Σε προτεραιτότητα έχει τεθεί από τον τακτικό Ανακριτή Ρόδου η εξέταση υπόθεσης με κατηγορούμενο για τις πράξεις της ενεργητικής δωροδοκίας, της φοροδιαφυγής, της υποβολής ανακριβούς δηλώσεως στη φορολογία εισοδήµατος, της κακουργηµατικής τοκογλυφίας και της νοµιµοποιήσεως εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες, έναν επιχειρηµατία της Καρπάθου.
Στην υπόθεση εµπλέκονται ακόµη 3 πρόσωπα εκ των οποίων ο ένας υπηρετεί σε περίοπτη δηµόσια θέση του Υπουργείου Οικονοµικών.
Αφορµή για την έρευνα, όπως έγραψε η “δ”, αποτέλεσαν σχετικές παραγγελίες του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και του Γενικού Επιτρόπου Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου συνοδευόµενες από καταγγελία προσώπου µε εικονικά στοιχεία ταυτότητας.
Στο πρώτο σκέλος του εγγράφου του επιστολογράφου γίνεται αναφορά, σύµφωνα µε τις πληροφορίες, στην πορεία ενός πλειστηριασµού που διεξήχθη σε ακριτικό νησί.
Η επιχείρηση, που εκπλειστηριάστηκε αναγκαστικά, µε επίσπευση εταιρείας που εδρεύει σε νησί εκτός Δωδεκανήσου, ανήκε σύµφωνα µε τις πληροφορίες σε άτοµα που ενεπλάκησαν σε οικονοµικό σκάνδαλο που εκτυλίχθηκε και σε τράπεζα και η αξία του, όπως καταγγέλλεται, υπερβαίνει το 1.5 εκατ. ευρώ.
Φέρεται δε να κατακυρώθηκε στον επιχειρηµατία που εµφανίζεται ως άτοµο περιορισµένης οικονοµικής δυνατότητας έναντι ποσού 370.000 ευρώ.
Σύµφωνα πάντα µε την καταγγελία, το περιεχόµενο της οποίας θα διαψευστεί ή θα επιβεβαιωθεί από τη διενεργούµενη έρευνα, προκειµένου να δικαιολογηθεί η εξαγορά της επιχείρησης από τον πλειοδότη, ο τελευταίος φέρεται να προσκόµισε στη ΔΟΥ του νησιού δεκάδες δηλώσεις δωρεάς µετρητών από κατοίκους (γίνεται λόγος για 65) οι οποίες µάλιστα, όπως υποστηρίζεται, φέρουν µεταγενέστερες του πλειστηριασµού ηµεροµηνίες.
Σηµειώνεται ότι σύµφωνα µε την ίδια καταγγελία το ίδιο πρόσωπο ασχολείται συστηµατικά µε την τοκογλυφία.
Το δεύτερο σκέλος της καταγγελίας, σύµφωνα πάντα µε τις πληροφορίες, αφορά στο “πόθεν έσχες” δηµοσίου λειτουργού στο ίδιο ακριτικό νησί. Ο καταγγέλλων ισχυρίζεται συγκεκριµένα ότι ο δηµόσιος λειτουργός έχει αποκτήσει και λειτουργεί µε συγγενικό του πρόσωπο, που εργάζεται οµοίως σε δηµόσια υπηρεσία, ξενοδοχειακή µονάδα η αξία της οποίας υπερβαίνει τα 2 εκατ. ευρώ.
Το ξενοδοχείο αυτό 4 αστέρων φέρεται παραπέρα να ζήτησε την ένταξή του στον αναπτυξιακό νόµο και γίνεται λόγος για αδυναµία δικαιολόγησης από µέρους των ιδιοκτητών του ποσού που επενδύθηκε για την κατασκευή και λειτουργία του.
Υποστηρίζεται εξάλλου ότι το ξενοδοχείο λειτουργεί χωρίς άδεια. Ο καταγγέλλων µάλιστα αναρωτιέται αν το ξενοδοχείο έχει εξασφαλίσει άδεια από την αρχαιολογία καθώς κείται δίπλα σε αρχαιολογικό χώρο µε σηµαντικά αρχαιολογικά ευρήµατα. Πέραν της ξενοδοχειακής µονάδας γίνεται ακόµη λόγος για πολυτελή οικία.
Στο τρίτο σκέλος της ανώνυµης καταγγελίας γίνεται λόγος για εκτεταµένη νοµιµοποίηση εσόδων από παράνοµες δραστηριότητες στο ίδιο νησί και συγκεκριµένα για πολυτελή σκάφη αναψυχής που ανήκουν σε offshore εταιρείες.
Στα πλαίσια της προκαταρκτικής έρευνας Ειρηνοδίκης πραγµατοποίησε έφοδο σε δηµόσια υπηρεσία, έλαβε καταθέσεις από τους φερόµενους ως εµπλεκόµενους και κατάσχεσε έγγραφα ουσιώδη για την περαιτέρω διερεύνηση της υποθέσεως.
Εν πάση περιπτώσει στα πλαίσια της δικαστικής έρευνας είχαν κληθεί και κατέθεσαν ενώπιον επιθεωρητών του ΣΔΟΕ 29 άτομα που φέρονται από υπεύθυνες δηλώσεις να είχαν δώσει χρήματα στον κατηγορούμενο προκειμένου να μετέχει στον πλειστηριασμό. Εξ’ αυτών ορισμένοι είχαν δηλώσει προανακριτικώς ότι οι υπεύθυνες δηλώσεις ήταν εικονικές.
Οι συγκεκριμένοι μάρτυρες καταθέτουν τις τελευταίες ημέρες εκ νέου ενώπιον του Ανακριτή. Ο ένας που τυγχάνει και συγγενής του κατηγορούμενου μετασκεύασε την αρχική του κατάθεση υποστηρίζοντας ότι είχε χορηγήσει στον κατηγορούμενο άτοκο δάνειο.
Ο κατηγορούμενος επιχειρηµατίας χαρακτηρίζει πάντως ψευδέστατη και ανακριβέστατη την ανώνυµη καταγγελία.
Αναφέρθηκε μεταξύ άλλων στις φορολογικές του δηλώσεις από τις οποίες όπως τονίζει αποδεικνύεται, ότι τα εισοδήµατά του από τα έτη 2004 µέχρι και το 2009 ανέρχονται άνω των 500.000 ευρώ.
Σε ό,τι αφορά τις υποτιθέµενες δωρεές σε βάρος του για την αγορά του ακινήτου µέσω του πλειστηριασµού επισηµαίνει ότι σε καµία περίπτωση δε χρειαζόταν να δηλώσει άλλα εισοδήµατα, προκειµένου να δικαιολογήσει την αγορά της εταιρείας καθώς οι φορολογικές του και µόνο δηλώσεις των τριών τελευταίων χρόνων αρκούσαν για να τη δικαιολογήσουν.
Εξηγεί επιπλέον ότι η αγορά έγινε έναντι 295.000 ευρώ και όχι 370.000 ευρώ όπως αναφέρεται στην ανώνυµη καταγγελία.
Σε ό,τι αφορά την καταγγελία σε βάρος του για τοκογλυφία σηµειώνει ότι από το πλήθος εξετασθέντων προσώπων, µόνο ένας ευρέθη ο οποίος ισχυρίσθηκε ψευδέστατα, ότι του δάνεισε το χρηµατικό ποσόν των 3.000 ευρώ και απαίτησε να του υπογράψει επιταγή για 6.000 ευρώ. Υποστήριξε µάλιστα ότι την οικογένεια του καταγγέλλοντος δάνεισε µε 6.000 ευρώ και πήρε ισόποση επιταγή για την εγγύηση του δανείου.
Ως συνήγορος υπεράσπισής του παρίσταται ο δικηγόρος κ. Κ. Διακονής.













