Οριστικό τέλος σε μια πρωτοφανή αντιδικία μεταξύ υπαλλήλων δημόσιας υπηρεσίας με τον προϊστάμενό τους, τον οποίο είχαν εσφαλμένα καταγγείλει για υποκλοπή τηλεφωνικών και άλλων συνδιαλέξεών τους, δόθηκε χθες από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ρόδου.
Στο εδώλιο αντιµέτωποι µε τις κατηγορίες της ψευδορκίας, της ψευδούς καταµήνυσης και της συκοφαντικής δυσφήµισης κάθισαν, µε απευθείας κλήση της Εισαγγελίας Πληµµελειοδικών Ρόδου, 5 κάτοικοι της Ρόδου, ένας κάτοικος σήμερα Αιτωλοακαρνανίας και ένας κάτοικος σήμερα Μεσολογγίου, που είχαν καταγγείλει τον προϊστάµενό τους.
Με την έναρξη της διαδικασίας οι αντίδικες πλευρές γνωστοποίησαν ότι έχουν δοθεί αμοιβαίες εξηγήσεις και ότι επιθυμούν να πάψει η μεταξύ τους δικαστική διένεξη.
Σε δήλωσή τους οι κατηγορούμενοι εξήγησαν ότι δεν είχαν καμία πρόθεση να βλάψουν την τιμή και υπόληψη του προϊσταμένου τους, ότι αναγνωρίζουν τη μόρφωση και το ήθος του και ότι ζητούν συγγνώμη γιατί ό,τι έγινε, έγινε εκ παραδρομής.
Ο μηνυτής από την άλλη δέχτηκε τη συγγνώμη των κατηγορούμενων και δήλωσε ότι τους υπολείπεται.
Και οι δύο πλευρές παραιτήθηκαν εξάλλου και από τις αστικές αξιώσεις, που πηγάζουν από την ίδια ένδικη διαφορά.
Οι κατηγορούμενοι είχαν ισχυριστεί συγκεκριµένα σε καταθέσεις αλλά και σε µήνυσή τους ότι ο προϊστάµενος της δηµόσιας υπηρεσίας είχε παγιδεύσει τα τηλέφωνά τους, µε αποτέλεσµα να γνωρίζει ανά πάσα στιγµή ποιος µιλούσε µε ποιον και το περιεχόµενο της συζήτησης.
Τον προϊστάµενο καταµήνυσαν τρεις υπάλληλοι που είχαν υποστηρίξει, µεταξύ άλλων, ότι ο πρώην εισαγγελέας Πληµµελειοδικών Ρόδου κ. Γ. Οικονόµου, τους είχε επιβεβαιώσει τη βασιµότητα της καταγγελίας, ότι δηλαδή όλος ο χώρος της υπηρεσίας είχε παγιδευτεί από τον µηνυόµενο, ύστερα από εισαγγελικό έλεγχο που διενήργησε ο ίδιος.















