Νόμιμη η «αφαίμαξη» των διαθεσίμων του ΕΒΕΔ

Στο αρχείο τέθηκε με διάταξη της Εισαγγελίας Πλημμελειοδικών Ρόδου, που επικυρώθηκε από την Εισαγγελία Εφετών Δωδεκανήσου, η ποινική προκαταρκτική δικογραφία που σχηματίστηκε για τη διερεύνηση τυχόν τελέσεως του αδικήµατος της κλοπής, ιδιαιτέρως µεγάλης αξίας (άνω των 73.000 ευρώ), µετά από καταγγελίες του προέδρου του ΕΒΕ Δωδεκανήσου κ. Γ. Πάππου και του οικονοµικού επόπτη κ. Γιώργου Αντώνογλου, για την «αφαίµαξη» σηµαντικού µέρους των διαθεσίµων, που διατηρεί το Επιµελητήριο στην Τράπεζα της Ελλάδος.
Ο κ. Πάππου κατήγγειλε συγκεκριμένα τον Φεβρουάριο του 2012 ότι η κυβέρνηση «άρπαξε» το χρηµατικό διαθέσιµο των Επιµελητηρίων, το µετέτρεψε σε οµόλογα του Ελληνικού Δηµοσίου και ταυτόχρονα ανακοίνωσε την ένταξη των οµολόγων αυτών στο PSI και στο «κούρεµα» των οµολόγων µε αποτέλεσµα την αυτόµατη απώλεια του 60% των κεφαλαίων αυτών.
Επεσήµανε επιπλέον ότι η «κρατική αυτή παρέµβαση» δημιούργησε προβλήµατα στην υλοποίηση δράσεων που είχαν προγραµµατιστεί από το ΕΒΕΔ.
Ταυτόχρονα η πλειονότητα των διοικήσεων των Επιµελητηρίων της χώρας προχώρησε σε επίθεση κατά της Τραπέζης της Ελλάδος, που λόγω της αποµείωσης των οµολόγων του Ελληνικού Δηµοσίου έχασαν πολύ µεγάλο µέρος των αποθεµατικών τους.
Ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ κ. Κωνσταντίνος Μίχαλος είχε δηλώσει ότι «δεν νοµιµοποιείται µια τέτοια απόφαση, από τη στιγµή µάλιστα που όλα τα προηγούµενα χρόνια, από το 1997, ουδέποτε η Τράπεζα της Ελλάδος απέδωσε στα Επιµελητήρια τις όποιες αποδόσεις είχαν τα οµόλογά τους».
Η Τράπεζα της Ελλάδος, από την άλλη, επικαλέστηκε τις αυστηρές διατάξεις του Νόµου 2469/1997, απαντώντας στις επικρίσεις που έχει δεχθεί αναφορικά µε τις τοποθετήσεις των αποθεµατικών σε οµόλογα του Ελληνικού Δηµοσίου, στο λεγόµενο “Κοινό Κεφάλαιο”.
Όπως ανέφερε η ΤτΕ, τα διαθέσιµα κεφάλαια των Νοµικών Προσώπων Δηµοσίου Δικαίου και Ασφαλιστικών Φορέων («φορείς») συνιστούν το Κοινό Κεφάλαιο το οποίο διαχειρίζεται η Τράπεζα της Ελλάδος. Το ενεργητικό του Κοινού Κεφαλαίου, το οποίο κατά τον νόµο αποτελεί οµάδα περιουσίας, ανήκει εξ αδιαιρέτου στους συµµετέχοντες στο Κοινό Κεφάλαιο φορείς, ανάλογα µε το ποσοστό συµµετοχής τους.
Όσον αφορά στη διαχείριση του Κοινού Κεφαλαίου η ΤτΕ υποστήριξε ότι “δεν διενεργείται ελεύθερα, αλλά αυστηρά εντός του πλαισίου που θέτει ο νόµος (άρθρο 15, παρ. 11, υποπαρ. γ’, ν. 2469/1997)».
Η ΤτΕ διατείνεται ότι είναι υποχρεωµένη να επενδύει το ενεργητικό του Κοινού Κεφαλαίου αποκλειστικά σε οµόλογα και έντοκα γραµµάτια του Ελληνικού Δηµοσίου (σε «κινητές αξίες του Ελληνικού Δηµοσίου» κατά τη διατύπωση του νόµου) και µάλιστα άµεσα.
Εν πάση περιπτώσει στη διάταξη αρχειοθέτησης της υπόθεσης αναφέρονται μεταξύ άλλων και τα εξής:
«Σύμφωνα με το άρ. 15§11 Ν. 2469/1997 τα διαθέσιμα κεφάλαια των ΝΠΔΔ και των ασφαλιστικών φορέων (ΑΦ) συνιστούν το Κοινό Κεφάλαιο των ΝΠΔΔ και των ΑΦ, τα οποία υποχρεωτικά επενδύει η Τράπεζα της Ελλάδος σε ελληνικά ομόλογα και έντοκα γραμμάτια του ελληνικού δημοσίου. Οι πρόσοδοι από την επένδυση αυτή αποδίδονται στα ανωτέρω πρόσωπα και δεν συνιστούν τόκους αλλά ούτε και οι λογαριασμοί που τηρεί η Τράπεζα της Ελλάδας εξομοιώνονται με τραπεζικούς έντοκους λογαριασμούς αφού είναι εκ του νόμου άτοκοι. Η δε μετατροπή σε ομόλογα ήταν αναγκαστική και όχι δυνητική για την τράπεζα της Ελλάδος, η δε συμμετοχή του Κοινού Κεφαλαίου στο πρόγραμμα ανταλλαγής ομολόγων και αναδιάταξης του Ελληνικού χρέους (PSI) ήταν επίσης υποχρεωτική ενώ η μείωση της ονομαστικής αξίας της μερίδας κάθε συμμετέχοντα στο Κοινό Κεφάλαιο ήταν απόρροια του «κουρέματος» του ελληνικού χρέους και της δημοσιονομικής πολιτικής που ακολουθήθηκε.
Συνακόλουθα, με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά δεν προέκυψε η τέλεση κάποιας αξιόποινης πράξης και για το λόγο αυτό θέσαμε τη δικογραφία στο αρχείο, σύμφωνα με το άρθρο 43 παρ. 2 Κ.Π.Δ.».