«Εχει παραλύσει το σύστημα ορθής απονομής της δικαιοσύνης»

Από τον γνωστό δικηγόρο κ. Βίκτορα Μας, μας απεστάλη προς δημοσίευση η ακόλουθη ενδιαφέρουσα επιστολή:
Κύριε διευθυντή,
Καθώς φτάσαμε στην 7η Ιουλίου, ημέρα κατά την οποία κρίνεται από τη συνεδρίαση της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων, σε μεγάλο βαθμό το μέλλον της αποχής των δικηγόρων, ως τρόπου αντίδρασης του δικηγορικού κόσμου της χώρας στις διατάξεις του περίφημου Μνημονίου Κατανόησης, που υπέγραψε η Ελλάδα με τους δανειστές της (Δ.Ν.Τ και Κύριος οίδε με ποιον άλλο), θα ήθελα να καταθέσω προς δημοσίευση στην εφημερίδα σας τις απόψεις μου, σχετικά με τον τρόπο του αγώνα που επιλέχθηκε αλλά και με το προσδοκώμενο αποτέλεσμα αυτού, σε σχέση με τα χρονίζοντα και πραγματικά προβλήματα της δικηγορίας, που ξαφνικά, εξαιτίας της τρέχουσας συγκυρίας, έγιναν επίκαιρα.
Η αποχή από τα καθήκοντα των δικηγόρων, ως μέσου αντίδρασης στις διατάξεις του Μνημονίου, που φέρεται να αφορούν στο άνοιγμα του δικηγορικού λειτουργήματος, μόνο τα συμφέροντα των δικηγόρων δεν ωφελεί, χωρίς να αποκλείεται ορισμένα μεγάλα δικηγορικά γραφεία να αντλούν περίσσεια οικονομική ωφέλεια από αυτήν, σε βάρος της ορθής και δίκαιης απονομής δικαιοσύνης.
Είναι γνωστό, ότι η Δικαιοσύνη στην Ελλάδα, για λόγους για τους οποίους δεν είναι υπεύθυνοι αποκλειστικά και μόνο οι δικηγόροι ή οι Σύλλογοί τους, πάσχει και στην ταχύτητα και στην ορθότητα απονομής της και αυτό το αντιλαμβάνονται εδώ και πολλά χρόνια στην καθημερινότητά τους όλοι οι πολίτες αυτής της χώρας.
Όπως επίσης είναι γνωστό, κυρίως στους «παροικούντες την Ιερουσαλήμ» του δικηγορικού χώρου, ότι τα τελευταία δέκα κυρίως χρόνια, έχουν επισωρευθεί πολλά προβλήματα στην άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος, η μη επίλυση των οποίων, εξαιτίας της ανεξήγητης αδράνειας και ανερμάτιστης πολιτικής της Ολομέλειας των Δικηγορικών Συλλόγων, είχε σαν συνακόλουθο αποτέλεσμα την παράλυση του συστήματος ορθής απονομής δικαιοσύνης στη χώρα μας, αφού όλο το βάρος έπεσε στον ώμο των δικαστών ενώ παράλληλα ο δικηγόρος έχασε απέναντι στην κοινωνία στο μέγιστο βαθμό το ρόλο που του επιβάλλει ο συνταγματικός νομοθέτης: να συλλειτουργεί με το δικαστή στην απονομή της δικαιοσύνης και τονίζω προς αποφυγή παρανόησης: όχι να ελέγχει, μόνο να συλλειτουργεί.
Έτσι τα τελευταία χρόνια, παρατηρήθηκε το φαινόμενο, βαθμιαία, οι δικηγόροι να μετατραπούν από συλλειτουργούς και συμπαραστάτες στην απονομή δικαιοσύνης, όπως τους ήθελε ο συνταγματικός νομοθέτης, σε απλούς παρόχους υπηρεσιών, στο πλαίσιο ενός αχαλίνωτου κι ανελεύθερου -για την ακρίβεια- ανταγωνισμού, που εγκαινίαζε δυστυχώς μια εποχή απονομής δικαιοσύνης στα πρότυπα και στη λογική του σούπερ μάρκετ αντί του δικαίου, που πηγάζει μόνο από το Νόμο και κρίνεται κατά την αμερόληπτη κρίση του φυσικού δικαστή.
Οι συνθήκες αυτές του αθέμιτου ανταγωνισμού, ασφαλώς δεν άφησαν έξω και τον Δικηγορικό Σύλλογο Ρόδου, καθώς τα τελευταία χρόνια παρατηρήθηκαν απίστευτα φαινόμενα αθέμιτου ανταγωνισμού σε βάρος της πλειοψηφίας των συναδέλφων, όπως διορισμοί συναδέλφων γόνων πρώην και νυν δημάρχων σε δημόσιους οργανισμούς, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, υπηρεσίες και στους ίδιους τους Δήμους, που γεννούν στον κόσμο έντονα ερωτηματικά αναφορικά τόσο με τις προϋποθέσεις και την νόμιμη διαδικασία διορισμού τους όσο και για την πείρα που απαιτούν οι κείμενες διατάξεις του νόμου για την κατάληψη ανάλογων θέσεων.
