεν ακολουθήθηκε καμία από τις τυπικές και νομικά υποχρεωτικές διαδικασίες: δεν προηγήθηκε διακήρυξη, δεν ζητήθηκε έγκριση από τον Μητροπολίτη, ούτε φυσικά από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όπως απαιτείται στις εκκλησίες των Δωδεκανήσων.
Τα ευρήματα προκαλούν υποψίες για συμπαιγνία ή ακόμη και συγκάλυψη, καθώς η διάρκεια της μίσθωσης αναφέρεται ως 15 έτη στο συμφωνητικό, παρότι η σχετική απόφαση της επιτροπής κάνει λόγο για 12.
Παράδοξα στο Κτηματολόγιο
Το θεσμικά αμφισβητήσιμο σημείο της υπόθεσης εντοπίζεται όταν επιχειρείται να κατοχυρωθεί ιδιοκτησιακό δικαίωμα στο όνομα της νεοπαγούς “Μονής”. Το 2019, ο τότε πρόεδρος της επιτροπής κατέθεσε αγωγή χρησικτησίας κατά της… ίδιας του της μητέρας, υποστηρίζοντας ότι εκείνη εγείρει αξιώσεις για τα ακίνητα. Η υπόθεση φέρεται να κατέληξε σε συμβιβασμό, με τη μητέρα να «αναγνωρίζει» την ιδιοκτησία στο μόρφωμα που εκπροσωπούσε ο ίδιος ο υιός της. Η Εκκλησιαστική Επιτροπή κάνει λόγο για καταφανή συμπαιγνία, καθώς υπάρχουν ενδείξεις ότι η ηλικιωμένη μητέρα πάσχει από άνοια και δεν μπορούσε να συναινέσει σε τέτοιας φύσης συμβάσεις.
Αυτό το «συμβιβαστικό συμφωνητικό» φέρεται να χρησιμοποιήθηκε ως τίτλος ιδιοκτησίας στο Κτηματολόγιο, με αποτέλεσμα αρχικά το ακίνητο να εμφανιστεί ως ιδιοκτησία της «Ιεράς Μονής». Μόνο μετά από εμπεριστατωμένη ένσταση, πλήρη φάκελο και την παρέμβαση της Μητρόπολης, το Κτηματολόγιο αναγνώρισε την Ενορία ως τον πραγματικό κύριο του ακινήτου.
Η εκκλησιαστική διάσταση
Το ζήτημα δεν έχει μόνο νομική και περιουσιακή διάσταση, αλλά και εκκλησιαστική. Ο κληρικός που φέρεται να πρωταγωνίστησε σε αυτή τη διαδικασία κατείχε για χρόνια υψηλό αξίωμα στη Μητρόπολη. Η παραίτησή του ήρθε μόλις το 2022 και συνοδεύτηκε από νέα δημόσια ανάρτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου κατήγγειλε «πόλεμο λάσπης» από εκκλησιαστικούς επιτρόπους. Η στάση αυτή οδήγησε εκ νέου σε κλιμάκωση και τελικά σε πλήρη ρήξη με την Εκκλησιαστική Επιτροπή του Μητροπολιτικού Ναού.
Η αποκατάσταση
Το 2022 ο Μητροπολίτης εξέδωσε Αρχιερατική Πράξη, με την οποία διακήρυξε ρητώς ότι τα ακίνητα και οι χώροι του εξωκλησιού ανήκουν στον Μητροπολιτικό Ναό και όχι σε κάποια Μονή. Διορίστηκε νέα επιτροπή διαχείρισης, με σκοπό την εφαρμογή της απόφασης αυτής και την αποκατάσταση της κανονικότητας. Ωστόσο, σύμφωνα με τα καταγγελλόμενα, ο πρώην πρόεδρος της επιτροπής αρνήθηκε να συνδράμει, δεν υπέγραψε τα πρακτικά, δεν συνεργάστηκε με τα υπόλοιπα μέλη και συνέχισε να φέρει αντιρρήσεις, ακόμη και στο Κτηματολόγιο, όπου υπέβαλε ένσταση κατά των τελικών εγγραφών, παρότι αυτές ενσωμάτωσαν πλήρως την Αρχιερατική Απόφαση.
Η υπόθεση παραμένει ανοιχτή στα χέρια της Δικαιοσύνης.