Καταλογισμός “μαμούθ” για ελλείμματα στο Παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου

Mε την υπ΄αριθμ. 542/2013 απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου απορρίφθηκε η αίτηση ενός κατοίκου της Ρόδου, υπαλλήλου του Υπουργείου Πολιτισμού, για αναίρεση της 350/2008 απόφασης του ΙV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου με την οποία καταλογίστηκε ποσό μαμούθ για ελλείμματα που προέκυψαν μετά από έλεγχο στη διαχείριση του παλατιού του Μεγάλου Μαγίστρου στη Μεσαιωνική Πόλη.
Με την από 17 Δεκεμβρίου 2002 απόφαση συγκεκριμένα του Διοικητικού Συμβουλίου (Δ.Σ.) του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων (Τ.Α.Π.) καταλογίστηκε ο μόνιμος υπάλληλος του Υπουργείου Πολιτισμού, του Κλάδου ΔΕ22 Φύλαξης – Πληροφόρησης, ως διαχειριστής εισιτηρίων και πωλητέων ειδών στο Καστέλλο, με το ποσό των 172.273,35 ευρώ (¤) λόγω ισόποσου ελλείμματος που φέρεται ότι προέκυψε στη διαχείρισή του κατά τα χρονικά διαστήματα από 15.2.2000 μέχρι 14.8.2002, όσον αφορά τη διαχείριση εισιτηρίων και από 2.12.1992 μέχρι 26.9.2002, ως προς τα υπόλοιπα πωλητέα είδη.
Με την 350/2008 απόφαση του ΙV Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου απορρίφθηκε ως αβάσιμη έφεση του αναιρεσείοντος κατά της ανωτέρω καταλογιστικής απόφασης.
Ο υπάλληλος επικαλέστηκε στη συνεδρίαση της Ολομέλειας μεταξύ άλλων ότι ο έλεγχος που διεξήχθη από τους Επιθεωρητές του Τ.Α.Π. ήταν πλημμελής, διότι προηγήθηκε ο εσφαλμένος και πλημμελής έλεγχος από την 4η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων (Ε.Β.Α.), ο οποίος είχε ως αποτέλεσμα την εξαγωγή πλασματικών και διαβλητών πορισμάτων, προσθέτοντας επιπλέον ότι η απόφαση καταλογισμού του είναι αντιφατική, διότι, ενώ δέχεται ότι η καταλογιστική απόφαση στηρίχθηκε αποκλειστικά στο διενεργηθέντα από τους επιθεωρητές του Τ.Α.Π από 25.9.2002 έλεγχο, εντούτοις διαλαμβάνει ό,τι κατά την παράδοση της διαχείρισης στις 14.8.2002, χρονικό σημείο προγενέστερο της έναρξης του ως άνω ελέγχου.
Με το 3242/2-12-1992 έγγραφο του προϊσταμένου της ΚΒ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου, που κοινοποιήθηκε στο Τ.Α.Π. στις 14.12.1992, μετά από ενημέρωση και των αρμοδίων ελεγκτών του Τ.Α.Π., ορίστηκαν οι διαχειριστές εισιτηρίων και λοιπών πωλητέων ειδών των μουσείων και αρχαιολογικών χώρων υπαγόμενων στην αρμοδιότητα της Εφορείας αυτής. Ο συγκεκριμένος υπάλληλος του Υπουργείου Πολιτισμού, φύλακας αρχαιοτήτων του κλάδου ΔΕ22, ορίστηκε διαχειριστής. Με την ιδιότητα αυτή διαχειριζόταν τα εισιτήρια και λοιπά πωλητέα είδη του εν λόγω αρχαιολογικού χώρου – μουσείου με την παρεπόμενη υποχρέωση να εισπράττει υπέρ του Τ.Α.Π. και να αποδίδει σε αυτό τα έσοδα από τις πωλήσεις εισιτηρίων και ειδών.
Η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου απέρριψε τους ισχυρισμούς του και θεωρεί ότι η απόφαση με την οποία είχε απορριφθεί η έφεσή του κατά της αρχικής καταλογιστικής πράξης είναι ειδικώς, πλήρως και σαφώς αιτιολογημένη ως προς την ύπαρξη του ελλείμματος και την ευθύνη του.
Σημειώνεται ότι δεν πρέπει να ελήφθη υπόψη από την Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου το γεγονός ότι ο ίδιος υπάλληλος έχει κριθεί αθώος διάπραξης του αδικήµατος της υπεξαίρεσης στην υπηρεσία ποσού ιδιαιτέρως µεγάλης αξίας που υπερβαίνει τα 15.000 ευρώ από το Τριµελές Εφετείο Δωδεκανήσου επί κακουργηµάτων και το γεγονός ότι προέκυψε, πως χρησιµοποιήθηκε ως το “εξιλαστήριο θύµα” για να δικαιολογηθεί η “κακοδαιµονία” που επικρατούσε στην οικονοµική διαχείρηση και στη φύλαξη των προς πώληση ειδών και εισιτηρίων του παλατιού του Μεγάλου Μαγίστρου στη Ρόδο.
