Ιδιαιτέρως αποκαλυπτική των αντιφάσεων και των επίμονων αδυναμιών του Εθνικού Συστήματος Υγείας είναι πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ, καθώς δείχνει πως ενώ το ΕΣΥ διαθέτει επάρκεια σε γιατρούς, προσφέρει βασικές υποδομές και καθολική κάλυψη, η ανορθολογική του οργάνωση ως προς τη διαχείριση πόρων, δεν του επιτρέπει να αυξήσει την αποτελεσματικότητα και την αξιοπιστία του.
Δύο από τα στοιχεία της έκθεσης «Health at a Glance» του ΟΟΣΑ για το 2025 είναι ενδεικτικά: το 12,1% των πολιτών στην Ελλάδα θεωρεί πως οι ανάγκες του για ιατρική περίθαλψη δεν καλύπτονται εξολοκλήρου από το ΕΣΥ, ενώ παράλληλα μόλις το 27% δηλώνει πλήρως ικανοποιημένο από την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας.
Σημειώνεται ότι ως προς το πρώτο στοιχείο, ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ είναι μόλις στο 3,4%, ενώ ως προς το δεύτερο το 64% των πολιτών των κρατών-μελών του ΟΟΣΑ δηλώνει ικανοποιημένο από την ποιότητα των διαθέσιμων υπηρεσιών υγείας.
Πόσο στοιχίζει η υγεία – Τι πληρώνει το κράτος
Μόλις το 10% των κρατικών δαπανών κατευθύνεται στο ΕΣΥ, ένα ποσοστό που υπολείπεται σημαντικά σε σχέση με τα άλλα κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ. Για παράδειγμα, η αντίστοιχη δαπάνη στη Γερμανία και την Ιρλανδία είναι σχεδόν στο διπλάσιο (19%).
Παράλληλα, από τους πόρους που απορροφά το ΕΣΥ, το 43% επενδύεται στις νοσοκομειακές υπηρεσίες, ενώ για τη φροντίδα των εξωτερικών ασθενών διατίθεται το 20% και για τη μακροχρόνια φροντίδα μόλις το 2% των συνολικών κονδυλίων.
Ένα ακόμη ποσοστό που είναι υψηλότερο από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ είναι αυτό που αφορά τις δαπάνες υγείας οι οποίες προέρχονται από ιδιωτική χρηματοδότηση. Το συγκεκριμένο ποσοστό αγγίζει το 39%, όταν ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ δεν υπερβαίνει το 25%. Ως εκ τούτου, το ποσοστό των συνολικών δαπανών υγείας που καλύπτεται από δημόσιες και υποχρεωτικές ασφαλιστικές δαπάνες στην Ελλάδα είναι 61%· ποσοστό αρκετά χαμηλότερο από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ που αγγίζει το 75%.
Σύμφωνα με την έκθεση, το 38% των ιδιωτικών πληρωμών κατευθύνεται σε φάρμακα και ιατρικά είδη, το 17% σε υπηρεσίες εξωτερικών ασθενών –όπως διαγνωστικές εξετάσεις–, ενώ το 11% αφορά οδοντιατρική περίθαλψη, η οποία συχνά δεν καλύπτεται επαρκώς από το δημόσιο σύστημα.
Σε αναζήτηση… νοσηλευτών
Ένα ακόμη «βαρίδι» του ΕΣΥ είναι η έλλειψη νοσηλευτικού προσωπικού, καθώς – όπως αναφέρεται στη συγκεκριμένη έκθεση – η χώρα έχει μόλις 3,8 ενεργούς νοσηλευτές ανά 1.000 κατοίκους, ενώ ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ είναι στο 9,2. Παράλληλα, ο αριθμός των εργαζομένων σε μονάδες μακροχρόνιας φροντίδας είναι μόλις 0,2 ανά 100 άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω, έναντι 5,0 στον ΟΟΣΑ.
Καθολική κάλυψη του πληθυσμού, αλλά με… αστερίσκους
Στα θετικά στοιχεία της έκθεσης είναι πως σε δύο εκ των δέκα βασικότερων δεικτών, η Ελλάδα έχει καλύτερες επιδόσεις από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ. Οι δείκτες αυτοί αφορούν τη δυνατότητα πρόσβασης στις δωρεάν υπηρεσίες υγείας και την ποιότητα της περίθαλψης.
Πιο αναλυτικά, στην έκθεση αναδεικνύεται πως το σύνολο (100%) του πληθυσμού καλύπτεται από ένα βασικό πλέγμα υπηρεσιών, έναντι του μέσου όρου του ΟΟΣΑ που είναι στο 98%.
Ωστόσο, στην πράξη τα πράγματα περιπλέκονται, αφού με ρεαλιστικούς όρους δεν καταφέρνουν όλοι να κάνουν χρήση των υπηρεσιών που δικαιούνται. Όπως προαναφέρθηκε το 12,1% των πολιτών δηλώνει πως δεν έλαβε την αναγκαία περίθαλψη. Οι περισσότεροι από αυτούς απαντούν πως βασικό εμπόδιο στάθηκε το αυξημένο κόστος, ενώ έπονται ο χρόνος αναμονής και η δυσκολία τους να έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας λόγω του τόπου διαμονής τους.
Επάρκεια σε γιατρούς και βασικά διαγνωστικά μηχανήματα
Ακόμη, μεγαλύτερο σε σχέση με τον μέσο όρο είναι και το ποσοστό των παιδιών που, αφού πληρούσαν τις προϋποθέσεις, εμβολιάστηκαν κατά του DTP· ποσοστό που στην Ελλάδα αγγίζει το 95%.
Παράλληλα, καλά είναι τα νέα και ως προς τους γιατρούς που απασχολούνται στο ΕΣΥ, αφού υπάρχουν 6,6 ενεργοί γιατροί ανά 1.000 κατοίκους, αριθμός πολύ υψηλότερος από τον μέσο όρο που είναι 3,9.
Το ίδιο παρατηρείται και όσον αφορά τους αξονικούς τομογράφους, τις μονάδες μαγνητικής τομογραφίας και τους τομογράφους PET, καθώς αγγίζουν του 92 ανά 1.000.000 κατοίκους, όταν ο μέσος όρος είναι 51/1.000.000.
Τέλος, όσον αφορά τις διαθέσιμες κλίνες, εκεί παρατηρείται πως η Ελλάδα βρίσκεται στα ίδια με τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, δηλαδή στις 42 κλίνες ανά 1.000 κατοίκους.
Στο «περιθώριο» οι διαδικασίες πρόληψης
Ένα ενδιαφέρον στοιχείο είναι πως οι δράσεις πρόληψης δεν καταγράφουν ιδιαίτερα υψηλό «σκορ» στα κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ. Πιο συγκεκριμένα, οι δαπάνες για διαδικασίες πρόληψης είναι στο 3,1% κατά μέσο όρο, ποσοστό που είναι μικρότερο από αυτό που εντοπίζεται στην Ελλάδα. Η χώρα μας δαπανά το 3,4% των συνολικών πόρων που κατευθύνονται στην υγεία σε δράσει πρόληψης. Μάλιστα, το ποσοστό αυτό είναι αισθητά αυξημένο σε σχέση με τρία χρόνια πριν, όποτε δεν ξεπερνούσε το 2%. Ωστόσο, μόλις το 15% των γυναικών υποβάλλεται σε προληπτικό έλεγχο για καρκίνο του μαστού, όταν ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ αγγίζει το 55%.
Σημειώνεται ότι η έκθεση «Health at a Glance 2025» παρέχει ένα ολοκληρωμένο σύνολο δεικτών σχετικά με την υγεία του πληθυσμού και τις παρεχόμενες υπηρεσίες υγείας σε όλα τα κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ, αντλώντας στοιχεία από τις πιο πρόσφατες επίσημες εθνικές στατιστικές ή/και άλλες πηγές.
Πηγή: reporter.gr















