Η οικογένεια της άτυχης γυναίκας διεκδικεί δικαίωση μετά από δεκατρία χρόνια, καταγγέλλοντας σοβαρές παραλείψεις της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, του Δήμου Ρόδου και της αναδόχου εταιρείας στα έργα αποκατάστασης της γέφυρας που οδήγησαν στο θανατηφόρο τροχαίο
Η τραγωδία που συγκλόνισε τη Ρόδο τον Οκτώβριο του 2012 επιστρέφει ενώπιον της Δικαιοσύνης. Το Ζ’ Τμήμα του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά προσδιόρισε για τις 5 Δεκεμβρίου 2025 την εκδίκαση της έφεσης που κατέθεσε η οικογένεια της 25χρονης Αντωνίας Πετρίδη, η οποία έχασε τη ζωή της οδηγώντας τετράτροχο μοτοποδήλατο τύπου “γουρούνα” κοντά στη γέφυρα του ποταμού Μάκκαρη, στην επαρχιακή οδό Μαλώνας – Μασάρων.
Η υπόθεση, που χειρίζεται η δικηγόρος κ. Ανδριάνα Μπαφίτη, αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα ευθυνών δημόσιων φορέων και εργολάβων σε έργα υποδομής, με τραγικές συνέπειες για την ανθρώπινη ζωή.
Η έφεση στρέφεται κατά της απόφασης Α204/2023 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Ρόδου, η οποία είχε απορρίψει την αρχική αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη. Η οικογένεια ζητά την αναγνώριση ευθύνης της Περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, του Δήμου Ρόδου και της αναδόχου εταιρείας για παραλείψεις που, όπως υποστηρίζεται, οδήγησαν στον θάνατο της νέας γυναίκας.
Το χρονικό του δυστυχήματος
Η γέφυρα του ποταμού Μάκκαρη, στην περιοχή μεταξύ Μαλώνας και Μάσσαρι, είχε χαρακτηριστεί επικίνδυνη και μισογκρεμισμένη ήδη από το 2011. Για τον λόγο αυτό είχε κλείσει για προληπτικούς λόγους, ενώ είχε δημιουργηθεί μια παρακαμπτήρια οδός, η οποία όμως –όπως καταγγέλλεται– δεν πληρούσε καμία από τις νόμιμες προδιαγραφές ασφάλειας.
Στις 22 Οκτωβρίου 2012, γύρω στις 20:40 το βράδυ, η 25χρονη οδηγός επέστρεφε από τη Μαλώνα προς τα Μάσαρη με συνεπιβάτιδα μια συνομήλικη φίλη της. Στην προσπάθειά της να περάσει από την παρακαμπτήριο οδό, το όχημά της γλίστρησε πάνω σε χαλίκια, ανατράπηκε και η ίδια υπέστη βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση, που αποδείχθηκε μοιραία λίγες ημέρες αργότερα στο Νοσοκομείο Ρόδου.
Η αστυνομική αυτοψία πραγματοποιήθηκε εννέα ημέρες μετά το δυστύχημα, στις 30 Οκτωβρίου 2012, γεγονός που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από την οικογένεια και τη νομική της εκπρόσωπο. Σύμφωνα με την ιατροδικαστική έκθεση, η αιτία θανάτου ήταν οι πολλαπλές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, αποτέλεσμα της ανατροπής του οχήματος σε σημείο που δεν υπήρχε σήμανση, φωτισμός ή προστατευτικά στηθαία.
Οι ελλείψεις και τα λάθη που κατήγγειλε η έφεση
Η υπόθεση στηρίζεται σε πληθώρα αποδεικτικών στοιχείων – εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, μαρτυρικές καταθέσεις, αυτοψίες και τεχνικά έγγραφα. Σύμφωνα με το κείμενο της έφεσης, η παρακαμπτήρια οδός λειτουργούσε χωρίς τα απαραίτητα μέτρα ασφαλείας:
• Η σήμανση ήταν ελλιπής και λανθασμένη. Οι πινακίδες δεν πληρούσαν τις προδιαγραφές εργοταξιακού τύπου όπως ορίζονται στο ΦΕΚ 946Β/9.7.2013 «Προδιαγραφή Σήμανσης Εκτελούμενων Έργων».
