Ειδήσεις

Α.Ανδρεάδης: “Ας αποφασίσουμε ως χώρα ποια θα είναι η πολιτική μας για την πολιτιστική μας κληρονομιά”

Πρωινό Δευτέρας, με την ευχάριστη δροσιά του Σεπτεμβρίου, το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο είναι γεμάτο επισκέπτες. Για να φτάσει κάποιος μέχρι το πωλητήριο, πρέπει να κατεβεί τις σκάλες, όπου ήδη αρχίζει να επικρατεί μια αίσθηση μιζέριας: το ημίφως από τις καμένες λάμπες θυμίζει αίθουσα ανάνηψης σε χειρουργείο δημόσιου νοσοκομείου. Η δε ποικιλία των προσφερόμενων προς πώληση προϊόντων είναι τουλάχιστον ανορθόδοξη: το μάτι σταματά σε τεράστια εκμαγεία αγαλμάτων ή κεφαλές. Ζυγίζουν αρκετά κιλά και δεν μπορεί να τα κατατάξει κανένας στην κατηγορία «αναμνηστικά», εκτός και αν έχει έρθει στην Ελλάδα με ιδιωτικό τζετ, μια και δεν προβλέπεται διαδικασία αποστολής από το μουσείο.

Διατίθενται και πιο προσιτά αντικείμενα –μερικά θαυμάσια πήλινα εκμαγεία και ορισμένα άλλα που απομιμούνται κυκλαδικά ειδώλια– τα οποία όντως κερδίζουν το ενδιαφέρον των επισκεπτών, όπως και κάποιες κούπες και σουπλά. Οσο για τα βιβλία-οδηγούς του μουσείου, έχουν εξαντληθεί οι γαλλικοί και οι αγγλικοί, δεν έχει προβλεφθεί να τυπωθούν ισπανικοί και ρωσικοί, ενώ τελικά διατίθενται μόνον ελληνικοί και γερμανικοί· οι άλλες εθνικότητες ατύχησαν. Το καλύτερο; Υπάρχει θέμα και με τις σακούλες: είναι λιγοστές ή ανύπαρκτες, ανάλογα με το μέγεθος. Το μόνο θετικό είναι το χαμόγελο και η ευγένεια των πωλητριών. Θα πει κανείς ότι αυτό είναι αυτονόητο. Δεν είναι ακριβώς έτσι, καθώς το προσωπικό στο κατάστημα στελεχώνεται από συμβασιούχους ή από τέως εργαζομένους της Ολυμπιακής Αεροπορίας, που θα μπορούσαν να αισθάνονται από αδιαφορία έως και πικρία για τη νέα τους θέση, κάτι που εδώ δεν συμβαίνει.

Τι λέει στην «Κ» ο καθ’ ύλην αρμόδιος για το θέμα, ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του ΤΑΠΑ (Ταμείο Αρχαιολογικών Χώρων & Απαλλοτριώσεων) κ. Θεόδωρος Σούμπασης, οικονομολόγος, που διορίστηκε στη θέση αυτήν πριν από λίγο καιρό; Πως με βάση τις περιορισμένες δυνατότητες σε πόρους και ανθρώπινο δυναμικό, κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν, προσπαθώντας ταυτόχρονα να αλλάξουν τη διοικητική δομή του οργανισμού, για να μπορέσει να συμπεριλάβει εμπορική διεύθυνση, η οποία έως σήμερα δεν υπήρχε (φαντάζεστε ποτέ ιδιωτική επιχείρηση να μην έχει τμήμα marketing;). Επίσης, υπογραμμίζει ότι, ακόμα και για να αλλάξουν οι ακριβές ειδικές λάμπες ή να υπάρχουν σακούλες, πρέπει να γίνει διαγωνισμός. Οσο για το ανθρώπινο δυναμικό, οι εργαζόμενοι του ΤΑΠΑ, τόσο στην κεντρική υπηρεσία όσο και στα εργαστήρια στου Ρέντη όπου φτιάχνονται τα αντικείμενα, έχουν μειωθεί από 103 το 2011 σε 68 φέτος.

Στο Ακρωτήρι

Ακούστε άλλη μία ιστορία τρέλας, από τη Σαντορίνη, όπως την περιγράφει ο ανασκαφέας του Ακρωτηρίου κ. Χρίστος Ντούμας. Εξαιτίας της έλλειψης πόρων, για πρώτη φορά από το 1967 σταμάτησε η λειτουργία των εργαστηρίων συντήρησης τοιχογραφιών και κεραμικής. Η μη κερδοσκοπική Εταιρεία Στήριξης Σπουδών Προϊστορικής Θήρας χρηματοδότησε την παραγωγή ορισμένων αναμνηστικών υψηλής ποιότητας με έμπνευση από τα ευρήματα, τα έσοδα από την πώληση των οποίων θα πήγαιναν στο Ακρωτήρι, έτσι ώστε να μην είναι εξαρτημένο από το πότε το ΤΑΠΑ θα στείλει πωλητέα είδη, αλλά και να βρεθούν πόροι πέραν των εισιτηρίων. Η αλληλογραφία με το ΤΑΠΑ και το υπουργείο δεν είχε θετικό αποτέλεσμα, καθώς το κράτος θεώρησε ότι η πρωτοβουλία σκοντάφτει στον νόμο (μια και μόνον το ΤΑΠΑ έχει αυτή την αρμοδιότητα), κι έτσι τις τελευταίες ημέρες, όπως λέει ο κ. Ντούμας στην «Κ», η εταιρεία έστησε πρόχειρη κατασκευή και τα πουλάει έξω από τον χώρο, διότι μέσα απαγορεύεται. «Οταν μας επισκέφθηκε ο τέως υπουργός Πάνος Παναγιωτόπουλος, κατήργησε το ιατρείο πρώτων βοηθειών μέσα στον αρχαιολογικό χώρο για να το κάνει πωλητήριο. Και σήμερα υπάρχουν στα ράφια του ελάχιστα είδη, τα οποία δεν έχουν καμιά θεματολογική σχέση με τα ευρήματα του Ακρωτηρίου», τονίζει με ένταση. Και όλα αυτά, ενώ τα φώτα της δημοσιότητας είναι στραμμένα στην Αμφίπολη και την ελληνική αρχαιολογία…

Χάνουμε το τρένο, και μαζί και έσοδα

Σε μια χρονιά που ο αριθμός των τουριστών (μαζί με εκείνους της κρουαζιέρας) μπορεί να φτάσει ακόμα και τα 22 εκατομμύρια μέχρι τα τέλη φθινοπώρου, αναρωτιέται κανείς αν αυτή είναι η δέουσα εικόνα για το πωλητήριο της ναυαρχίδας των ελληνικών μουσείων, ενός από τα τρία σημαντικότερα αρχαιολογικά μουσεία στον κόσμο, μαζί με εκείνα του Καΐρου και του Μεξικού ή του Ακρωτηρίου, που ήταν για τόσα χρόνια κλειστό. Ταυτόχρονα, αναλογίζεται κανείς και κάτι ακόμη: πόσα είναι τα έσοδα που χάνει το κράτος από το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι δεν διαθέτει ένα εύρυθμο και λειτουργικό πλαίσιο για τα μουσεία και τους αρχαιολογικούς χώρους, κάτι που αγγίζει τρεις διαφορετικούς τομείς: τις προσφερόμενες υπηρεσίες και προϊόντα στα πωλητήρια και τα εστιατόρια/αναψυκτήρια, τα τέλη φωτογράφισης – κινηματογράφησης και γενικότερης ναύλωσης ενός χώρου αρχαιολογικού ενδιαφέροντος από ιδιώτες και, τέλος, τη δημιουργία πολιτιστικών προϊόντων τεχνολογικής αιχμής, όπως λ.χ. οι εφαρμογές για κινητό τηλέφωνο.

