Και νέα διάσταση προσλαμβάνει η εξαιρετικά απίθανη υπόθεση συμβασιούχου που φέρεται να απασχολείται χωρίς μισθό, από τον Μάρτιο του 2013, στη ΔΕΥΑ Ρόδου και μάλιστα σε θέση ευθύνης.
Η συμβασιούχος που όφειλε μετά την έκδοση απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, τον Φεβρουάριο του 2013, να έχει παυθεί από τα καθήκοντά της όχι μόνο εργάζεται αλλά έχει χάσει τελεσιδίκως με απόφαση του Εφετείου Δωδεκανήσου, την 4η Απριλίου 2012, αγωγή με την οποία επεδίωκε τη μετατροπή της σύμβασής της σε αορίστου χρόνου. Το πρωτοδικείο μάλιστα από το έτος 2010 είχε κρίνει ότι η σύμβασή της δεν μπορεί να μετατραπεί σε αορίστου χρόνου.
Η συμβασιούχος δηλαδή απασχολείται ατύπως επί σειράν μηνών στην επιχείρηση, που κρατά την συγκεκριμένη υπόθεση ως και δεκάδες άλλες που αφορούν συμβασιούχους ως… “ζητήματα ιδιαίτερων χειρισμών” από τη διοίκηση.
Όπως έγραψε η “δ”, η διοίκηση της ΔΕΥΑΡ έχει αναγνωρίσει με απόφασή της ότι 100 περίπου συμβασιούχοι επιχειρήσεων ύδρευσης και αποχέτευσης των καποδιστριακών δήμων, πριν την ενοποίησή τους σε μια επιχείρηση δυνάμει του καλλικράτη, έχουν τις προυποθέσεις για τη μετατροπή των συμβάσεών τους σε αορίστου χρόνου και παρότι δεν έχει εξασφαλιστεί η αναγνώριση τέτοιας απόφασης ως σύννομης αρμοδίως, αφήνει την εκκρεμότητα να διαιωνίζεται…
To Eφετείο Δωδεκανήσου επιλήφθηκε συγκεκριμένα της από 10 Μαΐου 2010 αγωγής της συγκεκριμένης υπαλλήλου και ακόμη ενός. Η υπάλληλος εξέθεσε ότι προσελήφθη από τη ΔΕΥΑΡ με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ως γραμματέας στο πρωτόκολλο της επιχείρησης και για το χρονικό διάστημα από 2 Μαΐου 2006 έως 19 Ιουλίου 2010 συνολικά. Τις ως άνω συμβάσεις κατ’ επίφαση η ΔΕΥΑΡ χαρακτήριζε ως συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, διότι από την έναρξη των εργασιακών τους σχέσεων εργάζονταν χωρίς διακοπή καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες της και συνεπώς επρόκειτο για όσους λόγους αναφέρονται στην αγωγή για μια ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου. Για τους λόγους αυτούς ζήτησε να αναγνωριστεί ότι η σχέση εργασίας της είναι σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και να υποχρεωθεί η ΔΕΥΑΡ να αποδέχεται την εργασία που απορρέει απ’ αυτήν, καταβάλλοντας τις νόμιμες αποδοχές της.
Επί της αγωγής αυτής το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 195/2010 οριστική απόφασή του, με την οποία την απέρριψε ως μη νόμιμη.
Το Εφετείο Δωδεκανήσου απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη κρίνοντας ότι η σύμβαση εργασίας της υπαλλήλου συνήφθη ως ορισμένου χρόνου κατ’ επιταγή των προαναφερομένων διατάξεων του Συντάγματος και του άρθρου 21 του ν. 2190/1994, βάσει των οποίων απαγορεύεται η μετατροπή τους σε συμβάσεις αορίστου χρόνου ενώ έκρινε περαιτέρω ότι δεν συντρέχουν στην προκειμένη περίπτωση και οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ΠΔ 164/2004.
Η υπάλληλος φέρεται να επανήλθε με αίτηση ασφαλιστικών μέτρων που υπέβαλε το 2013 και εξέθεσε ότι δυνάμει συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, προσελήφθη από τη ΔΕΥΑΡ, για να προσφέρει τις υπηρεσίες της, τις οποίες προσέφερε μέχρι τις 27 Ιουνίου 2011, καθώς η σύμβαση εργασίας της, η οποία με απόφαση του Δ.Σ. το έτος 2011 είχε μετατραπεί σε αορίστου χρόνου, κατ’ ουσία καταγγέλθηκε, χωρίς να γίνει αυτό εγγράφως και χωρίς να καταβληθεί στην ίδια η νόμιμη αποζημίωση.
Το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου με απόφαση που έλαβε την 21η Φεβρουαρίου 2013 έκρινε ωστόσο ότι η αρχική πρόσληψη έγινε στις 2 Μαΐου 2006, ήτοι μετά την έναρξη ισχύος των άρθρων 5 και 11 του ΠΔ 164/2004 (19-7-2004), συνεπώς η μετατροπή της εργασιακής της σχέσης σε σχέση εργασίας αορίστου χρόνου δεν ήταν νόμιμη.
Από την πλευρά της προσκομίζεται απόσπασμα από τα πρακτικά συνεδρίασης του Δ.Σ. της ΔΕΥΑΡ, με το οποίο ο πρόεδρος του Δ.Σ. πρότεινε (και το Δ.Σ. ενέκρινε) τη μεταφορά των εκεί αναφερομένων μελών του προσωπικού των συγχωνευομένων Δημοτικών Εγχειρήσεων Υδρευσης Αποχέτευσης της νήσου Ρόδου (μεταξύ των οποίων και η αιτούσα), στην ενιαία πλέον ΔΕΥΑΡ με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου.
Το δικαστήριο έκρινε ότι δεν υπήρχε νόμιμη δυνατότητα τέτοιας μετατροπής και επομένως το αίτημα να αναγνωριστεί η σχέση εργασίας, που συνδέει τους διαδίκους είναι αυτή του αορίστου χρόνου, καθώς και οι αιτιάσεις της περί ακυρότητας της καταγγελίας της εργασιακής της σχέσης είναι αβάσιμες και απορριπτέες.
Περαιτέρω κρίθηκε ότι το αίτημα να υποχρεωθεί προσωρινά η ΔΕΥΑΡ να αποδέχεται τις υπηρεσίες της είναι μη νόμιμο και απορριπτέο, αφού οδηγεί σε ανεπίτρεπτη ικανοποίηση του ασφαλιστέου ουσιαστικού δικαιώματός της.
https://www.dimokratiki.gr/arxeio/den-dikeothike-dikastika-simvasiouchos-tis-devar/