• Δεν υπήρχε φωτισμός στην περιοχή, παρότι ο δρόμος αποτελούσε τη μοναδική σύνδεση δύο χωριών.
• Δεν είχαν τοποθετηθεί προστατευτικά κιγκλιδώματα ή στηθαία ασφαλείας, ούτε εξοπλισμός κατεύθυνσης και αποκλεισμού.
• Οι προειδοποιητικές πινακίδες τοποθετήθηκαν μετά το δυστύχημα, όπως διαπιστώθηκε από την Τροχαία και τους πραγματογνώμονες.
Τα στοιχεία της δικογραφίας δείχνουν ότι το έργο επισκευής της γέφυρας είχε ανατεθεί το 2012 από την Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου σε εταιρεία, με επιβλέποντα μηχανικό πολιτικό μηχανικό ορισμένο από την Περιφέρεια. Η έφεση επισημαίνει ότι ουδέποτε εκπονήθηκε ή εγκρίθηκε μελέτη εργοταξιακής σήμανσης, όπως απαιτεί ο νόμος.
Οι πραγματογνωμοσύνες των ειδικών ήταν αποκαλυπτικές: το οδόστρωμα ήταν ολισθηρό λόγω χαλικιών, ο φωτισμός ανύπαρκτος, και η σήμανση εκτός προδιαγραφών, με πινακίδες τοποθετημένες αυθαίρετα σε τυχαίες αποστάσεις.
Η νομική μάχη για την αναγνώριση ευθύνης
Η οικογένεια της 25χρονης, εκπροσωπούμενη από τον πατέρα, τη μητέρα, τον ανήλικο τότε αδελφό και τους παππούδες της, είχε καταθέσει το 2017 αγωγή ζητώντας χρηματική ικανοποίηση για ψυχική οδύνη.
Το Διοικητικό Πρωτοδικείο Ρόδου απέρριψε την αγωγή, κρίνοντας ότι δεν υπήρχε αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των ελλείψεων του έργου και του δυστυχήματος. Το Δικαστήριο υιοθέτησε την άποψη ότι η θανούσα επέλεξε εκούσια να διασχίσει τον χωματόδρομο της κοίτης του ποταμού, γνωρίζοντας τον κίνδυνο.
Η έφεση, ωστόσο, αντικρούει κατηγορηματικά αυτό το σκεπτικό. Υποστηρίζει, με βάση μαρτυρίες και τεχνικές εκθέσεις, ότι το ατύχημα δεν έγινε ποτέ στον χωματόδρομο, αλλά στην ασφαλτοστρωμένη παρακαμπτήριο οδό πριν από τη γέφυρα, όπου οι συνθήκες ασφάλειας ήταν πλημμελείς.
Η οδηγός, τονίζεται, δεν είχε ενημερωθεί για τον επικείμενο κίνδυνο λόγω της ανυπαρξίας σήμανσης και φωτισμού, ενώ το όχημά της κινείτο με χαμηλή ταχύτητα και ήταν τεχνικά άρτιο.
Η υπεράσπιση υπογραμμίζει ότι οι δημόσιες αρχές και ο ανάδοχος παρέβησαν την υποχρέωσή τους να διασφαλίσουν την ασφάλεια της κυκλοφορίας στις ζώνες εκτέλεσης έργων, όπως ορίζει η νομοθεσία. Οι ευθύνες τους, σύμφωνα με το σκεπτικό της έφεσης, είναι αντικειμενικές και απορρέουν από τις παραλείψεις των οργάνων τους κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.