Στον δημόσιο διάλογο, ο όρος «πολιτικό κόστος» χρησιμοποιείται σχεδόν καθημερινά. Αποτελεί το μόνιμο επιχείρημα πολιτικών που καλούνται να υπερασπιστούν αποφάσεις οι οποίες δυσαρεστούν την κοινωνία. Με την επίκληση ότι δεν λειτούργησαν με γνώμονα την εκλογική τους επιβίωση, αλλά με βάση το «συμφέρον της χώρας», προσπαθούν να αποσείσουν ευθύνες και να δικαιολογήσουν μέτρα που, συχνά, αποδείχθηκαν αναποτελεσματικά ή και επιζήμια. Το ερώτημα είναι αν πράγματι το πολιτικό κόστος συνδέεται με αποφάσεις επωφελείς για το κοινωνικό σύνολο ή αν έχει μετατραπεί σε ένα εύηχο άλλοθι για λανθασμένες πολιτικές επιλογές.
Η πρόσφατη ιστορία της Ελλάδας παρέχει πλούσια παραδείγματα. Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, μέτρα που επιβλήθηκαν στο όνομα της «σωτηρίας της χώρας» παρουσιάστηκαν ως σκληρές αλλά αναγκαίες αποφάσεις, απέναντι στις οποίες οι κυβερνώντες δήλωναν αδιάφοροι για το πολιτικό κόστος. Χρόνια αργότερα, οι ίδιοι ή οι διάδοχοί τους αναγνώριζαν ότι αρκετά από αυτά τα μέτρα είχαν αντίθετα αποτελέσματα, επιδεινώνοντας την ύφεση και αυξάνοντας τις κοινωνικές ανισότητες. Η κοινωνία πλήρωσε βαρύ τίμημα, ενώ το υποτιθέμενο «υπερκομματικό καθήκον» συχνά κάλυπτε πολιτικές ανεπάρκειες ή εξυπηρέτηση συγκεκριμένων συμφερόντων.
Η έννοια του πολιτικού κόστους, λοιπόν, δεν είναι ουδέτερη. Αντί να εκφράζει την τόλμη λήψης δύσκολων αλλά ορθών αποφάσεων, πολλές φορές λειτουργεί ως ρητορικό εργαλείο για να δικαιολογήσει λανθασμένες επιλογές ή ιδεοληψίες. Έτσι, η δημόσια συζήτηση μετατοπίζεται από το ουσιαστικό περιεχόμενο των μέτρων στην υποτιθέμενη γενναιότητα εκείνων που τα έλαβαν. Με αυτό τον τρόπο, η κοινωνική δικαιοσύνη μπαίνει στο περιθώριο.
Η δημοκρατία στηρίζεται στην αρχή ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται προς όφελος του συνόλου και με σεβασμό στην κοινωνική ισότητα. Όταν, όμως, πολιτικές επιλογές βαφτίζονται «αναγκαίες» χωρίς να είναι πραγματικά δίκαιες ή αποτελεσματικές, τότε το επιχείρημα της αδιαφορίας για το πολιτικό κόστος έρχεται σε σύγκρουση με το κοινωνικά δίκαιο. Η κοινωνία καλείται να υπομείνει θυσίες χωρίς αντίκρισμα, ενώ οι υπεύθυνοι επικαλούνται έναν υποτιθέμενο ανώτερο στόχο.
Το ζητούμενο δεν είναι να αποφευχθεί το πολιτικό κόστος, αλλά να ληφθούν αποφάσεις που εξυπηρετούν πραγματικά την ευημερία όλων. Το «κόστος» που αξίζει να επωμιστεί ένας πολιτικός είναι εκείνο που προκύπτει από δίκαιες και αποτελεσματικές πολιτικές, ακόμη κι αν προσωρινά προκαλέσουν δυσαρέσκεια. Αντίθετα, η χρήση του όρου ως προπέτασμα για λάθη ή ιδιοτελείς στρατηγικές υπονομεύει τη δημοκρατία και βαθαίνει το χάσμα ανάμεσα σε κοινωνία και εξουσία.
Ίσως, λοιπόν, το ζήτημα δεν είναι το πολιτικό κόστος, αλλά η έλλειψη κοινωνικής δικαιοσύνης. Διότι όταν μια απόφαση είναι δίκαιη, ακόμη κι αν αρχικά προκαλεί αντιδράσεις, στο τέλος αναγνωρίζεται ως σωστή. Όταν όμως είναι άδικη ή αναποτελεσματική, κανένα επικοινωνιακό επιχείρημα περί πολιτικού κόστους δεν μπορεί να τη νομιμοποιήσει.