Αφέθηκε ελεύθερος χωρίς όρους μέλος εκκλησιαστικής επιτροπής

Ελεύθερος χωρίς όρους αφέθηκε χθες, μετά την απολογία του, με ομόφωνη απόφαση Ανακριτή και Εισαγγελέα, ένας κάτοικος Ρόδου, μέλος εκκλησιαστικής επιτροπής του ιερού ναού Αγίων Αναργύρων, που κατηγορείται για υπεξαίρεση αντικειµένου ιδιαιτέρως µεγάλης αξίας από διαχειριστή ξένης περιουσίας και απάτη κατ’ επάγγελµα και κατά συνήθεια που το συνολικό όφελος ή η συνολική ζηµία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ.
Όπως έγραψε η “δ”, στον Ιερό Ναό Αγίων Αναργύρων πόλεως Ρόδου ορίσθηκε ιερέας που προέβη σε καταγγελίες για οικονοµικές ατασθαλίες. Ο ιερέας, κατήγγειλε ότι οι επίτροποι του Ιερού Ναού διαχειρίζονταν τις οικονοµικές υποθέσεις του ναού υπό καθεστώς πλήρους αδιαφάνειας και συγκεκριµένα ότι δεν του επέδειξαν ποτέ τα βιβλία και στοιχεία του ιερού Ναού ούτε τα οικεία βιβλιάρια καταθέσεων, ότι την καταµέτρηση των εσόδων του παγκαριού την έκαναν κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας, µε προφανή στόχο να µην παρίσταται κατ’ αυτήν ο ίδιος και επίσης ότι κατά τα ένδεκα προηγούµενα του 2004 έτη δεν προσκοµίσθηκαν τα ως άνω βιβλία και στοιχεία για έλεγχο στα αρµόδια προς τούτο όργανα της Ιεράς Μητροπόλεως Ρόδου, ενώ εξάλλου κατά την προηγηθείσα του ιδίου έτους τριετία δεν καταβλήθηκαν οι αναλογούσες εισφορές στην Ιερά Μητρόπολη, τα λεγόµενα «τρίµηνα».
Αφησε δε αιχµές εις βάρος δύο επιτρόπων για πιθανή υπεξαίρεση χρηµατικών ποσών από τα παγκάρια του προκείµενου Ναού, χωρίς πάντως ειδικότερο προσδιορισµό.
Απολογούμενος ενώπιον του κ. Ανακριτή ο κατηγορούμενος χαρακτήρισε τα όσα του αποδίδονται απολύτως αβάσιμα και ανυπόστατα.
Όπως τόνισε, ο ιερέας άφησε υπονοούμενα σε βάρος του και σε βάρος έτερου μέλους της εκκλησιαστικής επιτροπής του Ιερού Ναού Αγίων Αναργύρων και χαρακτήρισε τους ισχυρισμούς του αυτούς “ψεύδη και συκοφαντίες” προσθέτοντας ότι προσπαθεί με τον τρόπο αυτό να “καλύψει τις δικές του ατασθαλίες, την επιθετική και δεσποτική συμπεριφορά του, αλλά και την επιθυμία του να έχει αυτός την αποκλειστική διαχείριση των χρημάτων του ναού”.
Μεταξύ άλλων ανέφερε ότι ο ιερέας προσπαθώντας να στηρίξει κατηγορίες σε βάρος μελών της εκκλησιαστικής επιτροπής για κλοπές χρημάτων και υπεξαιρέσεις, άρχισε να παριστάνει τον αστυνομικό στον χώρο της Εκκλησίας τοποθετώντας σημαδεμένα χαρτονομίσματα, προσπαθώντας με αυτό τον τρόπο να εντοπίσει τους πιθανούς, υποτίθεται κλέφτες.
Ισχυρίστηκε παραπέρα ότι τον Ιούλιο του 2001 με την πρόφαση της μετάβασής του στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ο ιερέας απέσπασε με την ολόψυχη συμφωνία των μελών της εκκλησιαστικής επιτροπής το ποσό των 300.000 δραχμών από το ταμείο του Ναού για να τα αποδώσει στον ίδιο τον Οικουμενικό Πατριάρχη ως δώρο της Ενορίας. Για τα χρήματα αυτά συνετάχθη από τα μέλη της Εκκλησιαστικής Επιτροπής η από 8-7-2001 επιστολή προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη, υπογεγραμμένη από τα μέλη της Επιτροπής.
Ωστόσο τα χρήματα αυτά, όπως ισχυρίζεται, ποτέ δεν έφτασαν στον προορισμό τους. Η Επιτροπή επικοινώνησε επανειλημμένως τόσο τηλεφωνικώς όσο και προσωπικώς, ακόμα δε και γραπτώς, με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, προκειμένου να εξεύρουν τελικά τον παραλήπτη του ανωτέρω χρηματικού ποσού.
Ο κατηγορούμενος τόνισε ότι ο ιερέας κλήθηκε από τον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Φιλαδελφείας, για να δώσει εξηγήσεις για την τύχη αυτών των χρημάτων και δεν μπόρεσε να δώσει πειστικές απαντήσεις.
Ο κατηγορούμενος προέβη και σε άλλες εξαιρετικά σοβαρές καταγγελίες απολογούμενος, ενώ τόνισε, ότι από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο σε βάρος του, ότι δήθεν υπεξαίρεσε το οποιοδήποτε ποσό χρημάτων από το ταμείο του Ιερού Ναού Αγίων Αναργύρων, κατά το χρονικό διάστημα που ήταν μέλος της Εκκλησιαστικής Επιτροπής.
Η όλη ιστορία σχετικά με τον Ιερό Ναό Αγίων Αναργύρων έχει θεμελιωθεί, όπως επεσήμανε, σε φήμες και διαδόσεις, ωστόσο οι φήμες και διαδόσεις δεν επιτρέπεται και δεν μπορούν να θεμελιώσουν κατηγορία σε βάρος προσώπου και μάλιστα κατηγορία κακουργηματικού χαρακτήρα.
Τον κατηγορούμενο εκπροσώπησε ο δικηγόρος κ. Δημήτρης Γεωργάς.