• Το γλυπτό του Χρήστου Καπράλου αφαιρέθηκε το 1952, «φυλακίσθηκε» στις αποθήκες και μετά από απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας τοποθετήθηκε στο πάρκο της
Eνα «αόρατο» μνημείο στο κέντρο της Ρόδου κρύβει μια άγνωστη ιστορία 70 ετών. Το γλυπτό της «Εθνικής Καρτερίας» του Χρήστου Καπράλου, τοποθετημένο το 1952 μπροστά από το Δημαρχείο, στεκόταν τότε πάνω σε μια μαρμάρινη βάση από το ίδιο ακριβώς μάρμαρο με το δάπεδο της εξέδρας της πλατείας, μια λεπτομέρεια που υπογράμμιζε τον δεσμό του μνημείου με τον χώρο. Παρά ταύτα, το έργο αφαιρέθηκε έπειτα από έντονες αντιδράσεις, χάθηκε στις αποθήκες και δεν επέστρεψε ποτέ στη θέση του.

Η μοναδική φωτογραφία από τα αποκαλυπτήρια, οδήγησε δεκαετίες αργότερα στη δημιουργία ενός ντοκιμαντέρ-έρευνας της Νατάσας Μπιζά, το οποίο παρουσιάζεται στην έκθεση «Changing Grounds» της Εθνικής Πινακοθήκης έως το 2026. Μια ιστορία μνήμης, τέχνης και διαγραφής έρχεται ξανά στο φως. Ο ίδιος ο Καπράλος προσέφυγε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο τον δικαίωσε το 1954, ζητώντας το άγαλμα να «αποφυλακιστεί» και να επανέλθει στην πλατεία του Δημαρχείου. Τελικά, η «Καρτερία» τοποθετήθηκε στο πάρκο απέναντι από τον Δημοτικό Κινηματογράφο «Ρόδον», διηγώντας την… υπομονή της από τους αρμοδίους… αναρμοδίους λογοκριτές τέχνης. Τα βάσανα όμως του γλυπτού του Καπράλου δεν τελειώνουν εδώ, καθώς το 2016 βάνδαλοι βεβήλωσαν με συνθήματα την Καρτερία και η Διεύθυνση Μεσαιωνικής Πόλης και Μνημείων σε συνεργασία με τη συντηρήτρια Νεκταρία Δασακλή ανέλαβαν την αποκατάστασή του.

70 χρόνια μετά, η χαμένη ιστορία του επανέρχεται στο φως
Το ζήτημα απασχόλησε έντονα τον ελληνικό Τύπο της εποχής. Πνευματικοί άνθρωποι συγκρούστηκαν δημόσια, ενώ οι συνεδριάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου Ρόδου φορτίστηκαν πολιτικά και αισθητικά. Η οπτικοακουστική αφήγηση «Εθνική Καρτερία | Η Βάση», εκφωνημένη από την ίδια τη δημιουργό, ανήκει στον θεματικό άξονα «Συλλογές» της έκθεσης. Με υλικό από το αρχείο του γλύπτη, αφηγείται την ιστορία του γλυπτού, του οποίου το γύψινο εκμαγείο φυλάσσεται στην Εθνική Πινακοθήκη. Η «Καρτερία» ήταν ανάθεση της Γενικής Διοίκησης Δωδεκανήσου, στο πλαίσιο της πολιτικής αποϊταλοποίησης μετά την ενσωμάτωση. Τοποθετήθηκε το 1952 μπροστά από το Δημαρχείο, πάνω στη μαρμάρινη βάση που συνέχεε οπτικά το μνημείο με το ίδιο μάρμαρο της εξέδρας, ωστόσο οι αντιδράσεις δεν άργησαν. Αρνητικά δημοσιεύματα, αισθητικές αντιρρήσεις και πολιτικές ερμηνείες οδήγησαν στην ταχεία απομάκρυνσή του.
Η «Καρτερία» στον δημόσιο διάλογο
Σε άρθρα της εποχής, πολλοί καλλιτέχνες και διανοούμενοι κατήγγειλαν την αυθαίρετη απομάκρυνση του έργου. Τόνιζαν ότι η καλλιτεχνική αξία του Καπράλου είχε αναγνωριστεί από τους κριτικούς και ότι η ενέργεια της Δημοτικής Αρχής ήταν αδικαιολόγητη, ιδίως αφού είχαν περάσει δύο χρόνια από την επίσημη τοποθέτηση. Το έργο, έγραφαν, δεν μπορούσε να πετιέται «σαν άχρηστο» στις αποθήκες. Η πράξη αυτή απαιτούσε εξηγήσεις από αρμόδιους που μέχρι τότε δεν είχαν εκφράσει καμία αντίρρηση. Αντίθετες απόψεις επίσης καταγράφηκαν, όπως αυτή του Αχιλλέα Κωνσταντινίδη. Υποστήριζε ότι το άγαλμα της πονεμένης μητέρας δεν συμβόλιζε την «Καρτερία της Δωδεκανήσου» όπως όφειλε, επειδή δεν είχε παραγγελθεί για αυτόν τον σκοπό. Αναγνώριζε την καλλιτεχνική του αξία, θεωρώντας το μάλιστα αριστούργημα, αλλά υποστήριζε ότι η συγκεκριμένη πλατεία δεν ήταν ο κατάλληλος χώρος.

Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας
Η υπόθεση έφτασε στο Συμβούλιο της Επικρατείας, το οποίο το 1954 ακύρωσε την απόφαση απομάκρυνσης. Διαπίστωσε ότι η Επιτροπή Αρχιτεκτονικού Ελέγχου δεν είχε δώσει τη νόμιμη σύμφωνη γνωμοδότηση, καθώς δεν υπήρχαν καν τα απαιτούμενα σχέδια για τη διαμόρφωση της πλατείας χωρίς το μνημείο. Το ΣτΕ υπογράμμισε και κάτι ακόμη σημαντικότερο. Ο γλύπτης έχει ηθικό δικαίωμα πάνω στο έργο του, ακόμη κι αν η υλική κυριότητα έχει μεταβιβαστεί. Η απομάκρυνση του αγάλματος από το μαρμάρινο βάθρο του, το οποίο μάλιστα ήταν κατασκευασμένο από το ίδιο μάρμαρο με την εξέδρα της πλατείας, συνιστούσε προσβολή της πνευματικής του αξίας. Η δικαστική απόφαση αποκατέστησε ηθικά τον Καπράλο και αποτέλεσε ορόσημο για τα καλλιτεχνικά δικαιώματα στη δημόσια σφαίρα.

