Σύµφωνα µε το κατηγορητήριο είχε υπεξαιρέσει συνολικά το ποσό των 172.273,35 ευρώ. Κατηγορήθηκε συγκεκριµένα ότι φρόντισε να µην τηρεί την κανονική σειρά των εισιτηρίων κατά τη διάθεσή τους στους επισκέπτες, πωλώντας εισιτήρια από διαφορετικές σειρές και µη αποδίδοντας τις εισπράξεις από αυτά, περαιτέρω δε εµφάνιζε ψευδώς ότι υπήρχαν αποθέµατα διαφόρων βιβλίων τα οποία εκτίθεντο προς πώληση αποκρύπτοντας ότι τα αποθέµατα ήταν µηδενικά, µη εκδίδοντας αποδείξεις για την πώληση αυτών και ιδιοποιούµενος παράνοµα τις εισπράξεις από την πώλησή τους.
Από την ακροαµατική διαδικασία προέκυψαν ωστόσο βάσιµες αµφιβολίες για τη διάπραξη των αδικηµάτων τα οποία του αποδόθηκαν ενώ σηµειώνεται ότι το ΤΑΠΑ δεν παρέστη στη δίκη ως πολιτική αγωγή.
Συγκεκριµένα, όπως προέκυψε, ο συγκεκριµένος υπάλληλος εκτελούσε συνήθως την δεύτερη βάρδια στη υπηρεσία και δεν είχε την αποκλειστική ευθύνη για την πώληση εισιτηρίων και ειδών, ενώ παραπέρα αποδείχτηκε ότι δεν ήταν ο µόνος που είχε κλειδιά της αποθήκης των προς πώληση ειδών αλλά κι άλλοι οι οποίοι είχαν πρόσβαση σ’ αυτή.
Πέραν των ανωτέρω επίσης προέκυψε ότι κατά τη διενέργεια σχετικής επιθεώρησης (της πρώτης που έγινε από το ΥΠΠΟ µετά από 10 χρόνια διαχείρισης) αποδόθηκαν στον κατηγορούµενο υπεξαιρέσεις χρηµάτων από εισιτήρια τα οποία είχαν χαθεί κατά τη διαδικασία αντικατάστασής τους από δραχµές σε ευρώ. Του αποδόθηκε συγκεκριµένα η ευθύνη για τη µη καταβολή του αντίτιµου 5.000 περίπου εισιτηρίων τα οποία ωστόσο δεν του είχαν χρεωθεί και χάθηκαν από το ΥΠΠΟ όταν έγινε η διαδικασία αντικατάστασής τους στο σύστηµα του ευρώ.
Ο κατηγορούµενος σε ανύποπτο χρόνο είχε ενηµερώσει την προϊσταµένη του ότι είχε παρακρατήσει 19956 ευρώ από το ταµείο για να αντιµετωπίσει µια έκτακτη οικογενειακή του ανάγκη τα οποία όµως επέστρεψε στο ταµείο.
Ο λόγος αυτός ήταν και εκείνος που δηµιούργησε τις συνθήκες για να του “φορτώσουν” όλο το έλλειµµα ή το δήθεν έλλειµµα στην οικονοµική διαχείριση του «Καστέλλο».
Στην απολογία του µάλιστα επεσήµανε ότι δεν είχε καµία ενηµέρωση από το ΤΑΠΑ για τον τρόπο που έπρεπε να γίνεται η διαχείριση ενώ τόνισε ότι κλειδιά της αποθήκης τα είχαν ακόµη 2 συνάδελφοί του.

Ο έλεγχος µάλιστα γινόταν σύµφωνα µε τις διαβεβαιώσεις των συναδέλφων του που ο ίδιος δεχόταν καλόπιστα. Υποστήριξε ακόµη ότι σε κάθε περίπτωση ο ίδιος κατέθετε κανονικά τις εισπράξεις από τις πωλήσεις παρά το γεγονός ότι δεν είχε στη διάθεσή του λογιστή για να ελέγχει τις καταστάσεις και τις εισπράξεις. Αρνήθηκε ακόµη την αξιοπιστία των οικονοµικών – διαχειριστικών ελέγχων που διενεργήθηκαν και το πόρισµα της επιτροπής του ΤΑΠΑ αµφισβητώντας παράλληλα και τον καταλογισµό σε αυτόν των ευθυνών για τα ελλείµµατα που προέκυψαν.