Τοπικές Ειδήσεις

Δεύτερη αίτηση αναίρεσης στον Άρειο Πάγο ανοίγει νέο γύρο στη μεγάλη υπόθεση της πρώην Εμπορικής στη Ρόδο

• Η αναίρεση κατατέθηκε στις 29-12-2025 από καταδικασθέντα τραπεζικό υπάλληλο και στοχεύει στην απόφαση 23/2025 του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου, με αιχμές για αιτιολογία, δόλο, αντιφάσεις και ελαφρυντικά, ενώ στην υπόθεση έχουν ήδη καταγραφεί αθωώσεις και μειώσεις ποινών στον δεύτερο βαθμό

Η υπόθεση που στη Ρόδο έχει ταυτιστεί επί σχεδόν 2 δεκαετίες με το αποκαλούμενο σκάνδαλο μαμούθ της πρώην Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, σήμερα Alpha Bank, περνά σε νέο κεφάλαιο, αυτή τη φορά στο επίπεδο του Αρείου Πάγου.
Μετά την ολοκλήρωση της εκδίκασης σε δεύτερο βαθμό τον Απρίλιο του 2025 και τη σημαντική μετατόπιση του δικαστικού αποτυπώματος σε σχέση με τον πρώτο βαθμό, κατατέθηκε δεύτερη αίτηση αναίρεσης, αυτή τη φορά από τον τραπεζικό υπάλληλο που καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης 5 ετών για κακουργηματική απιστία.

Η κατάθεση της δεύτερης αναίρεσης και το διαδικαστικό αποτύπωμα
Η δεύτερη αίτηση αναίρεσης κατατέθηκε για λογαριασμό του καταδικασθέντος συνταξιοούχου τραπεζικού υπαλλήλου που κρατείται στο Κατάστημα Κράτησης Κω.
Η αναίρεση στρέφεται κατά της υπ’ αριθμ. 23/2025 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου Β βαθμού και υποβλήθηκε από τους δικηγόρους Ρόδου κ.κ. Βασίλη Μπέη, Δημήτρη Δημητριάδη και Ακη Δημητριάδη.
Η εικόνα του δεύτερου βαθμού και η νέα αριθμητική της υπόθεσης
Η δεύτερη αναίρεση έρχεται πάνω σε ένα ήδη αναδιαμορφωμένο τοπίο. Στον δεύτερο βαθμό, όπως έχει καταγραφεί, το δικαστήριο έκρινε 5 από τους 8 κατηγορούμενους που άσκησαν έφεση ενόχους, ενώ μία έφεση απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη. Ταυτόχρονα 3 κατηγορούμενοι κρίθηκαν αθώοι, εξέλιξη που άλλαξε το συνολικό αποτύπωμα της υπόθεσης σε σχέση με το πρωτόδικο αποτέλεσμα.
Κομβικό στοιχείο του δεύτερου βαθμού ήταν και η στάθμιση του χρόνου. Αναγνωρίστηκε σε όλους τους καταδικασθέντες το ελαφρυντικό της μη εύλογης διάρκειας της ποινικής διαδικασίας, καθώς και σε 2 το ελαφρυντικό της μετέπειτα καλής συμπεριφοράς. Αυτό δεν λειτούργησε ως τυπική διαπίστωση, αλλά ως σαφές μήνυμα ότι η καθυστέρηση σχεδόν 2 δεκαετιών επηρεάζει πλέον όχι μόνο την κοινωνική πρόσληψη της υπόθεσης, αλλά και τη δικανική στάθμιση στο επίπεδο της ποινής.
Οι ποινές στον δεύτερο βαθμό, όπως αναφέρθηκαν, κινήθηκαν χαμηλότερα από τις πρωτόδικες. Καταγράφηκαν κάθειρξη 6 ετών για έναν κατηγορούμενο και κάθειρξη 5 ετών για 4 ακόμη, με μία περίπτωση κατ’ οίκον έκτισης.

Τι ακριβώς “χτυπά” η αναίρεση
Η δεύτερη αίτηση αναίρεσης, όπως διατυπώνεται, δεν επιχειρεί να ξανακάνει τη δίκη από την αρχή. Στοχεύει στα σημεία που, κατά την υπεράσπιση, επιτρέπουν στον Άρειο Πάγο να ελέγξει αν η απόφαση έχει νόμιμη βάση, αν αιτιολογεί επαρκώς την ενοχή και αν εφαρμόζει σωστά τον νόμο.
Πρώτος άξονας είναι η επίκληση έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Η υπεράσπιση υποστηρίζει ότι το σκεπτικό της απόφασης είναι ελλιπές, ασαφές ή αντιφατικό και ότι παρουσιάζει κενά σε κρίσιμα στοιχεία, όπως το ποιος είχε τελικά τη διαχειριστική εξουσία που απαιτείται για την κατηγορία της απιστίας και πώς θεμελιώνεται η συγκεκριμένη μορφή δόλου που απαιτείται. Σε αυτή τη γραμμή, προβάλλεται ότι άλλα περιγράφονται στο αιτιολογικό για τον ρόλο των εμπλεκομένων στη διαδικασία έγκρισης δανείων και άλλα αποδίδονται στο διατακτικό, με αποτέλεσμα, κατά την υπεράσπιση, να δημιουργείται σύγχυση για την ακριβή βάση της καταδίκης.
Δεύτερος άξονας είναι η λεγόμενη αρνητική υπέρβαση εξουσίας, με αιχμή τη μη αναγνώριση ελαφρυντικού που, κατά την υπεράσπιση, είχε προβληθεί νομίμως και έπρεπε να γίνει δεκτό. Εδώ η αναίρεση επιχειρεί να δείξει ότι το δικαστήριο είτε δεν απάντησε με επάρκεια είτε απέρριψε με τρόπο που δεν στέκει αιτιολογικά έναν αυτοτελή ισχυρισμό, κάτι που μπορεί να ανοίξει πεδίο αναιρετικού ελέγχου.
Τρίτος άξονας είναι η εκ πλαγίου παραβίαση ουσιαστικής ποινικής διάταξης, δηλαδή η θέση ότι η απόφαση δεν επιτρέπει στον Άρειο Πάγο να ελέγξει αν εφαρμόστηκε ορθά ο νόμος, επειδή το πόρισμά της εμφανίζει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά. Το επιχείρημα, με απλά λόγια, είναι ότι ακόμη και αν κάποιος αφήσει στην άκρη το αν τα γεγονότα συνέβησαν έτσι ή αλλιώς, η ίδια η διατύπωση της απόφασης δυσκολεύει τον αναιρετικό έλεγχο, άρα πλήττει τη νομική της σταθερότητα.

Η ειδική στόχευση στην κακουργηματική απιστία και το ζήτημα της ζημίας
Η αναίρεση αφορά καταδίκη για κακουργηματική απιστία, με αναφορά σε συνολική ζημία άνω των 120.000 ευρώ κατ’ εξακολούθηση και με επιβληθείσα ποινή κάθειρξης 5 ετών. Στο κείμενο της έκθεσης αναίρεσης αναπτύσσεται επίσης ως πραγματική βάση της απόφασης ότι η ζημία που αποδόθηκε στη συγκεκριμένη πράξη περιγράφεται σε ύψος 1.826.000 ευρώ, ως σύνολο χορηγηθέντων δανείων που θεωρήθηκαν επισφαλή, με αιτιολόγηση για το γιατί η τράπεζα, κατά τις παραδοχές της απόφασης, δεν μπορεί να ικανοποιηθεί από περιουσιακά στοιχεία ή από την αξία των ακινήτων.
Η υπόθεση ξεκίνησε, όπως έχει καταγραφεί, από καταγγελία στις 26-03-2007 στην Υποδιεύθυνση Δίωξης Οικονομικών Εγκλημάτων, από σύμβουλο της Διεύθυνσης Επιθεώρησης της τότε τράπεζας, με περιγραφές για δανειοδοτήσεις με δικαιολογητικά αμφίβολης γνησιότητας, αμφιβολίες για δηλωθέντα εισοδήματα, εργοδότες, διευθύνσεις διαμονής και μετέπειτα δυσμενή οικονομικά στοιχεία.
Σε αυτό το ιστορικό, η δεύτερη αναίρεση έρχεται να αναδείξει κάτι που επανέρχεται συχνά σε υποθέσεις με τόσο μεγάλη χρονική διάρκεια. Η συζήτηση μετακινείται από το “τι έγινε” στο “πώς κρίθηκε”. Η υπεράσπιση πατά πάνω στη φθορά του χρόνου, στην πολυπλοκότητα των ρόλων μέσα σε τραπεζικές διαδικασίες και στο πώς αποτυπώνονται αυτά σε ένα δικαστικό κείμενο εκατοντάδων σελίδων, όπου μία ασάφεια ή μία αντιφατική διατύπωση μπορεί να αποτελέσει, στον αναιρετικό έλεγχο, σημείο καμπής.

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου