Συμβατός με το Σύνταγμα και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο ο Δημοτικός Φόρος Δωδ/νήσου

Σε πλήρη συμφωνία με τα προβλεπόμενα από τη συνθήκη της ΕΟΚ, την Ευρωπαϊκή Νομοθεσία, το Ελληνικό Σύνταγμα και το νόμο κρίθηκε με απόφαση “βόμβα” που εξέδωσε το Διοικητικό Εφετείο Πειραιά ο Δημοτικός Φόρος Δωδεκανήσου (ΔΗ.ΦΟ.ΔΩ.)! Η απόφαση, που κοινοποιήθηκε την 22α Ιουνίου 2010 στον δικηγόρο κ Μαν. Μπακαλούμα, αφορά την προσφυγή των κκ Ιωάννη Πολιά, Νικολάου Σάρλη, Αναστασίου Χαραλάμπη, Μιχαήλ Φαρμακίδη και Παντελή Πολιά, κατοίκων Ρόδου, συμπλοιοκτητών του Ε/Γ “Κολοσσός” κατά του Δήμου Ροδίων και της 342/2002 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Ρόδου.
Οι ανωτέρω είχαν προσφύγει συγκεκριμένα στα διοικητικά δικαστήρια ζητώντας την ακύρωση της εγγραφής τους στους βεβαιωτικούς καταλόγους του Δήμου Ροδίων, για δημοτικό φόρο Δωδεκανήσου ύψους 576.352 δρχ και ισόποσο πρόστιμο για το έτος 1996.
Στο πρώτο σκέλος της απόφασης, που είναι άκρως επίκαιρη ένεκα και της πολεμικής που έχει αναπτύξει για την κατάργηση του φόρου η διοίκηση του Επιμελητηρίου, γίνεται αναλυτική αναφορά και καταγραφή στα προβλεπόμενα από το άρθρο 60 του Ν. 2214/1994 με το οποίο θεσπίστηκε η επιβολή του δημοτικού φόρου στα Δωδεκάνησα.
Στο δεύτερο σκέλος γίνεται πλήρης εξιστόρηση της συγκεκριμένης ένδικης διαφοράς. Αναφέρονται συγκεκριμένα τα εξής:
«Οι εκκαλούντες ήταν κατά τον κρίσιμο χρόνο 1996 συμπλοιοκτήτες του επιβατηγού πλοίου με την ονομασία “ΚΟΛΟΣΣΟΣ” νηολογίου Ρόδου αριθ. 22, το οποίο εκτελεί ημερήσιες εκδρομές κατά τη θερινή περίοδο από Ρόδο προς Σύμη καθώς και σε άλλα νησιά του νομού Δωδεκανήσου. Ο Δήμος Ρόδου, λόγω άσκησης από αυτούς της ανωτέρω οικονομικής δραστηριότητας στην Ρόδο, αφού διαπίστωσε, ύστερα από έλεγχο που διενήργησε, ότι τα ακαθάριστα έσοδα που δήλωσαν από τη δραστηριότητά τους αυτή ανέρχονταν κατά τη χρονική περίοδο από 1.1.1996 έως 31.12.1996 σε 72.044.046 δραχμές, με εγγραφή του τους ενέγραψε στους βεβαιωτικούς καταλόγους Δημοτικού Φόρου Δωδεκανήσου οικονομικού έτους 1996 και βεβαίωσε σε βάρος τους για το έτος αυτό δημοτικό φόρο Δωδεκανήσου ύψους 576.352 δραχμών. Το ποσό αυτό προέκυψε από την εφαρμογή του συντελεστή 0,8% επί των κτηθέντων από αυτούς εσόδων από την ανωτέρω δραστηριότητα κατά το οικείο έτος, σύμφωνα με το άρθρο 60 του ν. 2214/1994. Ακολούθως, ενόψει του ότι οι εκκαλούντες δεν είχαν υποβάλει σχετική δήλωση για την καταβολή του εν λόγω φόρου ο Αντιδήμαρχος Ρόδου, με την υπ’ αριθ. 1632/38.12.1996 απόφασή του επέβαλε σε βάρος τους ισόποσο του οφειλομένου δημοτικού φόρου πρόστιμο, ύψους 576.352 δραχμών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του ν. 1080/1980.
Με την κρινόμενη έφεσή τους επαναλαμβάνουν τους πρωτόδικους ισχυρισμούς τους ότι η προσβαλλόμενη εγγραφή στους βεβαιωτικούς καταλόγους ΔΗΦΟΔΩ είναι αναιτιολόγητη, καθόσον τόσο σε αυτήν όσο και στην από 9.9.1997 έκθεση ελέγχου δεν αναφέρεται με βάση ποιον συντελεστή υπολογίστηκε ο επιβληθείς σε βάρος τους φόρος, ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος της νομιμότητάς του καθώς και διότι σε αυτές δεν γίνεται μνεία της κατά το άρθρο 20 του Συντάγματος δυνατότητας προσβολής τους με την άσκηση προσφυγής. Οτι απαλλάσσονται του δημοτικού φόρου Δωδεκανήσου, αφενός μεν διότι, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του ν. 27/1975, το εισόδημα που προκύπτει από την εκμετάλλευση του πλοίου ιδιοκτησίας τους απαλλάσσεται από οποιοδήποτε φόρο που προκύπτει με βάση το εισόδημα αυτό, εκτός από το φόρο που προβλέπεται από τις διάταξεις του νόμου αυτού, αφετέρου δε διότι σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 60 του ν. 2214/1994, εξαιρούνται από το φόρο οι θαλάσσιες συγκοινωνίες, στην έννοια των οποίων περιλαμβάνονται όλα τα είδη των θαλάσσιων συγκοινωνιών χωρίς εξαίρεση και όχι μόνο αυτά που εξυπηρετούν δημόσιες συγκοινωνιακές ανάγκες. Επίσης, ισχυρίζονται ότι η επιβολή του φόρου αυτού αντίκειται στο άρθρο 13 παρ. 2 της Συνθήκης της ΕΟΚ, διότι η είσπραξή του αποτελεί φορολογική επιβάρυνση ισοδύναμη με δασμό, εφόσον επιβαρύνει τους επιτηδευματίες, τα προϊόντα και τις υπηρεσίες και δεν συνιστά ανταποδοτικό τέλος καθώς και στο άρθρο 95 της ίδιας Συνθήκης, στο μέτρο που απαλλάσσονται τα εγχωρίως παραγόμενα αγαθά και υπηρεσίες και εισάγεται ανεπίτρεπτη διάκριση υπέρ των τελευταίων. Τέλος, ισχυρίζονται ότι η επιβολή του αντίκειται στο άρθρο 33 της έκτης οδηγίας του Συμβουλίου της ΕΟΚ περί αποφυγής διπλής φορολογίας, διότι ο φόρος αυτός συνιστά φόρο κύκλου εργασιών».
Το δικαστήριο στην πολυσέλιδη απόφασή του έκρινε μεταξύ άλλων τα εξής:
«Ο ένδικος φόρος δεν αποτελεί φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος με δασμό, ούτε εσωτερικό φόρο, που επιβαρύνει τα εισαγόμενα στη Δωδεκάνησο προϊόντα, δεδομένου ότι δεν επιβάλλεται επί των προϊόντων επ’ ευκαιρία της εισαγωγής τους στη Δωδεκάνησο, αλλά επιβάλλεται στο συνολικό ακαθάριστο εισόδημα των ασκούντων οικονομική δραστηριότητα στο Νομό αυτό. Επομένως, η επιβολή του εν λόγω φόρου δεν αντίκειται στα άρθρα 9, 12, 13, 16 και 95 της Συνθήκης της ΕΟΚ και ο σχετικός ισχυρισμός των εκκαλούντων πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος. Ο δημοτικός φόρος Δωδεκανήσου δεν αποτελεί φόρο προστιθέμενης αξίας, ούτε εξομοιώνεται με αυτόν, ώστε η διπλή επιβολή του από το Δήμο Ρόδου και από την αρμόδια φορολογική αρχή να αντίκειται στις διατάξεις της ανωτέρω αναφερόμενης έκτης Οδηγίας του Συμβουλίου της ΕΟΚ, με τις οποίες θεσπίστηκε ένα κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, και με τις οποίες, προς διασφάλιση της λειτουργίας αυτού, προβλέφθηκε προκειμένου να αποφευχθεί η διπλή φορολογία ενός αγαθού ή υπηρεσίας κατά την εισαγωγή του από ένα κράτος μέλος σε άλλο, ένα σύστημα επιστροφής φόρου προστιθέμενης αξίας κατά την εξαγωγή, κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η εισαγωγή των αγαθών ή υπηρεσιών ελεύθερων φορολογικών βαρών και η υπαγωγή τους στη χώρα προορισμού στην ίδια φορολογική μεταχείριση με τα παραγόμενα σ’ αυτήν προϊόντα, δεδομένου ότι ο εν λόγω φόρος δεν επιβάλλεται, όπως ο φόρος προστιθέμενης αξίας, στην τιμή των προϊόντων και υπηρεσιών, αλλά στα ακαθάριστα έσοδα του ασκούντος οικονομική δραστηριότητα στη Δωδεκάνησο. Ομοίως, ο ένδικος φόρος, δεν έχει το χαρακτήρα φόρου κύκλου εργασιών κατά την έννοια του άρθρου 33 της ως άνω Οδηγίας, δεδομένου ότι σύμφωνα με τα όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά, δεν συγκεντρώνει τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του φόρου προστιθέμενης αξίας και δεν πλήττει τις εμπορικές συναλλαγές κατά τρόπο παρόμοιο με αυτόν που χαρακτηρίζει το φόρο προστιθέμενης αξίας. Και τούτο διότι ο φόρος αυτός ναι μεν είναι γενικός, επιβαλλόμενος επί του συνόλου των συναλλαγών που αφορούν αγαθά ή υπηρεσίες, και δύναται, κατ’ αρχήν, να μετακυλισθεί στον καταναλωτή, εφόσον δεν υπάρχει στο ν. 2214/1994 σχετική απαγορευτική διάταξη προς τούτο, όμως δεν επιβάλλεται σε κάθε στάδιο της παραγωγής και της εμπορίας των προϊόντων και των υπηρεσιών επί της προστιθέμενης αξίας αυτών, ανάλογα με την εισπραττόμενη από τον υποκείμενο στο φόρο τιμή, αλλά επιβάλλεται ετησίως επί του συνόλου των εσόδων (ακαθάριστων) που πραγματοποιούν οι ασκούντες οικονομική δραστηριότητα στη Δωδεκάνησο, ανάλογα με τη φοροδοτική ικανότητα του υποκειμένου στο φόρο και δεν μετακυλίεται στον τελικό καταναλωτή κατά τον τρόπο που χαρακτηρίζει τον φόρο προστιθέμενης αξίας, καθόσον, επιβαλλόμενος επί του συνολικού ποσού των ακαθάριστων εσόδων, δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί επακριβώς ποιο τμήμα του φόρου που εισπράχθηκε επί κάθε πώλησης ή παροχής υπηρεσιών μπορεί να θεωρηθεί ότι μετακυλίστηκε στον καταναλωτή.
Επομένως, και ο εν λόγω ισχυρισμός των εκκαλούντων περί αντίθεσης του φόρου αυτού στη διάταξη του άρθρου 33 της έκτης οδηγίας του Συμβουλίου της ΕΟΚ πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος».