Ειδήσεις

Γιατί οι μεγάλες αλυσίδες επώνυμων πολυτελών κατοικιών αρχίζουν να βλέπουν Ελλάδα

Παρά τη δυναμική που αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται στον πάτο της ευρωπαϊκής αγοράς των επώνυμων πολυτελών κατοικιών που φέρουν την υπογραφή διεθνών ξενοδοχειακών αλυσίδων, όπως Hilton, Four Seasons, Mandarin Oriental ή Six Senses. Πρόκειται για έναν από τους ταχύτερα αναπτυσσόμενους κλάδους του real estate παγκοσμίως, που συνδυάζει τη φιλοσοφία της φιλοξενίας με την κατοικία, προσφέροντας επενδυτική ασφάλεια, υψηλά standards ποιότητας και υπηρεσίες πολυτελείας.

Παρότι η χώρα παραμένει ακόμη χαμηλά στην ευρωπαϊκή κατάταξη, οι ισορροπίες αρχίζουν να αλλάζουν. Τα τελευταία τρία χρόνια, κορυφαία διεθνή brands στρέφουν συστηματικά το βλέμμα τους προς την Ελλάδα, βλέποντας μια αγορά με ισχυρή τουριστική φήμη, αναπτυσσόμενες υποδομές και ανταγωνιστικά επενδυτικά κίνητρα. Η αύξηση της ζήτησης για Golden Visa, οι μεγάλες αστικές αναπλάσεις και οι στρατηγικές τοποθεσίες όπως η Βουλιαγμένη, η Μύκονος και το Πόρτο Χέλι έχουν φέρει τη χώρα στο ραντάρ των πιο γνωστών luxury operators. Σύμφωνα με διεθνείς αναλύσεις, η Ελλάδα βρίσκεται πλέον σε φάση ωρίμανσης και προσελκύει τα πρώτα μεγάλης κλίμακας projects που θα λειτουργήσουν ως πρότυπο για την ευρύτερη περιοχή.

Σύμφωνα με στοιχεία της Savills, η χώρα διατηρεί ισχυρή παρουσία στην ευρωμεσογειακή αγορά, με έργα όπως το Six Senses Porto Heli, το Four Seasons Resort & Residences Porto Heli και το Mandarin Oriental Athens στο Ελληνικό, η Wyhdham στον Πειραιά, ενώ το pipeline νέων αναπτύξεων διευρύνεται συνεχώς. Οι διεθνείς αλυσίδες βλέπουν στην Ελλάδα μια συνδυαστική ευκαιρία,  σταθερή τουριστική ροή, αυξανόμενη ζήτηση για πολυτελή κατοικία, φορολογικά κίνητρα για εύπορους κατοίκους και προοπτική υψηλής υπεραξίας. Παράλληλα, η χώρα αποτελεί πλέον έναν από τους τελευταίους προορισμούς στην Ευρώπη που συνδέουν την αγορά ακινήτου με άδεια παραμονής, μετά την κατάργηση των αντίστοιχων προγραμμάτων σε Πορτογαλία και Ισπανία.

Ωστόσο, σύμφωνα με στελέχη της αγοράς, η Ελλάδα παραμένει χρόνια πίσω σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Το έλλειμμα υποδομών, η πολυπλοκότητα των αδειοδοτήσεων και η απουσία ενός σταθερού θεσμικού πλαισίου που να διευκολύνει μεγάλες αναπτύξεις εξακολουθούν να αποτελούν ανασταλτικούς παράγοντες. Η χώρα βρίσκεται ακόμα στα πρώτα στάδια διαμόρφωσης αυτής της αγοράς, την ώρα που άλλες ευρωπαϊκές αγορές έχουν ήδη καθιερώσει κανόνες και διαδικασίες για τέτοιου είδους projects.

Σε αντίθεση με την παραδοσιακή αγορά κατοικίας, τα branded residences βασίζονται σε αυστηρές προδιαγραφές που θέτουν τα ίδια τα brands. Δεν μπορούν να αναπτυχθούν οπουδήποτε, καθώς η τοποθεσία, η ποιότητα των υποδομών, η πρόσβαση σε μέσα μεταφοράς και το συνολικό περιβάλλον καθορίζουν εάν ένα έργο μπορεί να λάβει την πολυπόθητη έγκριση franchise. Η πιστοποίηση ενός brand λειτουργεί ως φίλτρο ποιότητας που περιορίζει την υπερπροσφορά και διαμορφώνει ένα σαφές πλαίσιο ανάπτυξης. Τα projects που πληρούν τις απαιτήσεις λειτουργούν ως σημείο αναφοράς για την ευρύτερη περιοχή, αυξάνοντας την αξία της γης και των γύρω ακινήτων. Οι περιοχές που θεωρούνται ώριμες για branded αναπτύξεις είναι το Σύνταγμα, η Βουλιαγμένη, η Γλυφάδα και το Ελληνικό, ενώ σταδιακά στον χάρτη μπαίνει και η Θεσσαλονίκη. Αντίθετα, άλλες τοποθεσίες με τουριστικό ενδιαφέρον, όπως το Πόρτο Χέλι ή ορισμένα νησιά, παραμένουν προς το παρόν ειδικές περιπτώσεις, κυρίως λόγω ελλιπών υποδομών ή καθυστερήσεων στις εγκρίσεις.

Σύμφωνα με τη Savills, τα branded ακίνητα αποφέρουν έως και 30% υψηλότερη αξία από τα αντίστοιχα μη-branded, χάρη στην εγγυημένη ποιότητα, τη διαχείριση και τη μεταπωλητική τους ασφάλεια. Παράλληλα, η δυνατότητα επένδυσης σε εμπορικά ακίνητα που μετατρέπονται σε κατοικίες δημιουργεί νέα περιθώρια για adaptive reuse έργα, ιδιαίτερα σε πυκνοδομημένες περιοχές όπως το κέντρο της Αθήνας.

Η ανάπτυξη αυτής της αγοράς δεν είναι, βέβαια, χωρίς προκλήσεις. Η άνοδος των τιμών στα νησιά και στα μεγάλα αστικά κέντρα αυξάνει τις ανησυχίες για την προσβασιμότητα της κατοικίας για τους Έλληνες, ενώ η ακρίβεια στις κατασκευές και η έλλειψη διαθέσιμης γης δυσκολεύουν την υλοποίηση μεγάλων projects. Επιπλέον, όσο περισσότερα διεθνή brands εισέρχονται στην αγορά, τόσο εντονότερη γίνεται η ανάγκη διαφοροποίησης, με τη βιωσιμότητα, την αυθεντικότητα του σχεδιασμού και την επιχειρησιακή αρτιότητα να καθορίζουν τους «νικητές» της επόμενης δεκαετίας.

Παρά τις δυσκολίες, η ελληνική αγορά δείχνει σημάδια ωρίμανσης. Ο τουρισμός παραμένει ισχυρός, οι υποδομές βελτιώνονται, ενώ τα φορολογικά κίνητρα –όπως ο χαμηλός φόρος 7% για συνταξιούχους του εξωτερικού και ο ετήσιος φόρος 100.000 ευρώ για εύπορους κατοίκους– καθιστούν τη χώρα ιδιαίτερα ελκυστική. Σύμφωνα με στελέχη της αγοράς, η Ελλάδα διαθέτει τεράστια απορροφητικότητα και πραγματικό ενδιαφέρον από το εξωτερικό, αλλά εξακολουθεί να εμφανίζει καθυστερήσεις στις αδειοδοτήσεις και στις εγκρίσεις, οι οποίες συχνά επιβραδύνουν σημαντικές επενδύσεις.

Το πρόβλημα είναι δομικό. Η Ελλάδα έχει το πιο γερασμένο απόθεμα ακινήτων στην Ευρώπη και εξακολουθεί να κινείται με λογική «μπαλώματος», μέσα από μικρές, αποσπασματικές αναπλάσεις χωρίς ενιαίο στρατηγικό σχεδιασμό. Την ώρα που σε άλλες χώρες αναπτύσσονται έργα εκατοντάδων χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων που αλλάζουν ολόκληρες περιοχές, στην Ελλάδα εξακολουθούν να κυριαρχούν οι μικρές αναπτύξεις με περιορισμένο αντίκτυπο. Εάν η χώρα θέλει να βρεθεί στην πρώτη γραμμή της ευρωπαϊκής αγοράς real estate, πρέπει να ξεπεράσει τη λογική του «λίγο-λίγο» και να περάσει στη μεγάλη κλίμακα, με ολοκληρωμένο σχέδιο, επενδυτική πειθαρχία και διεθνείς συνεργασίες.

Προοπτικές 2025–2030
Η επόμενη πενταετία θεωρείται κρίσιμη για την εδραίωση της Ελλάδας στον ευρωπαϊκό χάρτη των branded residences. Σύμφωνα με εκτιμήσεις διεθνών συμβουλευτικών οίκων, έως το 2030 η ελληνική αγορά αναμένεται να τετραπλασιάσει τον αριθμό των branded projects, από λιγότερα από δέκα σήμερα σε περίπου σαράντα, με επίκεντρο την Αττική Ριβιέρα, την Κρήτη, τη Ρόδο και τα Ιόνια νησιά. Παράλληλα, προβλέπεται ετήσια αύξηση αξιών 6–8%, με τα branded ακίνητα να συνεχίζουν να υπεραποδίδουν έναντι των μη-branded κατά περίπου 25% με 30%.

Η ένταξη της Ελλάδας σε μεγάλα επενδυτικά δίκτυα, η ωρίμανση του Ελληνικού, η προώθηση βιώσιμων αναπλάσεων και η σταδιακή ψηφιοποίηση των αδειοδοτικών διαδικασιών εκτιμάται ότι θα επιτρέψουν στην αγορά να περάσει από τη φάση του «πειραματισμού» στη φάση της συστηματικής ανάπτυξης. Εάν οι ρυθμοί αυτοί διατηρηθούν, η Ελλάδα θα μπορέσει ως το τέλος της δεκαετίας να περάσει από τον πάτο της Ευρώπης στις πρώτες πέντε χώρες της Μεσογείου στον τομέα των branded residences — με προοπτική να αποτελέσει έναν από τους πιο ισχυρούς ανερχόμενους προορισμούς πολυτελούς κατοικίας στην Ευρώπη.

Πηγή: powergame.gr

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου