Εγκλημα χωρίς τιμωρία η κλοπή των πιάτων Ιωαννίδη

Παραφράζοντας τον τίτλο του γνωστού μυθιστορήματος του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι στην περίπτωση της διαβόητης πλέον συλλογής πιάτων ανεκτίμητης αξίας του Ροδίτη Παναγιώτη Ιωαννίδη, ο τίτλος του παρόντος ρεπορτάζ, «Έγκλημα χωρίς Τιμωρία», δίνει την εικόνα των όσων προέκυψαν από τις έρευνες που έγιναν αρμοδίως, στο χρονικό διάστημα από 9 Σεπτεμβρίου 2001, όταν η λεηλασία της συλλογής ήλθε στο φως της δημοσιότητας από τη «δημοκρατική», μέχρι την 13η Ιανουαρίου 2013, όταν δημοσιεύθηκε το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου, που έθεσε την υπόθεση στο αρχείο…
Η «χρυσή λαθροχειρία» έμεινε ατιμώρητη και τα 9 πιάτα, περιουσία του χρεοκοπημένου και πολύπαθου Δήμου, που εξακολουθούν να αγνοούνται, κοσμούν μάλλον κάποια ιδιωτική συλλογή.
Ποινικές ευθύνες δεν προέκυψαν, ηθικές όμως εξακολουθούν να υπάρχουν. Αν ζούσαμε σε μία κοινωνία που ορισμένοι αιρετοί είχαν ισχυρό το αίσθημα της ευθύνης έναντι του συλλογικού αγαθού, τότε θα ήταν περιττό κάθε άλλο μέτρο για τη δίκαιη και δημιουργική λειτουργία αυτής της κοινωνίας.
Είναι αδύνατον για οποιονδήποτε να μην επιρρίψει ευθύνη για την αδιαφορία αιρετών, που θήτευσαν στον πρώην Δήμο Ροδίων από το έτος 1987 και εντεύθεν για την τύχη της συλλογής αυτής και που εν τέλει οδήγησαν με την στάση τους τα σοβαρά αδικήματα κατά της περιουσίας του Ροδιακού λαού σε 15ετή παραγραφή!
Υπό την έντονη κυριαρχία αυτού του αποσυνθετικού συνδυασμού απουσίας ευθύνης και ατιμωρησίας πορεύεται όμως η παρούσα ελληνική κοινωνία. Και μπορεί η ατιμωρησία των πολιτικών να είναι η κορυφή, από κάτω όμως υπάρχει ολόκληρο παγόβουνο ατιμωρησίας, το οποίο εμπεδώνει την αίσθηση της ατιμωρησίας σε ολόκληρη την κοινωνία.
Όπως λέει μια παλιά σικελική παροιμία, «όποιος δεν ακούει, δε βλέπει και δε μιλάει, ζει εκατό χρόνια». Κάπως έτσι φαίνεται ότι εξελίχθηκε και η υπόθεση των χαμένων πιάτων…
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή:
Την 9η Σεπτεμβρίου 2001 η «δημοκρατική» θέτει το ερώτημα σε οπισθόφυλλο άρθρο με τίτλο «Τι απέγινε η συλλογή κεραμικών Π. Ιωαννίδη»;
«Ενα «καυτό» ερώτημα, παραμένει αναπάντητο εδώ και 13 ολόκληρα χρόνια και πιο συγκεκριμένα από την Διάσκεψη Κορυφής του 1988, οι εργασίες της οποίας είχαν γίνει στο «Καστέλλο», με αποτέλεσμα να καθίσταται πλέον επιβεβλημένη η επέμβαση του αρμοδίου Εισαγγελέα, εκτός κι αν οι υπεύθυνοι αποκτήσουν μνήμη και φωνή και δώσουν απάντηση, έστω και τώρα. Το ερώτημα, που απευθύνεται προς πάντα υπεύθυνο και πρωτίστως προς την Αρχαιολογική Υπηρεσία Ρόδου, είναι το ακόλουθο:
Τι έγινε η περίφημη και ταυτόχρονα χρυσοφόρα συλλογή Κεραμεικών του Παναγιώτη Ιωαννίδη που είχε αγοράσει ο Δήμος Ροδίων το έτος 1969 κι εν συνεχεία παρέδωσε προς φύλαξη στην Αρχαιολογική Υπηρεσία;» ανέφερε εισαγωγικά η εφημερίδα, που περιέγραψε εν συνεχεία το ιστορικό της υπόθεσης και συγκεκριμένα, πως το έτος 1969, επί δημαρχίας Γιώργου Βρούχου, ο Δήμος Ροδίων αγόρασε, καταβάλλοντος το σημαντικό για την εποχή ποσό του ενός εκατομμυρίου δραχμών, την περίφημη συλλογή κεραμικών. Όπως επεσήμανε η συλλογή αποτελείτο από πιάτα που προήρχοντο από τα περίφημα και παγκοσμίως (τότε) αναγνωρισμένα κεραμουργικά εργαστήρια της πόλεως Isnik, που βρισκόταν στα απέναντι τουρκικά παράλια.
Τόνισε μάλιστα ότι πολλά απ’αυτά στόλιζαν και ίσως στολίζουν ακόμα μέχρι σήμερα, και το Μουσείο του Λούβρου ενώ επεσήμανε ότι ένα τέτοιο πιάτο είχε «πιάσει» 140 εκ. δρχ. σε δημοπρασία που έγινε στην Γαλλία.
Η συλλογή Ιωαννίδη, παραδόθηκε, από τον Δήμο Ροδίων προς φύλαξη στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, αλλά για τελευταία φορά «εθεάθη» στο «Καστέλλο» (είχε εκτεθεί σε κοινή θέα) κατά την διάρκεια της Διασκέψεως Κορυφής των ηγετών της ΕΟΚ!
Η δημοσιοποίηση του συγκεκριμένου άρθρου είχε κινητοποιήσει τη δημοτική αρχή και η εφημερίδα επανήλθε την 19η Σεπτεμβρίου με νεώτερο άρθρο στο οποίο ανέφερε μεταξύ άλλων και τα εξής:
«Οπως προκύπτει από λίστα την οποίαν συνέταξαν και υπέγραψαν την 2/12/1966 (και η οποία παραδόθηκε πρόσφατα από την οικογένεια Ιωαννίδη στην «δ») ο τότε έφορος Αρχαιοτήτων Γρηγ. Κωνσταντόπουλος και η επιμελήτρια αρχαιοτήτων Ηρώ Ζερβουδάκη, η συλλογή Ιωαννίδη απετελείτο από 71 παλιά πιάτα και 241 παλαιά αντικείμενα (από τα τελευταία αυτά έγινε διαγραφή 17).
Από πρακτικό το οποίο συνετάχθη και υπεγράφη την 24η Αυγούστου 1973 στο σπίτι του αείμνηστου Παναγ. Ιωαννίδη (καταγομένου από την Λίνδο) από τους α) Καλλιόπη Ζώρα, διευθύντρια του Μουσείου Λαϊκής Τέχνης Αθηνών β) Ηλία Κόλλια, επιμελητή αρχαιοτήτων Δωδ/νήσου και γ) Θεοδώρου Ζησιμάτου, δημοτικό σύμβουλο, οι οποίοι συγκροτούσαν επιτροπή, με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου, με σκοπό την εκτίμηση της αξίας της συλλογής προκύπτει ότι η αξία της συλλογής ήταν (τότε) 1 εκ. δρχ., ποσό που διέθεσε πράγματι ο Δήμος Ρόδου και την αγόρασε (σημ. ο Παν. Ιωαννίδης αντιμετώπιζε τότε μεγάλο οικονομικό πρόβλημα). Αργότερα η οικογένεια Ιωαννίδη ζήτησε να αγοράσει την συλλογή αλλά ο Δήμος Ρόδου αρνήθηκε. Αξίζει να σημειωθεί, ότι όπως αναφέρει (στο ίδιο πρακτικό) η Επιτροπή αρκετά κομμάτια της συλλογής είχαν μεγάλη αξία».
Στο ίδιο άρθρο αναφερόταν ότι η Αρχαιολογική Υπηρεσία είχε διενεργήσει έλεγχο που κράτησε αρκετές ημέρες, από τον οποίο είχαν προκύψει τα εξής:
«Την 16η Οκτωβρίου 1984, υπάρχει πρωτόκολλο παραλαβής και παραδόσεως μεταξύ του τότε δημάρχου Ρόδου Σ. Καραγιάννη και της επιμελήτριας αρχαιοτήτων Μάνιας Μιχαηλίδου, σύμφωνα με το οποίο ο πρώτος φέρεται να παρέλαβε 48 πιάτα τύπου «Νίκαιας» («Ισνικ») και 30 κομμάτια «Ευρωπαϊκά», τα οποία εφυλάσσοντο στις αποθήκες του Μουσείου Κοσμητικής Συλλογής (ενώ κανονικά θα έπρεπε να είχαν εκτεθεί σε κοινή θέα, αυτήν την «αποστολή» έχουν οι θησαυροί και τα αρχαία αντικείμενα). Τον Φεβρουάριο του 1987 τρία κομμάτια τύπου «Νίκαιας» και όλα τα «Ευρωπαϊκά» φέρονται να ευρίσκοντο στο Λαογραφικό Μουσείο. Πάντα σύμφωνα με την Αρχαιολογία, από τα 45 κομμάτια που ουσιαστικά παρέλαβε ο Δήμος το Γραφείο Μεσαιωνικής Πόλης «έχει» στην κατοχή του 20!. Δηλώνεται ακόμα ότι την 16η Ιανουαρίου 1987 έγινε διάρρηξη στον εκθεσιακό χώρο του «Καρρέττο» (ενημερώθηκε, άραγε, η Ασφάλεια;), όπου φέρονται να εφυλάσσοντο τα υπόλοιπα 26. Διαπιστώθηκε, τότε, ότι έλειπαν 9, ενώ άλλα δύο φέρονται να είχαν σπάσει….Από νέο πρωτόκολλο της 28ης Σεπτεμβρίου 1989 εξάλλου, το οποίο υπεγράφη μεταξύ της κ. Μάνιας Μιχαηλίδου και του κ. Σάββα Καραγιάννη, 30 ευρωπαϊκά πιάτα θα εφυλάσσοντο στο Λαογραφικό Μουσείο Ρόδου».
Την 28η Σεπτεμβρίου 2001 ο τότε Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Ρόδου κ. Γ. Οικονόμου ανέθεσε, με παραγγελία του, σε Πταισματοδίκη, την διενέργεια κατεπείγουσας προκαταρκτικής εξετάσεως, με βάση τα δημοσιεύματα της «δ» προκειμένου να διερευνηθεί τι απέγινε η περίφημη συλλογή κεραμεικών του αείμνηστου συμπατριώτη μας και ταυτόχρονα αν διεπράχθησαν τυχόν ποινικά αδικήματα και από ποιους, προκειμένου να ασκηθούν ποινικές διώξεις.
Ταυτόχρονα ο δήμαρχος κ. Γ. Γιαννόπουλος ανέθεσε, με απόφασή του, στον υπάλληλο του Δήμου κ. Νικόλαο Ματσάκη την διενέργεια Ενορκης Διοικητικής Εξετάσεως (ΕΔΕ), προκειμένου να διευκρινισθούν όλες οι πληροφορίες σχετικά με την διαχείριση της συλλογής.
Η 4η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων είχε αποστείλει προς την Νομαρχία και το Δήμο Ροδίων, σχετικά με την όλη υπόθεση, το ακόλουθο έγγραφο, που δημοσιοποίησε «η δημοκρατική»:
«Τα πινάκια της Συλλογής Ιωαννίδη, για τα οποία έχει δημιουργηθεί κάποιος θόρυβος τελευταία, φυλάσσονται σε αρχαιολογικούς χώρους της Υπηρεσίας μας και εφ’ όσον η επιστροφή τους έχει ζητηθεί από το Δήμο Ροδίων, έχει ξεκινήσει η επιστημονική καταγραφή τους στους καταλόγους της Εφορείας. Όταν η απαραίτητη αυτή διαδικασία ολοκληρωθεί θα γίνει η επίσημη παράδοση τους στο Δήμο με τα απαραίτητα συνοδευτικά έγγραφα τις προσεχείς μέρες».
Την 13η Οκτωβρίου 2001 και ενώ κι άλλα ΜΜΕ είχαν αρχίσει να ασχολούνται με την υπόθεση, αναπαράγοντας ουσιωδώς τα όσα είχε ήδη δημοσιοποιήσει η «δημοκρατική», δημοσιεύεται και η απόφαση του δημοτικού συμβουλίου επί θητείας Βρούχου με την οποία είχε αγοραστεί η συλλογή με τίτλο «Ούτε φωνή ούτε ακρόαση για τη συλλογή Ιωαννίδη».
Από τις έρευνες είχε προκύψει ότι από τη συλλογή έλλειπαν 9 πιάτα και συγκεκριμένα τα υπ’ αριθμ. 19, 37, 52, 61, 63, 65, 66, 68 και 70, που περιελάμβανε ο πίνακας περιγραφής.
Την 13η Φεβρουαρίου 2002 η «δημοκρατική» δημοσιοποίησε ότι ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Ρόδου κ. Γ. Οικονόμου άσκησε ποινική δίωξη σε βαθμό κακουργήματος για διακεκριμένη περίπτωση κλοπής κατά παντός υπευθύνου της αρχαιολογικής υπηρεσίας και της δημοτικής αρχής Ρόδου καθώς και κατά παντός άλλου ιδιώτη συμμετόχου, με την ιδιότητα του φυσικού ή ηθικού αυτουργού ή απλού συνεργού και διαβίβασε τη δικογραφία στον τότε τακτικό Ανακριτή κ. Βασ. Παπανικόλα.
Την 20ή Δεκεμβρίου 2002 εκδόθηκε και δημοσιεύθηκε την 13η Ιανουαρίου 2003 το υπ΄αριθμ. 230/2002 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Ρόδου, που έθεσε την υπόθεση στο αρχείο.
«Από το υπ΄ αρίθμ. 547/2001 έγγραφο του Τακτικού Ανακριτού Ρόδου προκύπτει ότι δε διενεργήθηκε Κυρία Ανάκριση από τον ίδιο διότι η πράξη του κακουργηματικού χαρακτήρα της διακεκριμένης κλοπής για την οποία ασκήθηκε ποινική δίωξη φέρεται ως τελεσθείσα την 16η Ιανουαρίου 1987 (βλ. Πόρισμα Ε.Δ.Ε. Δήμου Ρόδου) ενώ η ποινική δίωξη ασκήθηκε την 18η Ιανουαρίου 2002 διότι τότε ολοκληρώθηκε η επείγουσα προκαταρκτική εξέταση από την Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Ρόδου. Από αυτό το στοιχείο καθίσταται σαφές πως έχει εξαλειφθεί το αξιόποινο της παραπάνω πράξης λόγω παραγραφής…» ανέφερε στην πρόταση του προς το Συμβούλιο ο τότε Εισαγγελέας και υιοθέτησε το δικαστικό συμβούλιο.
Καθίσταται έτσι σαφές ότι οποιαδήποτε περαιτέρω έρευνα σήμερα για τον κολασμό των υπευθύνων παρέλκει ένεκα δεδικασμένου και παραγραφής του αξιόποινου…
(Σημ.: Κατά την Διάσκεψη Κορυφής του Δεκεμβρίου 1988 κυκλοφόρησαν φήμες και μάλιστα μετ’ επιτάσεως, ότι πιάτα της Συλλογής δωρήθηκαν, αλλά η «δ» δεν είναι σε θέση να αναλάβει την ευθύνη αυτής της φήμης, καθώς μάλιστα ο τότε δήμαρχος κ. Σ. Καραγιάννης είχε δηλώσει πλήρη άγνοια).