Περαιτέρω έλεγχος για τα έσοδα εκκλησιών

Στον αντεισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρόδου κ. Ιωάννη Μητσιόπουλο επεστράφη από τον τακτικό ανακριτή Ρόδου κ. Β. Καραναστάση μετά τη λήψη κατάθεσης από τον Σεβασμιότατο Μητροπολίτη Ρόδου κ.κ. Κύριλλο η δικογραφία που έχει σχηματιστεί για την πολύκροτη υπόθεση µε κατηγορούµενους για τις πράξεις της υπεξαίρεσης αντικειµένου ιδιαιτέρως µεγάλης αξίας από διαχειριστή ξένης περιουσίας και απάτη κατ’ επάγγελµα και κατά συνήθεια, που το συνολικό όφελος ή η συνολική ζηµία υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ, 16 άτοµα, που µετείχαν σε εκκλησιαστικές επιτροπές των Ιερών Ναών των Εισοδίων της Θεοτόκου στα Κοσκινού Ρόδου και Αγίων Αναργύρων πόλεως Ρόδου, συµπεριλαµβανοµένων και δύο ιερέων.
Ο αντεισαγγελέας Πληµµελειοδικών Ρόδου κ. Ιωάννης Μητσιόπουλος είχε εισηγηθεί στο δικαστικό συµβούλιο να απαλλαγούν όλοι οι κατηγορούµενοι. Με βούλευμα, όμως, που εκδόθηκε, διατάχθηκε η διενέργεια περαιτέρω κυρίας ανάκρισης στα πλαίσια της οποίας κατέθεσε ο Μητροπολίτης Ρόδου επιβεβαιώνοντας τους ισχυρισμούς δύο κατοίκων του νησιού, πρώην μελών της εκκλησιαστικής επιτροπής Κοσκινού, που βρέθηκαν κατηγορούμενοι για υπεξαίρεση από το παγκάρι της Εκκλησίας.
Το ιστορικό της υπόθεσης που αφορά τον Ιερό Ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου στα Κοσκινού Ρόδου, φέρεται να έχει ως εξής:
Στο ναό δεν υπήρχε κατά τα έτη 2001-2004 νοµίµως διορισµένη Εκκλησιαστική Επιτροπή. Εκκλησιαστική Επιτροπή διορίσθηκε νομίμως την 5η Μαρτίου 2004 από την Ιερά Μητρόπολη Ρόδου. Αποτελείτο δε από έναν αρχιµανδρίτη και τέσσερα άλλα µέλη.
Οι καταγγελίες για διάπραξη αξιόποινων πράξεων ξεκινούν πρωτίστως από τον εφηµέριο του εν λόγω Ιερού Ναού, αρχιµανδρίτη, ο οποίος µε δυο έγγραφα, που υπογράφει ο ίδιος και µε µια αναφορά του προς τον Εισαγγελέα Πληµµελειοδικών Ρόδου, κατάγγειλε ότι ένας κάτοικος Κοσκινού ο οποίος κατείχε τη θέση του ταµία, δεν τον είχε ενηµερώσει από την ηµέρα του διορισµού του για την οικονοµική διαχείριση των πόρων του ναού, δεν του είχε επιδείξει τα συναφή διαχειριστικά βιβλία ούτε τα τιµολόγια και τις αποδείξεις εισπράξεων και πληρωµών, αρνήθηκε να του παραδώσει το δεύτερο κλειδί του χρηµατοκιβωτίου του ναού και, τέλος, ότι προέβαινε στην εξόφληση ενταλμάτων πληρωµών τα οποία δεν έφεραν την υπογραφή του ως προέδρου της Εκκλησιαστικής Επιτροπής.
Κατηγορούµενος της ίδιας εκκλησιαστικής επιτροπής ανέφερε σε επιστολή του στην ορισθείσα επιτροπή οικονοµικού και διαχειριστικού ελέγχου του ως άνω ναού, ότι για το χρονικό διάστηµα από 13.03.2004 µέχρι και 04.05.2004 δεν έγινε ποτέ καταµέτρηση ενώπιον του των εσόδων του Ιερού Ναού από το περιεχόµενο του παγκαριού, τα µυστήρια και τις παρόµοιες εκδηλώσεις ούτε εκδόθηκαν τα σχετικά παραστατικά είσπραξης. Περαιτέρω, κατάγγειλε ότι ετηρούντο διπλά βιβλία και στοιχεία από τους δύο συγκατηγορούµενούς του και ότι αυτοί εξέδωσαν αναδροµικώς στις 29.06.2004 µε φερόµενη όµως ηµεροµηνία έκδοσης την 30.04.2004, δύο, αµφιβόλου τουλάχιστον νοµιµότητας, εντάλµατα πληρωµής, ύψους 130 ευρώ ως αµοιβή για υπηρεσίες που παρείχαν στον ναό δύο πρόσωπα.
Τρεις κατηγορούµενοι κατέθεσαν ότι την άνοιξη του έτους 2004 επήλθε ψύχρανση των σχέσεών τους µε τον ιερέα ο οποίος σχηµάτισε «οµάδα» προσκείµενων σε αυτόν προσώπων για να ασκεί την πραγµατική διοίκηση και διαχείριση των θεµάτων. Ότι ο ιερέας άλλαξε εντός της Μεγάλης Εβδοµάδας την κλειδαριά του εκκλησιαστικού γραφείου του ναού, µε αποτέλεσµα να µην έχουν πλέον πρόσβαση σε αυτό και ότι δεν τους ήταν πλέον προσιτά τα βιβλία και στοιχεία της οικονοµικής διαχείρισης µε αποτέλεσµα να αναγκάζονται να τηρούν (πρόχειρα) «διπλά» βιβλία, για να σηµειώνουν τα δεδοµένα της οικονοµικής διαχείρισής του.
Οι κατηγορούµενοι αυτοί ισχυρίζονται επιπροσθέτως ότι, κατόπιν παρεµβάσεως στην αρχή του Πρωτοσύγκελλου της Ιεράς Μητροπόλεως Ρόδου και έπειτα του Μητροπολίτη Ρόδου, επέστρεψαν προσωρινώς στα καθήκοντά τους χάριν της εύρυθµης λειτουργίας του ναού, περί τα τέλη Μαΐου 2004.
Επειδή όµως η συνεργασία τους µε τον εφηµέριο ήταν δυσχερής, συµφωνήθηκε µε σύσταση του Μητροπολίτη Ρόδου, να καταθέτουν τα έσοδα από τις εισπράξεις σε ειδικό βιβλιάριο το οποίο και θα παρέδιδαν στη νέα Εκκλησιαστική Επιτροπή.
Αφήνουν, τέλος, υπόνοιες για ενδεχόµενη διάπραξη υπεξαίρεσης από τον εφηµέριο καθώς και από τα πρόσωπα που τον βοηθούσαν στη διοίκηση του ιερού ναού όσο αυτοί απείχαν από τα καθήκοντά τους και εκθέτουν ότι παρουσιάστηκαν στο διάστηµα αυτό κρούσµατα διαρροής χρηµάτων.
Το δικαστικό συµβούλιο με το βούλευμα που είχε εκδώσει εκφράζει αµφιβολίες για την τέλεση των καταγγελλόµενων, εκατέρωθεν, αδικηµάτων και παρατηρεί ότι τρεις κατηγορούµενοι επικαλούνται πόρισµα της Επιτροπής Οικονοµικού και Διαχειριστικού Ελέγχου, στα της οικονοµικής διαχειρίσεως του Ιερού Ναού.
Το πόρισµα όµως αυτό δεν κατατέθηκε στις Εισαγγελικές ή τις Ανακριτικές Αρχές και το δικαστικό συµβούλιο θεωρεί ότι αποτελεί ουσιώδες αποδεικτικό έγγραφο για την πλήρη διαλεύκανσή του, αν κατά τη διαχείριση των οικονοµικών υποθέσεών του διαπράχθηκαν αξιόποινες πράξεις από τους κατηγορουµένους ή όχι.
Επιπλέον σε τρεις κατηγορούµενους αποδίδεται η κατηγορία βασιζόµενη σε καταγγελία του αρχιµανδρίτη ότι, στα πλαίσια της εκτέλεσης των καθηκόντων τους ως µελών της Εκκλησιαστικής Επιτροπής µετέβησαν, µαζί µε τον προηγούµενο ταµία στις 14 Ιουλίου 2004 κατά τις βραδινές ώρες στο εξωκκλήσι του Προφήτη Ηλία στα Κοσκινού και υπεξαίρεσαν από κοινού από το χρηµατοκιβώτιο ποσό το οποίο υπολογίζεται σε 30.000 ¤.
Οι κατηγορούµενοι ισχυρίζονται ότι είχαν ενηµερώσει εκ των προτέρων το Μητροπολίτη Ρόδου ο οποίος και ενέκρινε την κίνησή τους ενώ τονίζουν ότι τα χρήµατα κατατέθηκαν σε βιβλιάριο που τηρούσαν στην Εµπορική Τράπεζα. Το δικαστικό συµβούλιο έκρινε ότι απαιτείται περαιτέρω έλεγχος και μετά την κατάθεση του Μητροπολίτη Ρόδου επιβεβαιώθηκαν οι ισχυρισμοί τους.