Σε αυτά πρέπει να προστεθούν ο υπερβολικός σε σχέση με τις ανάγκες και τις αντοχές της αγοράς, αριθμός δικηγόρων, φαινόμενο που εκτός του ότι ανατρέπει το νόμο προσφοράς – ζήτησης που κινεί την αγορά, είναι ταυτόχρονα και επιζήμιο για το σύνολο σχεδόν των δικηγόρων, αφού η πλειοψηφία των νομικής φύσης υποθέσεων της τοπικής κοινωνίας, συγκεντρώνεται στα χέρια ενός πραγματικά και προκλητικά μικρού αριθμού συναδέλφων, που στατιστικά δεν ξεπερνά το 1/5 του συνόλου, συχνά με μεθοδεύσεις που γεννούν ερωτηματικά δεοντολογίας και ηθικής.
Αναρωτιέται όμως κανείς τί γίνεται με τα λοιπά 4/5; Με ποιες προϋποθέσεις θα μπορέσουν αυτοί που συμμετέχουν σε αυτή τη συντριπτική πλειοψηφία να βελτιώσουν τις συνθήκες ανταγωνισμού και να οδηγηθούμε σε εκπλήρωση του συνταγματικού ρόλου μας, σε βελτίωση της εικόνας μας προς την κοινωνία και στη βελτίωση της οικονομικής μας κατάστασης;
Έτσι χάσαμε την υποστήριξη της κοινωνίας και απαξιωθήκαμε σε μεγάλο βαθμό, όχι μόνο σε τοπικό αλλά και σε πανελλαδικό επίπεδο, από ενέργειες και παραλείψεις μας αλλά και από μια ανεξήγητη στάση ουδετερότητας ή διστακτικής αντιμετώπισης, που κράτησαν κατά καιρούς τα αρμόδια όργανα διοίκησης του Συλλόγου στα ζητήματα αυτά, για τα οποία βοούσε και βοά όλη η συνειδητοποιημένη τοπική κοινωνία.
Μήπως με αυτό τον τρόπο ανοίξαμε και την κερκόπορτα για να μπει στις υποθέσεις μας και να «φροντίσει» για την επίλυση των προβλημάτων μας η κυρία Μέρκελ, η Τρόικα, το Μνημόνιο και να συζητάμε σήμερα σε όλους τους τόνους πώς θα αποφύγουμε κάτι επιζήμιο που ήδη έρχεται και βοηθήσαμε να μπει στη ζωή μας;
Και αυτό που ήρθε δεν ήταν τίποτα άλλο από μια αντισυνταγματική πολιτική δέσμευση σε βάρος μας, που υποθηκεύει το μέλλον όλων των δικηγόρων σαν επαγγελματιών, ενώ παράλληλα κλείνει επιδεικτικά το μάτι στην παροχή δικαιοσύνης τύπου σούπερ μάρκετ ή φεουδαρχικών προτύπων, προς όφελος μόνο των λίγων και ισχυροτέρων και γράφει στα παλιά της τα παπούτσια το Σύνταγμα και τους θεσμούς για τους οποίους μάτωσε επί χούντας μια ολόκληρη γενιά.
Στο σημείο αυτό να αναφέρω πως έχει ορθά επισημανθεί και νομικά ότι στην ουσία το Μνημόνιο, κακώς, παράνομα, αυθαίρετα και αντισυνταγματικά υπάγει τους δικηγόρους στα κλειστά επαγγέλματα, που καλείται η Ελλάδα να ανοίξει, γιατί προφανώς ο συντάκτης της ευρωπαϊκής οδηγίας στην οποία αυτό στηρίχθηκε, αγνοεί ότι κατά το ελληνικό σύστημα η απονομή δικαιοσύνης παρέχεται από τους δικαστές με τη συμπαράσταση και των δικηγόρων, σε σχέση συλλειτουργίας, αντίθετα με τα αγγλοσαξωνικά δίκαια, που δέχονται τον απόλυτα κυριαρχικό ρόλο του δικαστή. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι δικηγόροι δεν είναι απλοί ελεύθεροι επαγγελματίες ούτε πάροχοι υπηρεσιών, όπως σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη ή άλλα επαγγέλματα (όπως για παράδειγμα οι λογιστές), αλλά δημόσιοι λειτουργοί, ο ρόλος των οποίων προσδιορίζεται αυστηρά στην βοήθεια προς τον φυσικό δικαστή να απονείμει δικαιοσύνη στα αντιδικούντα μέρη κατά περίσταση, με τη λήψη αμοιβής από τον εντολέα του, η οποία προσδιορίζεται κατά ελάχιστο όριο.
Δηλαδή με λίγα λόγια συζητάμε με γενικές συνελεύσεις κατά τόπους και σε Ολομέλεια για ένα ζήτημα, που τυπικά δεν αφορά το επάγγελμά μας αλλά αναφέρεται σε αυτό, τη στιγμή που τόσο το Σύνταγμα όσο και άλλες προγενέστερες οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μας εξαιρούν από τα κλειστά επαγγέλματα γιατί μας επιφυλάσσουν το ρόλο του δημόσιου λειτουργού σε εναρμόνιση με το Σύνταγμα.
Πιστεύω ακράδαντα ότι μπορεί σήμερα στις αποφάσεις της Ολομέλειας να προτάχθηκε ως πρωταρχικό όλων των θεμάτων το ζήτημα της μη κατάργησης της ελάχιστης αμοιβής, αλλά μοναδική ελπίδα να έχουμε θετική έκβαση στον αγώνα μας, είναι να κερδίσουμε την κοινωνία και αυτό πρακτικά θα γίνει μόνο αν μαζί με αυτό το βασικό, προταχθούν σε δημόσια συζήτηση με την πολιτική ηγεσία της Δικαιοσύνης και τα χρονίζοντα όχι μόνο οικονομικά, όπως γραμμάτιο προείσπραξης αμοιβής αλλά και τα θεσμικά προβλήματα της δικηγορίας, που όσο διαιωνίζονται την υποβαθμίζουν και τη ναρκοθετούν στο μέλλον, όπως ο υπερπληθωρισμός των δικηγόρων, η ανάγκη ψήφισης νέου Κώδικα Δικηγόρων, αναστολή δικηγορικής ιδιότητας με την κατάληψη δημόσιας θέσης, η ουσιαστική λειτουργία των επιτροπών δεοντολογίας καθώς και η βελτίωση των αντανακλαστικών των διοικητικών συμβουλίων των δικηγορικών συλλόγων σε κραυγαλέες περιπτώσεις αθέμιτου ανταγωνισμού και παράβασης του Νόμου, όπως προκηρύξεις πίσω από κλειστές πόρτες, διορισμοί δικηγόρων με στενή συγγενική σχέση με Δημάρχους και λοιπούς άρχοντες, αδιαφανείς διαδικασίες και μεθοδεύσεις κατευθυνόμενης πελατείας. Δεν είναι κακό κάποιοι να περάσουν και από το γραφείο του Εισαγγελέα και ενδεχομένως αν κριθούν από τη Δικαιοσύνη να χάσουν και την άδεια άσκησης λειτουργήματος. Προτείνω το ταχύτερο δυνατό αντί σύγκλησης ενημερωτικών συνελεύσεων, τη σύγκληση μιας γενικής συνέλευσης που θα εξουσιοδοτεί τον πρόεδρο του δ.σ να φέρει προς συζήτηση στην Ολομέλεια προτάσεις ουσιαστικού περιεχομένου που μαζί με τα οικονομικά ζητήματα θα προτείνονται και σειρά μέτρων για την εξυγίανση των συνθηκών εργασίας του δικηγορικού επαγγέλματος και θα θέτουν τις αναγκαίες ασφαλιστικές δικλείδες που θα εξασφαλίζουν αποκατάσταση συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού και θα θέτουν φραγμό σε παράνομες μεθοδεύσεις, προκηρύξεις θέσεων νομικών συμβούλων πίσω από κλειστές πόρτες, διορισμούς γόνων πρώην και νυν δημάρχων σε δημόσιους οργανισμούς ή Δήμους και κατευθυνόμενη πελατεία. Προτάσεις για ουσιαστική λειτουργία των Επιτροπών Δεοντολογίας και κατοχύρωση του ρόλου του δικηγόρου ως δημόσιου λειτουργού, προκειμένου να αποφύγουμε να γίνουμε υπάλληλοι εταιρειών και να αποτρέψουμε ένα πρωτοφανή στα ιστορικά χρονικά κατήφορο της Δικαιοσύνης, που θα βλάψει όχι τόσο τα δικά μας οικονομικά συμφέροντα αλλά πρωτίστως την ίδια τη Δημοκρατία μας. Τέλος προτείνω τα παραπάνω να αποτελέσουν και αντικείμενο δημόσιας συζήτησης σε τοπικό μέσο ενημέρωσης για να προτάξουμε αυτό το ρόλο του δικηγόρου και προς την κοινωνία, γιατί αυτό το ρόλο έχουμε ορκισθεί να διαφυλάξουμε για την κοινωνία και για το μέλλον μας. Γιατί χωρίς την συμμαχία της κοινωνίας πελαγοδρομούμε. Εμείς διαλέγουμε.

ΒΙΚΤΩΡ Α. ΜΑΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ ΡΟΔΟΥ