Ελεύθεροι χωρίς όρους αφέθηκαν χθες, μετά την απολογία τους, με ομόφωνη απόφαση Ανακριτή και Εισαγγελέα, 4 μέτοχοι γνωστής ξενοδοχειακής εταιρείας, ιδιοκτήτριας κεντρικού ξενοδοχείου του νησιού, που κατηγορούνται για κακουργηματική υπεξαίρεση και πλαστογραφία.
Οι κατηγορίες σε βάρος τους ασκήθηκαν μετά από μήνυση που υπέβαλαν δύο μέτοχοι της ίδιας εταιρείας οι οποίοι έχουν καταγγείλει μεταξύ άλλων απίθανες μεθοδεύσεις που οδήγησαν σε κατάσχεση και πλειστηριασμό του ακινήτου.
Η εταιρεία έχει στην ιδιοκτησία της ως κύριο περιουσιακό της στοιχείο ξενοδοχείο Β’ τάξεως στο «Νιοχώρι» με όλο τον απαραίτητο ξενοδοχειακό εξοπλισμό.
Η ξενοδοχειακή επιχείρηση αποτελείται από ξενοδοχείο Β’ τάξεως με άδεια λειτουργίας δυναμικότητας 220 κλινών, αποτελούμενο από υπόγειο εκτάσεως 501 τ.μ., ισόγειο 501 τ.μ., ημιώροφο 350 τ.μ. και Α’, Β’, Γ’ και Δ’ όροφο 501 τ.μ. έκαστος, επί δώματος δε έχουν κτισθεί 50 τ.μ. και στον ακάλυπτο χώρο αποθήκη 40 τ.μ.
Στο ισόγειο λειτουργεί χώρος υποδοχής, εστιατόριο, μπαρ, το υπόγειο λειτουργεί ως αποθηκευτικός χώρος, ο δε ημιώροφος ως γραφεία, σαλόνι και 10 δωμάτια, οι δε όροφοι διαθέτουν από 18 δωμάτια.
Το 2003 υπεγράφη στη Ρόδο μεταξύ Τράπεζας και της εταιρείας σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό για ποσό 150.000 ευρώ και συνομολόγηση προσημείωσης υποθήκης για ασφάλιση ποσού 180.000 ευρώ με την υπογραφή μόνο ενός εκ των μελών του διοικητικού συμβουλίου, παρά την επιταγή του καταστατικού της εταιρείας για ομόφωνη απόφαση.
Δύο μέτοχοι ισχυρίστηκαν ότι η δανειακή σύμβαση είναι άκυρη και ότι συναφής είναι και η παράλειψη των υπολοίπων μελών να ασκήσουν εποπτεία στο διοικητικό συμβούλιο και να αποτρέψουν την κατάρτιση της συμβάσεως.
Με βάση την δανειακή σύμβαση η Τράπεζα εξέδωσε διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου κατά της εταιρείας με επίσπευση σε βάρος της πλειστηριασμού.
Δύο μέτοχοι διατείνονται ότι για την αποτροπή του πλειστηριασμού τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου δεν φρόντισαν να αποπληρώσουν την οφειλή τους αλλά ούτε και επιχείρησαν έστω κάποια ρύθμιση.
Επισημαίνουν παραπέρα ότι δεν έγινε έγκαιρη συζήτηση της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής, ισχυριζόμενοι ότι ασκήθηκε κατ’ επίφαση.
Μεταξύ άλλων οι δύο μέτοχοι – μηνυτές υποστηρίζουν ότι υπήρξε παράβαση διατάξεων νόμου και καταστατικού για υποχρεωτική σύγκληση και διενέργεια γενικών συνελεύσεων, μη τήρηση υποχρεωτικών βιβλίων, μη (έγκυρος) έλεγχος από ελεγκτές, μη έγκριση οικονομικών καταστάσεων από γενική συνέλευση, μη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών εργαζόμενων και παραβάσεις της φορολογικής νομοθεσίας.
Επικαλούνται παραπέρα πλημμέλειες στη σύνταξη των οικονομικών καταστάσεων και αναληθή απεικόνιση των οικονομικών μεγεθών της εταιρείας με ταυτόχρονη παράλειψη συγκλήσεως της γενικής συνέλευσης για έγκριση αυξήσεως του μετοχικού κεφαλαίου.
Επισημαίνουν μάλιστα ότι η ως άνω δανειακή σύμβαση δεν εμφανιζόταν σε ισολογισμούς της ξενοδοχειακής εταιρείας. Υποστηρίζεται συγκεκριμένα ότι από το 2006 είχε οριστικά καταγγελθεί η ανωτέρω δανειακή σύμβαση με το υπόλοιπο να έχει καταστεί άμεσα απαιτητό, ενώ εκδόθηκε βάσει αυτής διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου κατά της εταιρείας με βάση την οποία επισπεύσθηκε και πλειστηριασμός.
Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας που απαρτίζουν οι τέσσερις κατηγορούμενοι απέκρυψε από τις οικονομικές καταστάσεις την οφειλή, η οποία όπως υποστηρίζουν αποσιωπάται χωρίς εξηγήσεις και ενδοιασμούς ακόμη και στο προσάρτημα.
Οι κατηγορούμενοι από την άλλη απέκρουσαν τις εις βάρος τους κατηγορίες. Όπως τόνισαν τα προβλήματα στην εταιρεία άρχισαν όταν τα εταιρικά μερίδια ενός εκ των αρχικών μετόχων μεταβιβάστηκαν στα τέκνα του μετά το θάνατό του. Ενεπλάκησαν, όπως είπαν, αρχικά σε δικαστικούς αγώνες για την ανάδειξη του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας και στην συνέχεια σε ποινικές υποθέσεις με κατήγορους τους δύο μετόχους ως δήθεν πλαστογραφήσαντες ισολογισμούς και άλλα στοιχεία. Για τις καγηγορίες αυτές απηλλάγησαν δικαστικά.
Τα προβλήματα συνεχίστηκαν, όπως τόνισαν, σε κάθε γενική συνέλευση της εταιρίας αφού οι μηνυτές απέκλειαν την διενέργειά τους. Η κατάσταση παρέμεινε τεταμένη καθόλη την διάρκεια της δεκαετίας του 2000 όταν και έλαβαν την αμετάκλητη απόφαση να πουλήσουν τις μετοχές τους ώστε να ρευστοποιήσουν την συμμετοχή τους σε μία εταιρία στην οποία δεν υπήρχε πλέον περιθώριο ουσιαστικής διαχείρισης άλλως δεν υπήρχε πλέον περιθώριο για ειρηνική συνύπαρξη.
Αρνήθηκαν κατηγορηματικά ότι έγινε υπεξαίρεση ενώ σε ό,τι αφορά την πλαστογραφία υποστήριξαν ότι ο λογιστής προφανώς δεν ήταν εφικτό να θεωρήσει βιβλία και στοιχεία στην Δ.Ο.Υ λόγω χρεών και κατά συνέπεια προέβη σε πρόχειρη καταγραφή στις πίσω σελίδες του βιβλίου Ισοζυγίου Γενικού και Αναλυτικών Καθολικών η οποία δεν είναι σύννομη φορολογικά και συνιστά παράβαση.
Τους κατηγορούμενους εκπροσώπησε ο δικηγόρος κ. Γιάννης Παντελίδης και την πολιτική αγωγή ο δικηγόρος κ. Στ. Στεφανίδης.














