20 Ρόδιοι προσφεύγουν κατά της Τράπεζας Κύπρου

20 περίπου Ροδίτες, δικαιούχοι του Μετατρέψιμου Ομολόγου Ενισχυμένου Κεφαλαίου της Τράπεζας Κύπρου (ΜΑΕΚ), που έχασαν τα χρήματά τους, ετοιμάζουν προσφυγή κατά της διοίκησης της κυπριακής τράπεζας υποστηρίζοντας ότι το μετοχικό κεφάλαιό της ήταν ήδη κατά την έκδοση του ομολόγου κάτω από τον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας.
Κατά συνέπεια, σε καμία περίπτωση δεν μπορούσαν να πάρουν ούτε το κεφάλαιο ούτε και τους τόκους, τους οποίους υποσχόταν η τράπεζα.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα ελέγχου της κεντρικής τράπεζας, η Τράπεζα Κύπρου εξέδωσε τον Μάιο του 2009 και δύο χρόνια αργότερα, τον Μάιο του 2011, Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Κεφαλαίου και Μετατρέψιμα Αξιόγραφα Ενισχυμένου Κεφαλαίου, ύψους 2 δισ. ευρώ. Συνολικά, μέσα από την καμπάνια του δικτύου της συγκεντρώθηκε ποσό ύψους 1,55 δισ. ευρώ.
Η καμπάνια οργανώθηκε, όπως επισημαίνει η κεντρική τράπεζα, με στόχο όσους είχαν προθεσμιακές καταθέσεις ή χρεόγραφα άνω των 50.000 ευρώ ή πάνω από 100.000 μετοχές. Για τους σκοπούς των εποπτικών κεφαλαίων τα ΜΑΕΚ κατατάσσονταν ως βασικά ίδια κεφάλαια της τράπεζας (core tier 1), έδιναν σταθερό επιτόκιο 6,50%, το οποίο η τράπεζα μπορούσε να εξαγοράσει μετά μία 5ετία, αλλά δεν ήταν υποχρεωμένη να κάνει κάτι τέτοιο (σ.σ. ο τίτλος ήταν χωρίς λήξη perpetual).
Οι τίτλοι ήταν συνδεδεμένοι με την τιμή της μετοχής της τράπεζας ή μπορούσαν να μετατραπούν σε μετοχές, με την μετατροπή του δικαιώματος του ομολόγου σε μετοχή. Θεωρητικά, λοιπόν, οι αγοραστές μπορούσαν να τα ρευστοποιήσουν στο χρηματιστήριο, αν φυσικά μετά την έκδοσή τους, οι τιμές δεν βυθίζονταν στα… τάρταρα.
Οι αγοραστές δεν ήταν σε θέση να πουλήσουν, όποτε ήθελαν τα ΜΑΕΚ, πίσω στην τράπεζα. Σε εσωτερικό σημείωμά της επισημαίνεται ότι τα ΜΑΕΚ αποτελούν «άμεσες, μη εξασφαλισμένες ελάσσονος προτεραιότητας (subordinated) υποχρεώσεις της τράπεζας και είναι ελάσσονος σημασίας οι αξιώσεις των κατόχων τους ως προς τους καταθέτες». Αυτή και μόνη η διαπίστωση δείχνει ότι οι αγοραστές κατά την κεντρική τράπεζα Κύπρου «παραπλανήθηκαν».
Η κεντρική τράπεζα της Κύπρου επισημαίνει πιο πέρα ότι «οι διαδικασίες που εφαρμόσθηκαν δεν διασφάλιζαν την παροχή της αντικειμενικής και ορθής πληροφόρησης, αφού αυτή γινόταν από πρόσωπα τα οποία δεν ήταν πιστοποιημένα για την παροχή των επενδυτικών πληροφοριών, δεν έτυχαν της απαραίτητης εκπαίδευσης/ενημέρωσης και, ως εκ τούτου, δεν ήταν σε θέση να επεξηγήσουν ορθά και ολοκληρωμένα τα χαρακτηριστικά και τους όρους έκδοσης των ΜΑΕΚ…».
Ο Ελληνας Συνήγορος του Καταναλωτή διαπιστώνει ότι «το γεγονός ότι η τράπεζα προσέγγισε τους συγκεκριμένους πελάτες, υπονοεί ότι αυτοί πληρούσαν τα επενδυτικά χαρακτηριστικά και το επενδυτικό προφίλ για να πραγματοποιήσουν τη συγκεκριμένη επένδυση και ότι αυτή εθεωρείτο κατάλληλη γι’ αυτούς. Ομως, από τα στοιχεία που κατατέθηκαν στην Αρχή, η πλειοψηφία των καταναλωτών έχει υπογράψει σύμβαση παροχής επενδυτικών συμβουλών, όπου το ερωτηματολόγιο για το επενδυτικό προφίλ δεν είναι συμπληρωμένο…»
Ο Συνήγορος του Καταναλωτή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ούτε τα στελέχη της συγκεκριμένης τράπεζας εγνώριζαν τι ακριβώς προϊόν πουλούσαν, καθώς ενημέρωναν τους πελάτες τους ότι «ο κάτοχος του ομολόγου απολαμβάνει την ασφάλεια μιας προθεσμιακής κατάθεσης», αλλά σε άλλο εσωτερικό σημείωμα παραδέχεται την ύπαρξη κινδύνων που σχετίζονται με την πορεία της τράπεζας.