• Μια εκ των κατηγορουμένων μέσω του δικηγόρου κ. Αχιλλέα Δασκαλάκη στρέφεται κατά της απόφασης 23/2025 του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου Β’ βαθμού επικαλούμενη έλλειψη αιτιολογίας και απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας
Η υπόθεση που επί σχεδόν 2 δεκαετίες έχει ταυτιστεί στη Ρόδο με το αποκαλούμενο σκάνδαλο μαμούθ της πρώην Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος, σήμερα Alpha Bank, περνά σε νέο κεφάλαιο.
Η εκδίκαση σε δεύτερο βαθμό ολοκληρώθηκε τον Απρίλιο του 2025 στο Τριμελές Εφετείο Δωδεκανήσου επί κακουργημάτων με 9 πλέον κατηγορούμενους και αποτύπωσε μια σαφή μετατόπιση του δικαστικού αποτελέσματος σε σχέση με τον πρώτο βαθμό.
Υποβλήθηκε η πρώτη αναίρεση κατά της απόφασης που συνδέεται με την υπόθεση, κίνηση που ανεβάζει ξανά τον πήχη της αντιπαράθεσης και μεταφέρει το βλέμμα στον Άρειο Πάγο.
Η αναίρεση ασκήθηκε στη Ρόδο στις 22 Δεκεμβρίου 2025 στο Δικαστικό Κατάστημα του Εφετείου Δωδεκανήσου από τον δικηγόρο κ. Αχιλλέα Δασκαλάκη για λογαριασμό της Α. Β. και στρέφεται κατά της υπ’ αριθμ. 23 απόφασης του 2025 του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου Κακουργημάτων Β βαθμού.
Η ετυμηγορία του δεύτερου βαθμού και η νέα αριθμητική της υπόθεσης
Στον δεύτερο βαθμό, το δικαστήριο έκρινε 5 από τους 8 κατηγορούμενους που άσκησαν έφεση ενόχους, ενώ η έφεση του Δ. Κ. απορρίφθηκε ως ανυποστήρικτη. Παράλληλα, 3 κατηγορούμενοι κρίθηκαν αθώοι, κάτι που αλλάζει το αποτύπωμα της υπόθεσης σε σύγκριση με το πρωτόδικο αποτέλεσμα.
Αθώοι σε δεύτερο βαθμό κρίθηκαν οι Ν. Φ., Ε. Α. και Β. Χ. Για τους υπόλοιπους, το δικαστήριο αναγνώρισε σε όλους το ελαφρυντικό της μη εύλογης διάρκειας της ποινικής διαδικασίας, που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του κατηγορουμένου, ενώ σε 2 αναγνώρισε και το ελαφρυντικό της μετέπειτα καλής συμπεριφοράς.
Το γεγονός αυτό δεν είναι τυπική λεπτομέρεια, είναι ένας καθρέφτης της χρονικής φθοράς που κουβαλά η δικογραφία, με αποτέλεσμα το δικαστήριο να σταθμίζει όχι μόνο το τι αποδείχθηκε αλλά και το πώς εξελίχθηκε η διαδικασία μέσα στα χρόνια.
Οι ποινές που επιβλήθηκαν στον δεύτερο βαθμό ήταν κάθειρξη 6 ετών στον Μ. Μ. και κάθειρξη 5 ετών στον Ν. Β., στη Μ. Α., στην Α. Β. και στον Γ. Π., με την ιδιαιτερότητα ότι για την Α. Β. αποφασίστηκε κατ’ οίκον έκτιση της ποινής.
Από τις βαριές πρωτόδικες ποινές στη μείωση του δεύτερου βαθμού
Η διαφοροποίηση γίνεται πιο καθαρή αν μπει δίπλα το πρωτόδικο πλαίσιο. Σε πρώτο βαθμό είχαν κριθεί αθώοι 9 και καταδικάστηκαν 10, με το πρωτόδικο δικαστήριο να καταλήγει σε ενοχές κακουργηματικής πλαστογραφίας, να μετατρέπει την εγκληματική οργάνωση σε συμμορία και να παύει τη δίωξη λόγω παραγραφής στο σκέλος της οργάνωσης, ενώ για τραπεζικό υπάλληλο είχε κριθεί ενοχή για απιστία κατ’ επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας.
Στις ποινές του πρώτου βαθμού είχε καταγραφεί κάθειρξη 9 ετών χωρίς αναστολή στον Μ. Μ., κάθειρξη 6 ετών χωρίς αναστολή στον Β. Χ., κάθειρξη 6 ετών με ανασταλτικό αποτέλεσμα ως προς την έφεση στον Ν. Φ., κάθειρξη 6 ετών χωρίς αναστολή στην Ε. Α., κάθειρξη 8 ετών με ανασταλτικό αποτέλεσμα ως προς την έφεση στους Ν. Β., Μ. Α. και Α. Β. και κάθειρξη 9 ετών με ανασταλτικό αποτέλεσμα ως προς την έφεση στον Γ. Π.
Το δεύτερο βαθμό τον χαρακτηρίζει αφενός η μείωση των ποινών, αφετέρου οι αθωώσεις των Ν. Φ., Ε. Α. και Β. Χ. που είχαν πρωτοδίκως βρεθεί σε διαφορετική θέση. Η εικόνα αυτή ενισχύει την αίσθηση ότι η δίκη στο Εφετείο κινήθηκε πιο συγκρατημένα ως προς την απόδειξη για ορισμένα πρόσωπα και πιο επιεικώς ως προς την ποινική μεταχείριση των υπολοίπων, ενόψει και της χρονικής διάρκειας.
Τα αδικήματα και η καρδιά της δικογραφίας
Το κατηγορητήριο αφορούσε συγκρότηση εγκληματικής οργάνωσης από κοινού, πλαστογραφία με σκοπούμενο όφελος άνω των 120.000 ευρώ από κοινού και απάτη με ζημία άνω των 120.000 ευρώ από κοινού. Πίσω από τις νομικές ονομασίες, η ουσία ήταν μία, η υποβολή ψευδών στοιχείων για την εξασφάλιση δανείων συνολικού ύψους 2.257.022 ευρώ, χρήματα που χορηγήθηκαν από υποκαταστήματα στη Ρόδο και συνδέθηκαν με αγορές ακινήτων και αγροτεμαχίων.
Η υπόθεση είχε ξεκινήσει από καταγγελία στις 26 Μαρτίου 2007 στην Υποδιεύθυνση Δίωξης Οικονομικών Εγκλημάτων, από σύμβουλο της Διεύθυνσης Επιθεώρησης της Εμπορικής Τράπεζας. Η καταγγελία περιέγραφε ότι 13 άτομα είχαν εκταμιεύσει μεγάλα ποσά μέσω δανειοδοτήσεων, με δικαιολογητικά αμφίβολης γνησιότητας. Από τον έλεγχο προέκυψαν αμφιβολίες για τα δηλωθέντα εισοδήματα, για την ύπαρξη και λειτουργία επιχειρήσεων που εμφανίζονταν ως εργοδότες, για διευθύνσεις διαμονής, καθώς και καθυστερήσεις στην αποπληρωμή και δυσμενή οικονομικά στοιχεία μετά την εκταμίευση.
Στην προανάκριση υπήρξαν καταθέσεις που σκιαγράφησαν με ωμό τρόπο την πρακτική που αποδίδεται στην υπόθεση. Επιβεβαιώθηκε περίπτωση εκκαθαριστικού με εικονικά εισοδήματα 21.302 ευρώ. Καταγράφηκαν ισχυρισμοί για προσεγγίσεις προσώπων με οικονομική ανάγκη, υποσχέσεις αμοιβών 20.000 ευρώ ή 5.000 ευρώ για συμμετοχή σε αίτηση δανείου, και αναφορές ότι το σύνολο των εκταμιευθέντων χρημάτων καρπώθηκαν άλλοι. Παράλληλα, ο εσωτερικός έλεγχος ανέδειξε τη ροή των ποσών, αφού μεγάλο μέρος των χρημάτων φέρεται να μεταφέρθηκε με ενυπόγραφες εντολές των δανειοληπτών σε λογαριασμό ταμιευτηρίου με δικαιούχο έναν εκ των κατηγορουμένων, στοιχείο που αποτυπώνει την υπόνοια ύπαρξης κεντρικής διαχείρισης των εκταμιεύσεων.
Η πρώτη αναίρεση και το τι αμφισβητείται στον πυρήνα της απόφασης
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η πρώτη αναίρεση αποκτά ιδιαίτερο ειδικό βάρος. Δεν είναι μια τυπική συνέχεια μιας αντιδικίας, είναι το πρώτο θεσμικό χτύπημα στο ανώτατο επίπεδο που στοχεύει στην ανατροπή της εφετειακής κρίσης.
Στην έκθεση αίτησης αναίρεσης οι λόγοι που προβάλλονται κινούνται σε 2 κεντρικούς άξονες.
Ο πρώτος αφορά έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας. Η αναίρεση υποστηρίζει ότι το σκεπτικό της απόφασης δεν εξηγεί επαρκώς το πώς θεμελιώνεται η κατάρτιση και η πλαστότητα συγκεκριμένων εγγράφων και ποια είναι η εξατομικευμένη συμμετοχή της καταδικασθείσας σε επιμέρους περιπτώσεις, ενώ τονίζεται ότι υπάρχουν σημεία όπου στο διατακτικό περιγράφονται συγκεκριμένες πράξεις αλλά στο σκεπτικό δεν εμφανίζεται με σαφήνεια η σύνδεση με την ίδια. Αναφέρονται χαρακτηριστικά περιπτώσεις που σχετίζονται με αποδείξεις πληρωμής και βεβαιώσεις αποδοχών που χρησιμοποιήθηκαν ως δικαιολογητικά για τη χορήγηση στεγαστικών δανείων.
Ο δεύτερος άξονας αφορά απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας. Η αναίρεση αποδίδει ακυρότητα στο ότι αναγνώστηκαν και αξιοποιήθηκαν αποδεικτικά αναγνωστέα έγγραφα από 1 έως 26, παρά την εναντίωση συγκατηγορουμένων. Γίνεται ειδική αναφορά στην από 20 Μαρτίου 2007 επιστολή προς επιθεωρητές της τράπεζας και σε έγγραφα της τράπεζας προς τον Γ. Π. με συνημμένη έκθεση επίδοσης δικαστικού επιμελητή, με τον ισχυρισμό ότι η αποδεικτική αξιοποίηση της επιστολής συγκατηγορουμένου παραβιάζει δικονομική απαγόρευση, άρα πλήττει την εγκυρότητα της διαδικασίας.
Στη δεύτερη βαθμίδα της διαδικασίας παρέστησαν ως συνήγοροι υπεράσπισης οι κ.κ. Άκης Δημητριάδης, Βασίλης Μπέης, Μιχάλης Κουντούρης, Σάββας Χαραλάμπους, Σταυρούλα Κοιλιά, Βασίλης Μπακίρης, Βασίλης Λόγγος, Τζανάκης Μαρίνος και Μάριος Μαραβέλιας, ενώ η τράπεζα παρέστη για την υποστήριξη της κατηγορίας με τους Νίκο Πατεράκη και Κωνσταντίνα Σπουρλή.
Σε μια υπόθεση που ξεκίνησε με καταγγελίες το 2007, αποτυπώθηκε σε ζημία 2.257.022 ευρώ, πέρασε από πρώτο βαθμό με 10 καταδίκες και 9 αθωώσεις και έφτασε στον δεύτερο βαθμό με 5 ενοχές, 3 αθωώσεις και αναγνώριση κρίσιμων ελαφρυντικών, η πρώτη αναίρεση δεν είναι απλώς ένα ακόμη ένδικο μέσο.
Είναι η πρώτη επίσημη προσπάθεια να μεταφερθεί η σύγκρουση στο ανώτατο δικαστικό επίπεδο, με αιχμή τον τρόπο που στοιχειοθετήθηκε η απόφαση και τον τρόπο που αξιοποιήθηκαν τα αποδεικτικά δεδομένα.















