Ελεύθερη χωρίς όρους αφέθηκε χθες, μετά την απολογία της, με ομόφωνη απόφαση Ανακριτή και Εισαγγελέα, μια αλλοδαπή, κατηγορούμενη για ηθική αυτουργία σε απόπειρα ανθρωποκτονίας σε βάρος του εν διαστάσει συζύγου της από αγνώστους.
Το θύμα, ένας 50χρονος εργολάβος, είχε καταγγείλει την 2α Μαρτίου 2012, την εν διαστάσει αλλοδαπή σύζυγό του και άλλους άγνωστους µέχρι στιγµής δράστες.
Την έρευνα για την υπόθεση διενήργησε η Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Ρόδου και στη δικογραφία που υποβλήθηκε στην Εισαγγελία επισηµάνθηκε ότι από την άρση του τηλεφωνικού απορρήτου των επικοινωνιών του θύµατος και της πρώην συζύγου του δεν προέκυψαν στοιχεία για την εµπλοκή της στην απόπειρα ανθρωποκτονίας.
Χθες ενώπιον του κ. Ανακριτή η αλλοδαπή, συνοδευόμενη από το δικηγόρο της κ. Γ. Σκλάβο αρνήθηκε κατηγορηματικά τα όσα της αποδίδει ο πρώην σύζυγός της επισημαίνοντας ότι εγκατέλειψε την οικογενειακή της στέγη διότι ήταν βίαιος ενώ τόνισε ότι έχει οικονομικές εκκρεμότητες και αντιδικίες με διάφορα πρόσωπα ισχυριζόμενη ότι δεν αποκλείεται να είναι αυτός ο λόγος της εις βάρος του επίθεσης.
Το θύµα, όταν ανέκαµψε από σοβαρά κρανιοεγκεφαλικά τραύµατα, που υπέστη, ανεκάλεσε σκηνές από την επίθεση σε βάρος του, σε αποµονωµένη αποθήκη και κατήγγειλε ως δράστιδα τη σύζυγό του.
Η καταγγελλόµενη εγκατέλειψε την οικογενειακή στέγη στις αρχές Μαΐου 2012. Το θύµα την είχε γνωρίσει µέσω ενός γραφείου από την Αθήνα και την προσέλαβε για τη φύλαξη του ανήλικου παιδιού του, το έτος 2000. Παντρεύτηκαν το 2007 και απέκτησαν το 2010 ένα αγόρι.
Θυµίζουµε ότι ο εργολάβος, που µετέχει σε οµόρρυθµη εταιρεία εµπορίας δοµικών υλικών, φέρεται τις πρώτες ώρες της 3ης Μαρτίου 2012, να µεταφέρθηκε από θείο του, τον οποίο κάλεσε σε βοήθεια, στην οικία του, αιµόφυρτος, ενώ σύµφωνα µε µαρτυρίες περιοίκων, του τραυµατισµού του προηγήθηκαν φωνές.
Ο 50χρονος, αφού ανάρρωσε, εµφανίστηκε ενώπιον των αστυνοµικών της Υποδιεύθυνσης Ασφαλείας Ρόδου και κατέθεσε ότι το άτοµο που κρύβεται πίσω από την απόπειρα σε βάρος του είναι η 39χρονη σύζυγός του. Είπε ότι έχει φύγει από την οικία τους µε τον µικρό τους γιο και την κόρη της, ενώ προσπάθησε να εξηγήσει γιατί τη θεωρεί υπαίτια. Σύµφωνα µε τις πληροφορίες, υποστήριξε ότι στο χώρο, όπου διεπράχθη το έγκληµα, δεν εγνώριζε κανείς ότι βρισκόταν, πλην της συζύγου του, υποστηρίζοντας µάλιστα ότι της επιθέσεως είχε προηγηθεί παρακολούθησή του.
Αφού δέχτηκε το χτύπηµα στο κεφάλι κάποια στιγµή χτύπησε, όπως είπε, το τηλέφωνό του και χωρίς να µπορεί να διαπιστώσει ποιος ήταν, κάλεσε και απάντησε η γυναίκα του. Της είπε ότι τον χτύπησαν, ότι ήταν στο γραφείο και ότι αιµορραγούσε. Η συγκεκριµένη κλήση έγινε, όπως υποστηρίζει, περί ώραν 23.30. Η γυναίκα του, όπως είπε, µετέβη στο σηµείο σε ώρα που δεν µπορεί να προσδιορίσει και δεν ειδοποίησε κανέναν όση ώρα ήταν εκεί, παρόλη την κατάστασή του. Δεν κάλεσε κανένα γείτονα, κανένα περαστικό, ούτε την αστυνοµία, ούτε και το ΕΚΑΒ, ισχυρίζεται το θύµα.
Διατείνεται ακόµα ότι τηλεφώνησε σε έναν συνεργάτη του, περί ώραν 02.30 τα ξηµερώµατα της ίδιας µέρας και θυµήθηκε ότι όσο ήταν µαζί του, του κρατούσε το χέρι και του µετρούσε τον σφυγµό αναµένοντας, όπως πιθανολογεί, αν θα πέθαινε ή όχι.
Ο 50χρονος κατέθεσε ότι δεν γνωρίζει πώς βρέθηκε στο γραφείο του και πιθανολογεί ότι τα κλειδιά τα είχε η σύζυγός του και του άνοιξε.
Δεν είχε χρησιµοποιήσει τα κλειδιά του γιατί, όπως είπε, ήταν καθαρά από αίµα. Η γυναίκα του του είπε ότι της είχε ανοίξει από το παράθυρο αλλά ο ίδιος διατείνεται ότι αυτό δεν είναι αλήθεια γιατί δεν υπάρχουν ίχνη από αίµα στο παράθυρο. Για να ανοίξει εξάλλου το συγκεκριµένο παράθυρο απαιτείται µεγάλη δύναµη και αποκλείεται, ενώ ήταν ηµιλιπόθυµος, να µπορούσε να το είχε ανοίξει.
Ο συνεργάτης του του είπε, όπως τόνισε, ότι η σύζυγός του τον είχε ενηµερώσει ότι τον είχαν χτυπήσει και ότι δεν µπορούσε να µπει στο γραφείο.
Σε ό,τι αφορά το κίνητρο του εγκλήµατος υποστηρίζει ότι λίγες µέρες πριν την επίθεση σε βάρος του είχε πει στο χώρο εργασίας του και πιθανότατα να τον άκουσε η κόρη της συζύγου του ότι ήθελε να µετατρέψει την εταιρεία του σε ανώνυµη µε µοναδικό δικαιούχο και κληρονόµο τον γιο του από τον πρώτο του γάµο και η γυναίκα του δεν θα διεκδικούσε την επιχείρησή του.
Ισχυρίστηκε ακόµη ότι η εν διαστάσει σύζυγός του εξεταζόµενη ενόρκως κατέθεσε ότι είχε µαζί του µια τσάντα µαύρη η οποία περιείχε το ποσό των 1.600 ευρώ, η οποία δε βρέθηκε πράγµα το οποίο ήταν αδύνατον να γνωρίζει γιατί δεν της το είχε πει.
Αναφέρεται και σε άλλα σηµεία της κατάθεσής της, χαρακτηρίζοντάς τα αντιφατικά, ενώ ισχυρίζεται ότι στο γραφείο του τον έβαλαν οι δράστες της εναντίον του απόπειρας ανθρωποκτονίας και ότι αντικλείδι για το γραφείο είναι βέβαιος ότι τους έβγαλε η εν διαστάσει σύζυγός του.
Ισχυρίζεται επιπλέον ότι ενώ νοσηλευόταν, αστυνοµικός που επικοινώνησε µε το σπίτι του µίλησε µε τον αδελφό της πρώην συζύγου του, ο οποίος όπως γνώριζε, δεν βρισκόταν στην Ελλάδα.














