Απόψεις

Το τίμημα του «έλα μωρέ»

Η συνενοχή δεν απαιτεί μαζική συμμετοχή, αρκεί η σιωπηλή κατανόηση. Και αυτή υπάρχει παντού γύρω μας. Όταν λέμε «έλα μωρέ, όλοι το κάνουν», δεν δικαιολογούμε, νομιμοποιούμε. Όταν επαναλαμβάνουμε ότι «δεν αλλάζει τίποτα», δεν διαπιστώνουμε, παραιτούμαστε

Ας είμαστε ειλικρινείς – όχι με τους άλλους, με τον εαυτό μας. Δεν πέφτει κανείς πια από τα σύννεφα όταν ξεσπά ένα σκάνδαλο διαφθοράς. Ούτε καν θυμόμαστε ποιο ήταν το προηγούμενο,  έχουμε χάσει τη σειρά.

Η παράσταση παίζεται χρόνια, με τους ίδιους ρόλους, με αλλαγές μόνο στους ηθοποιούς. Κι όμως, η αγανάκτησή μας κάθε φορά ακούγεται σαν πρώτη φορά. Σαν να προσποιούμαστε ότι ζούμε σε μια χώρα που «δεν τα σηκώνει αυτά»,  λες και δεν τα έχει ήδη ενσωματώσει στο DNA της καθημερινότητάς της.

Προσποιούμαστε τους έκπληκτους και τους οργισμένους, γιατί – ας είμαστε ειλικρινείς-  βαθιά μέσα μας, κάθε νέο σκάνδαλο δεν το θεωρούμε πια σκάνδαλο. Το αντιμετωπίζουμε ως κάτι αναμενόμενο, σχεδόν φυσιολογικό. Και αυτό είναι ίσως πιο επικίνδυνο και από την ίδια τη διαφθορά: η αποδοχή της ως κοινοτοπίας.

Αν η διαφθορά ήταν απλώς ένα φαινόμενο εξουσίας, θα αρκούσε η εναλλαγή των προσώπων. Αν ήταν νομικό πρόβλημα, θα μας έσωζε η αυστηρότερη ποινή. Όμως ό,τι επανέρχεται με τέτοια εμμονή, ό,τι διαπερνά δεκαετίες, ιδεολογίες, καθεστώτα και συνταγματικές διατάξεις, δεν είναι απλώς σύμπτωμα. Είναι κάτι πιο βαθύ: Είναι μια σιωπηρή, υπόγεια συμφωνία ανάμεσα σε αυτούς που κυβερνούν και σε αυτούς που κυβερνώνται. Δεν είναι πάντα εξαναγκασμός· συχνά είναι συναλλαγή. Κι όπως σε κάθε εμπορική σχέση, υπάρχουν δύο πλευρές. Οι πολιτικοί δεν είναι μόνο οι φορείς της διαφθοράς· είναι οι καθρέφτες μιας κοινωνίας που εκπαιδεύτηκε να βλέπει το κράτος ως χώρο εξυπηρέτησης ατομικών αναγκών. Ποιος είπε ότι οι πολιτικοί είναι οι μόνοι που «τα παίρνουν»; Συχνά τα δίνουν. Γιατί υπάρχει κοινό που ζητάει. Ζητάει ρουσφέτι, θέση, παράκαμψη, βόλεμα. Κι αν δεν τα πάρει, δεν εξοργίζεται με το ήθος· εξοργίζεται με την αποτυχία της «σχέσης».

Κάποτε ο Θεόδωρος Πάγκαλος είχε πει την περιβόητη φράση: «Όλοι μαζί τα φάγαμε». Και τότε, ξέσπασε σάλος. Όχι γιατί δεν ίσχυε – αλλά γιατί ειπώθηκε φωναχτά. Η κοινωνία δεν συγχώρεσε τόσο τη φράση, όσο το θράσος του να της επιστραφεί η ευθύνη. Κι όμως, κάτω από την υπεροψία και την πληθωρικότητα  του πολιτικού, υπήρχε ένας άβολος πυρήνας αλήθειας: ένα μέρος της κοινωνίας δεν ήταν θύμα· ήταν συμμέτοχος. Όχι στα εκατομμύρια – αλλά στις λογικές που τα επέτρεψαν. Αντί να μας οδηγήσει σε αυτογνωσία, η φράση μας όπλισε με οργή. Γιατί είναι άλλο να διαμαρτύρεσαι ως αθώος και άλλο να πρέπει να αναρωτηθείς: μήπως ήμουν κι εγώ μέσα στο “όλοι”;

Αυτό δεν σημαίνει πως όλοι οι πολίτες είναι επίορκοι ούτε πως κάθε πολιτικός είναι διεφθαρμένος. Αλλά η συνενοχή δεν απαιτεί μαζική συμμετοχή· αρκεί η σιωπηλή κατανόηση. Και αυτή υπάρχει παντού γύρω μας. Όταν λέμε «έλα μωρέ, όλοι το κάνουν», δεν δικαιολογούμε· νομιμοποιούμε. Όταν επαναλαμβάνουμε ότι «δεν αλλάζει τίποτα», δεν διαπιστώνουμε· παραιτούμαστε.

Οι μεγάλοι ανατόμοι της ανθρώπινης φύσης το ήξεραν. Ο Μπρεχτ έγραφε ότι όλοι έχουν τιμή – το ζήτημα είναι πόση. Ο Ντοστογιέφσκι αναρωτιόταν πώς ο κόσμος καταφέρνει να συγχωρεί τόση αθλιότητα με τόση ευκολία. Και οι Ρωμαίοι γνώριζαν καλά πως για να εκλεγεί κάποιος ύπατος, έπρεπε να ξοδέψει ό,τι είχε – και να πάρει επαρχία μετά, για να το ανακτήσει. Το “δούναι και λαβείν” δεν είναι εφεύρεση της μεταπολίτευσης.

Όμως δεν είναι μόνο η ιστορία ή η λογοτεχνία που μας προειδοποιεί. Είναι και η καθημερινότητα. Η διαφθορά είναι παρούσα όχι μόνο στα εκατομμύρια των επιδοτήσεων, αλλά και στην ουρά της δημόσιας υπηρεσίας, στην παράκαμψη ενός νόμου «γιατί μπορώ», στο πάρκινγκ πάνω στο πεζοδρόμιο «για δύο λεπτά». Εκεί, στα μικρά, χτίζεται η μεγάλη ανοχή.

Το πρόβλημα δεν είναι ότι οι πολίτες είναι κακοί. Είναι ότι είναι διατεθειμένοι να δείξουν κατανόηση για τα πάντα – αρκεί να είναι δικά τους. Όταν ο πολιτικός “τα παίρνει”, εξοργιζόμαστε. Όταν όμως ο φίλος μας διορίζεται “κάπως”, σιωπούμε. Όταν ο διπλανός παρκάρει στο πεζοδρόμιο, αγανακτούμε. Όταν το κάνουμε εμείς για “ένα λεπτό”, το θεωρούμε λογικό. Κι έτσι η δημόσια ζωή μετατρέπεται σε ένα πεδίο διαρκούς αμοιβαίας ανοχής και επιείκειας .

Όταν μια κοινωνία αρχίζει να συνηθίζει τη διαφθορά, όταν παύει να ντρέπεται, όταν οι πολίτες καταπίνουν αδιαμαρτύρητα αυτό που κάποτε θα τους εξόργιζε, τότε δεν έχουμε απλώς κρίση θεσμών. Εκεί ακριβώς γεννιέται η πιο επικίνδυνη εκδοχή συνενοχής: όχι η ενεργή συμμετοχή, αλλά η “σιωπή των αμνών” – η ηθική παραίτηση που καμουφλάρεται με λογική και ρεαλισμό.

Η διαφθορά δεν θα εξαφανιστεί – όπως δεν εξαφανίζεται και το ψέμα ή η ιδιοτέλεια. Όμως μπορούμε να σταματήσουμε να τη θεωρούμε “αναπόφευκτη”. Γιατί το πρόβλημα δεν είναι ότι συμβαίνει. Είναι ότι τη συγκαλύπτουμε με μια ιδιότυπη αμνησία: κάθε φορά απορούμε σαν να μη την έχουμε ξαναδεί, την καταγγέλλουμε σαν να μην την έχουμε ανεχτεί και τελικά… την ξεχνάμε μέχρι το επόμενο σκάνδαλο.

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου