Το Διοικητικό Πρωτοδικείο Ρόδου, με την απόφαση Α326/2025, έκρινε ότι η μη χορήγηση επιδόματος επικίνδυνης και ανθυγιεινής εργασίας σε πυροσβέστες πενταετούς υποχρέωσης, οι οποίοι εκτελούσαν καθήκοντα οδηγών βαρέων πυροσβεστικών οχημάτων, συνιστούσε αδικαιολόγητη δυσμενή μεταχείριση. Η δικαστική κρίση στηρίχθηκε στην παραβίαση της συνταγματικά κατοχυρωμένης αρχής της ισότητας, καθώς οι ενάγοντες τελούσαν υπό τις ίδιες συνθήκες επικινδυνότητας με άλλους οδηγούς βαρέων φορτηγών που λάμβαναν το επίδομα.
Οι ενάγοντες είχαν προσληφθεί στο Πυροσβεστικό Σώμα με σχέση δημοσίου δικαίου, κατέχοντας άδειες ικανότητας οδήγησης υπηρεσιακών οχημάτων κατηγορίας Γ΄, και εκτελούσαν καθημερινά καθήκοντα οδήγησης βαρέων πυροσβεστικών οχημάτων.
Παρά την ιδιαιτέρως επικίνδυνη φύση της εργασίας τους, το επίδομα των 150 ευρώ μηνιαίως που προβλέπεται από την Κοινή Υπουργική Απόφαση του 2012 δεν τους καταβαλλόταν, αν και χορηγείτο σε οδηγούς άλλων φορέων του Δημοσίου.
Οι ίδιοι υποστήριξαν ότι η παράλειψη καταβολής του επιδόματος συνιστούσε παραβίαση της ισότητας και ζήτησαν αναδρομικά για περιόδους που εκτείνονταν έως και πέντε χρόνια πριν από την κατάθεση της αγωγής, καθώς και χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη.
Η νομική επιχειρηματολογία
Το δικαστήριο ανέλυσε τις διατάξεις του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, που θεμελιώνουν ευθύνη του Δημοσίου για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις οργάνων του, καθώς και την ερμηνεία της αρχής της ισότητας του άρθρου 4 του Συντάγματος. Διαπιστώθηκε ότι οι πυροσβέστες οδηγούσαν τα ίδια είδη βαρέων οχημάτων με εκείνα που καλύπτονταν από την ΚΥΑ, άρα υπήρχε ουσιαστική ταύτιση καθηκόντων και συνθηκών.
Η μη συμπερίληψή τους στη λίστα των δικαιούχων θεωρήθηκε αυθαίρετη διάκριση, που επέφερε οικονομική ζημία αλλά και ηθική βλάβη λόγω της άνισης μεταχείρισης.
Το δικαστήριο εξέτασε αυτεπάγγελτα το ζήτημα της διετούς παραγραφής που προβλέπει το άρθρο 140 του ν. 4270/2014 για μισθολογικές αξιώσεις. Ελήφθη υπόψη η αναστολή των προθεσμιών λόγω των μέτρων για την πανδημία COVID-19, γεγονός που έσωσε μέρος των αξιώσεων από παραγραφή.
Ωστόσο, αξιώσεις που αφορούσαν το διάστημα 2016-2018 κρίθηκαν παραγεγραμμένες, καθώς είχε παρέλθει το ανώτατο χρονικό όριο χωρίς διακοπή της παραγραφής.
Το Διοικητικό Πρωτοδικείο υποχρέωσε το Δημόσιο να καταβάλει στους πέντε πρώτους ενάγοντες 3.600 ευρώ έκαστο για την περίοδο Φεβρουαρίου 2019 – Ιανουαρίου 2021 και στον έκτο 3.150 ευρώ για την περίοδο Μαΐου 2019 – Ιανουαρίου 2021. Επιπλέον, αναγνώρισε την υποχρέωση καταβολής 300 ευρώ σε κάθε έναν ως χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη, όλα νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής έως την πλήρη εξόφληση.
Τα δικαστικά έξοδα συμψηφίστηκαν λόγω μερικής νίκης και ήττας των διαδίκων.
Η σημασία της απόφασης
Η κρίση αυτή εντάσσεται σε μία ευρύτερη νομολογιακή τάση που επαναξιολογεί την επιδοματική πολιτική του Δημοσίου με βάση την πραγματική φύση της εργασίας και όχι απλώς την τυπική υπαγωγή σε συγκεκριμένες ειδικότητες. Παράλληλα, αναδεικνύει το ζήτημα της ίσης μεταχείρισης μεταξύ εργαζομένων που εκτελούν όμοια καθήκοντα, ιδίως σε επαγγέλματα υψηλού κινδύνου.
Η απόφαση ενδέχεται να λειτουργήσει ως οδηγός για παρόμοιες υποθέσεις, ιδίως σε περιπτώσεις όπου διοικητικές παραλείψεις στερούν εργαζομένους από θεσμοθετημένες απολαβές, ενισχύοντας την απαίτηση συμμόρφωσης της διοίκησης με τη συνταγματική αρχή της ισότητας.