Ενίσχυση της οικονομίας με ένα ή και δύο δισ. ευρώ

Τον Μάιο του 2012, η εταιρεία συμβούλων McKinsey εκπόνησε την έρευνα «Σχεδιασμός στρατηγικής του ΤΑΠΑ με στόχο την προβολή και την αξιοποίηση της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς». Η ίδια εταιρεία έκανε μια ακόμη έρευνα για τον τουρισμό, που απέστειλε ο Σύνδεσμος Τουριστικών Επιχειρήσεων Ελλάδος στην ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού. Η μόνη ουσιαστική αλλαγή που έγινε για την καλύτερη σύζευξη πολιτισμού-τουρισμού ώς τώρα ήταν η διεύρυνση του ωραρίου. Σύμφωνα τουλάχιστον με την πρώτη μελέτη, το κράτος θα μπορούσε μέσα σε πέντε χρόνια να αυξήσει τα έσοδα κατά 300 εκατομμύρια, εφαρμόζοντας δέσμη μέτρων για την αξιοποίηση του ελληνικού πολιτιστικού αποθέματος. «Με τα παράπλευρα οφέλη, π.χ. την αύξηση των θέσεων εργασίας, θα μπορούσε ακόμη και να μιλήσει για έσοδα ενός ή δύο δισ. που θα ενίσχυαν εν συνόλω την ελληνική οικονομία. Ας σκεφτούμε, λ.χ., ότι το 60% των αναζητήσεων στο Google για την Ελλάδα αφορά τον πολιτισμό της. Δεν είναι μόνο η αιμορραγία εσόδων, κράτους και ιδιωτικού τομέα, αλλά μια εθνική υπόθεση, ίσως η σπουδαιότερη χαμένη ευκαιρία της χώρας σήμερα», λέει ο κ. Ανδρέας Ανδρεάδης του ΣΕΤΕ.

Ορισμένα στοιχεία της έρευνας: το 86% των εσόδων από αρχαιολογικούς χώρους και μουσεία προέρχεται στην Ελλάδα από τα εισιτήρια, ενώ αλλού το ποσοστό αυτό πέφτει στο 30%, καθώς έχουν αναπτυχθεί άλλες υποδομές. Τα εισιτήρια μπορεί κάποιος να τα προμηθευτεί μόνον στο ταμείο και όχι ηλεκτρονικά, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται τεράστιες ουρές σε χώρους όπως η Ακρόπολη.

Το μέσο έσοδο ανά επισκέπτη με βάση στοιχεία του 2011 ήταν 6,1 ευρώ σε αντίθεση με 19,7 στο εξωτερικό. Η μέση τιμή των εισιτηρίων κρίνεται χαμηλότερη του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Δεν υπάρχει καμιά κεντρική ιστοσελίδα με επαρκείς πληροφορίες για τον τουρισμό και τον πολιτισμό, όπως δεν υπάρχει και δυνατότητα ηλεκτρονικής αγοράς προϊόντων. Απουσιάζει η εξορθολογισμένη τιμολογιακή πολιτική για τα τέλη κινηματογράφησης ή φωτογράφισης, ενώ υπάρχει φοβερή γραφειοκρατία για τους ξένους που θέλουν να γυρίσουν ταινία ή τηλεοπτική σειρά στην Ελλάδα. Τέλος, κανένα δημόσιο ελληνικό μουσείο δεν έχει iPhone app, ούτε καν η Ακρόπολη. Αν σκεφτεί κανείς ότι 1,3 εκατομμύριο Ρώσοι τουρίστες δυσκολεύονται να βρουν ξεναγούς στη μητρική τους γλώσσα, θα καταλάβει το μέγεθος της έλλειψης.

Και τον ΕΟΤ ως ιδιώτη

Ο σκηνοθέτης και παραγωγός οπτικοακουστικών έργων Κωνσταντίνος Τσεκλένης, ο οποίος παλαιότερα είχε γυρίσει ταινίες για τον ΕΟΤ ενώ προσφάτως ετοίμασε σειρά με ελληνικούς προορισμούς που προβάλλονται στις διεθνείς πτήσεις της Aegean, τονίζει: «Χάρις στις προσπάθειες που έκανε φέτος η κ. Ολγα Κεφαλογιάννη, άρχισε ο ΕΟΤ να μην αντιμετωπίζεται ως ιδιώτης από το ΥΠΠΟ, το οποίο ζητούσε τέλη κινηματογράφησης και φωτογράφισης σε ταινίες για την προβολή της χώρας μας από τον Οργανισμό ή τον ανάδοχο ενός διαγωνισμού, κάτι που ακούγεται παρανοϊκό. Σε ό,τι αφορά παραγωγές, ελληνικές και ξένες, που επιθυμούν να κάνουν γυρίσματα σε αρχαιολογικούς χώρους, κανένας δεν γνωρίζει έγκαιρα πότε θα πάρουν την έγκριση και πόσο θα κοστίσει. Ετσι, οι ξένοι μάς γυρίζουν την πλάτη και χάνουμε τεράστια ποσά από τη διεθνή κινηματογραφική και τηλεοπτική βιομηχανία. Ακόμη πάντως και αν κάποιος έχει επίσημη άδεια να τραβήξει πλάνα σε αρχαιολογικούς χώρους, είναι πιο εύκολο και πρακτικό να υποδυθεί τον τουρίστα φορώντας βερμούδα και μιλώντας αγγλικά με μια μικρή αλλά καλή κάμερα στο χέρι, από το να προσκομίσει το έγγραφο και να υποστεί την ταλαιπωρία της γραφειοκρατίας. Η Ελλάδα θα μπορούσε να έχει εξαιρετικές ιδιωτικές ξεναγήσεις, που ακριβοπληρώνονται σε ξένα μουσεία, ή να ναυλώσει μια αίθουσα για ένα γεύμα, κάτι που παραμένει ταμπού για εμάς. Χρειαζόμαστε καλύτερη πολιτική, ευέλικτη, πιο κοντά στις ανάγκες της πραγματικότητας και της αγοράς, πάντα σεβόμενοι τον πολιτισμό και την ιστορία μας».

«Θα το θέσουμε με τρόπο απλό», τονίζει ο κ. Ανδρέας Ανδρεάδης. «Οι αρχαιολόγοι μας κάνουν θαυμάσια δουλειά, είναι εξαιρετικοί επιστήμονες και δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό παρά τις δυσκολίες. Τούτο δεν σημαίνει ότι έχουν τον χρόνο ή τη δεξιότητα να είναι και καλοί εμπορικοί διευθυντές. Συχνά υπάρχει στη χώρα μας η ιδεολογική άποψη από μερίδα αρχαιολόγων πως οποιαδήποτε απόπειρα να αυξηθούν τα έσοδα στην αρχαιολογία είναι εμπορευματοποίηση του πολιτισμού. Εμείς δεν πιστεύουμε ότι ο πολιτισμός, ως κρατική υπόθεση, θα πρέπει να περάσει σε χέρια ιδιωτών, αλλά θα πρέπει να πιεστεί η πολιτεία να εκσυγχρονίσει τις δομές και να αποκτήσει επιτέλους στρατηγική, με τους κατάλληλους ανθρώπους στην κατάλληλη θέση. Η υπόθεση της Αμφίπολης αντικατοπτρίζει αυτή την αντίφαση. Οι περισσότεροι χαρήκαμε από την επικοινωνιακή διαχείριση, που μας έκανε συμμετόχους στο εύρημα. Αλλοι, όπως, λ.χ., ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων, αντέδρασαν. Ας αποφασίσουμε ως χώρα ποια θα είναι η πολιτική μας και προς τα πού θα κινηθούμε στο μέλλον…»

Καθημερινή

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου