Να αποδυναμώσει περαιτέρω τους “προς προεκλογική κατανάλωση” ισχυρισμούς του Προέδρου του ΕΒΕΔ και υποψηφίου Δημάρχου στον ενιαίο Δήμο της Ρόδου κ Γ. Χατζημάρκου περί αντισυνταγματικότητας του ΔΗΦΟΔΩ αλλά και περί μη συμβατότητας του φορολογικού νόμου με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο έρχεται το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Ρόδου με απόφαση που εξέδωσε και βρίσκεται ήδη στο στάδιο της καθαρογραφής.
Μετά και την απόφαση αυτή αλλά κι άλλες που συνιστούν δεδικασμένο στο ίδιο ζήτημα, που έχουν εκδοθεί προσφάτως αλλά και στο παρελθόν τόσο σε επίπεδο Συμβουλίου της Επικρατείας όσο και σε επίπεδο Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, διαπιστώνεται ότι ο κ Χατζημάρκος, που επαγγέλλεται μια νέα πολιτική νοοτροπία, χρησιμοποιεί παλαιοκομματικές μεθόδους, τύπου “μαυρογιαλούρου”, για να “ψαρέψει” εκλογική πελατεία και οπαδούς, μοιράζοντας αφειδώς υποσχέσεις στο εκλογικό σώμα περί κατάργησης του φόρου, εκμεταλλευόμενος την αγωνία των επιχειρηματιών σε μια περίοδο οικονομικής δυσπραγίας!
Παρουσιάζει το δικονομικά ανέφικτο ως εφικτό και τον ίδιο ως το άτομο που θα εγγυηθεί την κατάργηση του φορολογικού νόμου χρησιμοποιώντας και τις δομές του ΕΒΕΔ για να διατρανώσει την πρόθεση του αυτή…
Εν πάση περιπτώσει το Διοικητικό Πρωτοδικείο Ρόδου με την υπ’ αρίθμ. 256/2010 απόφαση του έκρινε σε μια πλήρως εμπεριστατωμένη απόφαση που εξέδωσε μετά την προσφυγή ξενοδοχειακής εταιρείας κατά του Δήμου Ροδίων και βεβαιωτικών καταλόγων και προστίμων που εκδόθηκαν σε βάρος της ότι ο ΔΗΦΟΔΩ δεν αντίκειται στο σύνταγμα και στις διατάξεις περί φορολογικής ισότητας, δεν αντίκειται σε διατάξεις της Συνθήκης της ΕΟΚ και δεν αποτελεί φόρο προστιθέμενης αξίας ή φόρο εξομοιούμενο με το ΦΠΑ.
Στις ίδιες παραδοχές είχε καταλήξει και πρωτοδίκως το Μονομελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Ρόδου επί της προσφυγής της ίδιας εταιρείας.
Η εταιρεία ισχυρίζεται συγκεκριμένα ότι το ένδικο ποσό του δημοτικού φόρου βεβαιώθηκε σε βάρος της όχι με βάση τα ακαθάριστα έσοδα που πραγματοποίησε από την άσκηση της οικονομικής της δραστηριότητας, αλλά με βάση το συνολικό ποσό από τόκους προθεσμιακών καταθέσεων, το οποίο δεν αποτελεί έσοδο, κατά την έννοια του άρθρου 60 του ν. 2214/1994.
Επίσης, ισχυρίζεται ότι η επιβολή του εν λόγω φόρου αντίκειται στη συνταγματική αρχή της φορολογικής ισότητας, διότι στο φόρο αυτό υποβάλλονται μόνο οι επιτηδευματίες που εδρεύουν στο Νομό Δωδεκανήσου, επιπλέον διότι δεν υπόκειται στο φόρο αυτό το σύνολο των επιτηδευματιών αυτών, αλλά ορισμένες κατηγορίες εξαιρούνται ρητώς της επιβολής του καθώς και διότι επιβάλλεται χωρίς συνάρτηση με τη φοροδοτική τους ικανότητα και χωρίς πρόβλεψη για δυνατότητα διοχέτευσής του σε έργα ανάπτυξης.
Ακολούθως, ισχυρίζεται ότι η επιβολή του φόρου αυτού αντίκειται στο άρθρο 13 παρ. 2 της Συνθήκης της ΕΟΚ, διότι η είσπραξή του αποτελεί φορολογική επιβάρυνση ισοδύναμη με δασμό, εφόσον επιβαρύνει τους επιτηδευματίες, τα προϊόντα και τις υπηρεσίες και δεν συνιστά ανταποδοτικό τέλος και στο άρθρο 33 της έκτης οδηγίας του Συμβουλίου της ΕΟΚ περί αποφυγής διπλής φορολογίας, διότι ο φόρος αυτός συνιστά φόρο κύκλου εργασιών, διότι μετακυλίεται στον καταναλωτή, είναι φόρος σωρευτικός και επιβάλλεται σε όλα τα στάδια της διαδικασίας παραγωγής και πώλησης των προϊόντων.
Το δικαστήριο έκρινε μεταξύ άλλων τα εξής:
«Οι διατάξεις των παρ. 1 και 5 του άρθρου 4 του Συντάγματος, δεν αποκλείουν την διαφορετική εκ μέρους του κοινού νομοθέτη φορολογική μεταχείριση κατηγοριών φορολογουμένων ή την επιβολή τοπικών φόρων, εφ’ όσον η μεταχείριση αυτή δεν είναι αυθαίρετη, αλλά στηρίζεται σε γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, ανταποκρινόμενα στις ιδιαίτερες συνθήκες υπό τις οποίες τελεί η κάθε κατηγορία.
Επομένως, εφόσον ο Δημοτικός Φόρος Δωδεκανήσου επιβάλλεται γενικά επί όλων των οικονομικών δραστηριοτήτων που ασκούνται στον εν λόγω Νομό, πλην ορισμένων ρητά αναφερόμενων στο ν. 2214/1994 εξαιρέσεων, με συντελεστή που καθορίζεται αντικειμενικά με βάση το ύψος των καθαρών κερδών τους, δηλαδή με βάση τη φοροδοτική ικανότητα των φορολογουμένων, έχοντας ως στόχο την κάλυψη των τοπικών αναγκών και την εξυπηρέτηση του τοπικού συμφέροντος, η επιβολή του δεν αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 1 και 5 του Συντάγματος.
Εξάλλου, δεν αντίκειται στην αρχή της φορολογικής ισότητας, σύμφωνα με την οποία η συνεισφορά στα δημόσια βάρη πρέπει να είναι ανάλογη προς τη φοροδοτική ικανότητα των πολιτών, η εξαίρεση ορισμένων κατηγοριών προσώπων από την επιβολή του εν λόγω φόρου, που αναφέρονται στην παρ. 5 του άρθρου 60 του ν. 2214/1994, δεδομένου ότι οι εν λόγω διακρίσεις δικαιολογούνται από την διαφορετική οικονομική κατάσταση υπό την οποία τελούν τα πρόσωπα αυτά καθώς και από λόγους που ανάγονται στην κάλυψη των αναγκών του κοινωνικού συνόλου, καθόσον τα πρόσωπα αυτά είτε ασκούν μη κερδοσκοπική δραστηριότητα, είτε ανήκουν σε οικονομικά ασθενέστερη τάξη, είτε εξυπηρετούν δημόσιες ανάγκες, είτε πάλι υποβάλλονται σε ειδικό φόρο.
Ο ένδικος φόρος δεν αποτελεί φορολογική επιβάρυνση ισοδυνάμου αποτελέσματος με δασμό, δεδομένου ότι δεν επιβάλλεται επί των προϊόντων επ’ ευκαιρία της εισαγωγής τους στη Δωδεκάνησο, αλλά επιβάλλεται στο συνολικό ακαθάριστο εισόδημα των ασκούντων οικονομική δραστηριότητα στο Νομό αυτό.
Επομένως, η επιβολή του εν λόγω φόρου δεν αντίκειται στα άρθρα 9,12,13 και 16 της Συνθήκης της ΕΟΚ.
Επιπλέον, ο δημοτικός φόρος Δωδεκανήσου δεν αποτελεί φόρο προστιθέμενης αξίας, ούτε εξομοιώνεται με αυτόν, ώστε η διπλή επιβολή του από το Δήμο Ρόδου και από την αρμόδια φορολογική αρχή να αντίκειται στις διατάξεις της ανωτέρω αναφερόμενης έκτης Οδηγίας του Συμβουλίου της ΕΟΚ, με τις οποίες θεσπίστηκε ένα κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, και με τις οποίες, προς διασφάλιση της λειτουργίας αυτού, προβλέφθηκε προκειμένου να αποφευχθεί η διπλή φορολογία ενός αγαθού ή υπηρεσίας κατά την εισαγωγή του από ένα κράτος μέλος σε άλλο, ένα σύστημα επιστροφής φόρου προστιθέμενης αξίας κατά την εξαγωγή, κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται η εισαγωγή των αγαθών ή υπηρεσιών ελεύθερων φορολογικών βαρών και η υπαγωγή τους στη χώρα προορισμού στην ίδια φορολογική μεταχείριση με τα παραγόμενα σ’ αυτήν προϊόντα, δεδομένου ότι ο εν λόγω φόρος δεν επιβάλλεται, όπως ο φόρος προστιθέμενης αξίας, στην τιμή των προϊόντων και υπηρεσιών, αλλά στα ακαθάριστα έσοδα του ασκούντος οικονομική δραστηριότητα στη Δωδεκάνησο.
Ομοίως, ο ένδικος φόρος, δεν έχει το χαρακτήρα φόρου κύκλου εργασιών κατά την έννοια του άρθρου 33 της ως άνω Οδηγίας, δεδομένου ότι, δεν συγκεντρώνει τα ουσιώδη χαρακτηριστικά του φόρου προστιθέμενης αξίας και δεν πλήττει τις εμπορικές συναλλαγές κατά τρόπο παρόμοιο με αυτόν που χαρακτηρίζει το φόρο προστιθέμενης αξίας.
Και τούτο διότι ο φόρος αυτός ναι μεν είναι γενικός, επιβαλλόμενος επί του συνόλου των συναλλαγών που αφορούν αγαθά ή υπηρεσίες, και δύναται, κατ’ αρχήν, να μετακυλισθεί στον καταναλωτή, εφόσον δεν υπάρχει στο ν. 2214/1994 σχετική απαγορευτική διάταξη προς τούτο, όμως δεν επιβάλλεται σε κάθε στάδιο της παραγωγής και της εμπορίας των προϊόντων και των υπηρεσιών επί της προστιθέμενης αξίας αυτών, ανάλογα με την εισπραττόμενη από τον υποκείμενο στο φόρο τιμή, αλλά επιβάλλεται ετησίως επί του συνόλου των εσόδων (ακαθάριστων) που πραγματοποιούν οι ασκούντες οικονομική δραστηριότητα στη Δωδεκάνησο, ανάλογα με τη φοροδοτική ικανότητα του υποκειμένου στο φόρο και δεν μετακυλίεται στον τελικό καταναλωτή κατά τον τρόπο που χαρακτηρίζει τον φόρο προστιθέμενης αξίας, καθόσον, επιβαλλόμενος επί του συνολικού ποσού των ακαθάριστων εσόδων, δεν είναι δυνατό να προσδιοριστεί επακριβώς ποιο τμήμα του φόρου που εισπράχθηκε επί κάθε πώλησης ή παροχής υπηρεσιών μπορεί να θεωρηθεί ότι μετακυλίστηκε στον καταναλωτή».
https://www.dimokratiki.gr/arxeio/poulai-paramithia-gia-proeklogiki-katanalosi/














