• Ακυρώθηκαν απαιτήσεις υπαλλήλων για καταβολή επιδομάτων μετά το 2013 με ρητή επίκληση του δημοσίου συμφέροντος και της πρόσφατης νομολογίας, με μοναδική εξαίρεση περίπτωση που καλύπτεται από δεδικασμένο
Η αντιδικία του Δήμου Ρόδου με εργαζόμενους για την καταβολή επιδομάτων εορτών και αδείας οδήγησε σε δύο καίριες αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου που δημοσιεύθηκαν χθες και χαρτογραφούν εκ νέου το τοπίο των σχετικών αξιώσεων. Στην πρώτη υπόθεση, που αφορούσε δέκα ενάγοντες, το Δικαστήριο δέχθηκε κατ ουσίαν την έφεση του Δήμου για τους εννέα και απέρριψε την αγωγή τους ως μη νόμιμη, διατηρώντας μόνο για έναν ενάγοντα την πρωτόδικη κρίση λόγω δεδικασμένου από παλαιότερη τελεσίδικη απόφαση.
Στη δεύτερη υπόθεση, που αφορούσε μεμονωμένο υπάλληλο, το Δικαστήριο εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση και απέρριψε πλήρως την αγωγή.
Και στις δύο δίκες ο Δήμος Ρόδου εκπροσωπήθηκε από τη δικηγόρο κ. Αναστασία Γεωργία Παπανικολάου, ενώ οι ενάγοντες από τον δικηγόρο κ. Εμμανουήλ Παπαϊωάννου Μαγκάνη.
Το ιστορικό των δύο υποθέσεων
Στην πρώτη υπόθεση οι εργαζόμενοι είχαν επιτύχει εν μέρει πρωτόδικη δικαίωση στο Ειρηνοδικείο Ρόδου, με αναγωγή των αξιώσεων σε δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα και επίδομα αδείας για τα έτη 2019 και 2020. Ο Δήμος άσκησε έφεση. Το Μονομελές Πρωτοδικείο, δικάζοντας ως δευτεροβάθμιο, εξαφάνισε την πρωτόδικη 42/2023 απόφαση ως προς τους εννέα, έκρινε την αγωγή μη νόμιμη και απέρριψε τις αξιώσεις τους. Για τον όγδοο ενάγοντα διατήρησε την κρίση υπέρ αυτού, επικαλούμενο δεδικασμένο από την 51/2020 τελεσίδικη απόφαση του Ειρηνοδικείου Ρόδου. Η δικαστική δαπάνη συμψηφίστηκε λόγω δυσχέρειας των εφαρμοστέων κανόνων.
Στη δεύτερη υπόθεση, που αφορούσε έναν ενάγοντα με ξεχωριστή αγωγή, το Μονομελές Πρωτοδικείο, έκανε δεκτή την έφεση του Δήμου, εξαφάνισε την 15/2024 απόφαση του Ειρηνοδικείου και απέρριψε την αγωγή στο σύνολό της. Και εδώ ο συμψηφισμός της δαπάνης κρίθηκε επιβεβλημένος λόγω της ιδιάζουσας ερμηνευτικής δυσκολίας.
Το νομικό σκεπτικό που έκρινε το αποτέλεσμα
Κεντρικός άξονας και των δύο αποφάσεων υπήρξε η διάταξη του Νόμου 4093 του 2012 με την οποία καταργήθηκαν τα επιδόματα εορτών και αδείας για υπαλλήλους του Δημοσίου, των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και της τοπικής αυτοδιοίκησης από την 1η Ιανουαρίου 2013. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η ρύθμιση αυτή δεν προσκρούει στο Σύνταγμα ούτε στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, διότι υπηρετεί σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, εντάσσεται σε ευρύτερο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής και δεν οδηγεί σε κατάλυση αξιοπρεπούς διαβίωσης. Κατά το σκεπτικό, το μέτρο είναι πρόσφορο και αναγκαίο για την περιστολή δαπανών και δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας.
Ιδιαίτερη μνεία έγινε και στο ζήτημα του νόμιμου τόκου επί απαιτήσεων κατά του Δημοσίου μετά τον Νόμο 4607 του 2019, ο οποίος συνδέει το επιτόκιο με το επιτόκιο της κύριας αναχρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας προσαυξημένο κατά τρεις μονάδες. Στο πλαίσιο αυτό απορρίφθηκε λόγος εφέσεως περί εσφαλμένης τοκοφορίας, με το Δικαστήριο να επιβεβαιώνει την εφαρμογή του νεότερου πλαισίου.
Η σημασία του δεδικασμένου και το όριο της εφέσεως
Στην πρώτη υπόθεση, το Δικαστήριο τόνισε ότι η ύπαρξη τελεσίδικης κρίσης υπέρ ενός εκ των εναγόντων δέσμευε την εκ νέου αξιολόγηση των ίδιων αξιώσεων ως προς αυτόν, ακόμη και αν η τελεσίδικη απόφαση είχε αποδεχθεί αντισυνταγματικότητα της περικοπής. Υπογραμμίστηκε ότι δεδικασμένο παράγεται και από εσφαλμένη απόφαση εφόσον δεν έχει μεταβληθεί το νομικό πλαίσιο ή τα κρίσιμα πραγματικά γεγονότα. Πρόκειται για κρίση που δείχνει τον λειτουργικό ρεαλισμό του δικονομικού συστήματος και τη σημασία της ασφάλειας δικαίου.
Παράλληλα, στη δεύτερη υπόθεση το Δικαστήριο εξήγησε τα όρια της εξουσίας του σε έφεση όταν η πρωτόδικη απόφαση είχε ήδη απορρίψει τις επικουρικές βάσεις της αγωγής. Ελλείψει αντέφεσης από τον ενάγοντα, το δευτεροβάθμιο όργανο δεν μπορούσε να επανεξετάσει τις επικουρικές βάσεις αδικοπραξίας και αδικαιολόγητου πλουτισμού μετά την απόρριψη της κύριας βάσης. Η προσέγγιση αυτή εδράζεται στην πάγια νομολογία για τα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης.
Τι σημαίνουν οι αποφάσεις για τους ΟΤΑ και την πρακτική των διεκδικήσεων
Η διπλή επικράτηση του Δήμου Ρόδου προσθέτει δύο ακόμη κρίκους σε μια αλυσίδα νομολογίας που μετατοπίζει το βάρος από την προσφυγή στη ρητορική περί αντισυνταγματικότητας προς την αυστηρή τήρηση του νομοθετικού πλαισίου και του δημοσιονομικού ορθολογισμού. Για τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης το μήνυμα είναι σαφές. Οι αξιώσεις για δώρα και επίδομα αδείας μετά το 2013 χωρίς ειδική νομική θεμελίωση και χωρίς εξαιρετικά πραγματικά δεδομένα δύσκολα αντέχουν στον έλεγχο νομιμότητας. Η έμφαση σε σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, στη συνοχή των μέτρων και στην αναλογικότητα συνθέτει μια σταθερή γραμμή που οι δικαστικές συνθέσεις του νησιού ακολουθούν με συνέπεια.
Ταυτόχρονα, οι αποφάσεις διδάσκουν και κάτι ακόμη. Όπου υπάρχει δεδικασμένο, αυτό δεν παρακάμπτεται με εφετειακή επιχειρηματολογία. Οι δικαιούχοι που έχουν στα χέρια τους τελεσίδικες κρίσεις εξακολουθούν να προστατεύονται, ενώ για τα υπόλοιπα αιτήματα το φίλτρο νομιμότητας παραμένει αυστηρό.
Οι δύο αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου λειτουργούν ως πυξίδα για αντίστοιχες εκκρεμοδικίες σε όλη τη χώρα. Εδραιώνουν τη θέση ότι οι περικοπές του 2012 για τα επιδόματα εορτών και αδείας στέκουν νομικά και συνταγματικά, διασώζοντας μόνο περιπτώσεις που καλύπτονται από αμετάβλητο δεδικασμένο.















