Ρεπορτάζ

Είχαν «έτοιμες λύσεις» για δάνεια και για τακτοποίηση χρεών!

4 μάρτυρες κατηγορίας εξετάστηκαν από την τακτική Ανακρίτρια Ρόδου ως θύματα απάτης από δύο εκπροσώπους, μια γυναίκα και έναν άνδρα, εταιρείας παροχής νομικών και οικονομικών συμβουλών, που φέρονται να διαφήμιζαν λύσεις για την αντιμετώπιση προβλημάτων υπερχρεωμένων νοικοκυριών.
Το θέμα είχε απασχολήσει κατ’ επανάληψη και τον Δικηγορικό Σύλλογο Ρόδου που αναγκάστηκε, λόγω της διάστασης που έχουν προσλάβει όμοιες καταγγελίες σε βάρος διαφόρων προσώπων, να εκδώσει σχετική ανακοίνωση.
Tο ιστορικό της υπόθεσης, σύμφωνα με τις μηνύσεις έχει ως εξής:
Συνταξιούχος του Υπουργείου Πολιτισμού και πρώην συμβασιούχος του ίδιου Υπουργείου από διαφήμιση σε τοπική εφημερίδα πληροφορήθηκαν ότι η πρώτη κατηγορούμενη προσέφερε, η ίδια και οι συνεργάτες της, νομικές, οικονομικές, και συμβουλευτικές υπηρεσίες και ότι είχε την δυνατότητα να ρυθμίζει χρέη προς στις τράπεζες και να εκδίδει δάνεια σε δημοσίους υπαλλήλους εν ενεργεία ή συνταξιούχους ακόμα και αν είναι υπερχρεωμένοι ή έχουν δυσμενή στοιχεία στον Τειρεσία.
Κανόνισαν, όπως υποστηρίζουν, συνάντηση σε κεντρικό ξενοδοχείο της Ρόδου, όπου η πρώτη κατηγορούμενη συνοδευόταν από τον δεύτερο σύζυγό της, τον οποίο φέρεται να τους σύστησε, ως οικονομολόγο.
Εκεί φέρονται να ανέφεραν στους μηνυόμενους ότι επιθυμούσαν τη ρύθμιση των δανείων τους, ποσού 80.000 ευρώ για την πρώτη και 50.000 ευρώ για τη δεύτερη.
Η λύση που τους πρότειναν, όπως αναφέρουν, ήταν η συγκέντρωση των οφειλών τους σε μια τράπεζα η οποία θα τους έδινε περίοδο χάριτος και ταυτόχρονα θα εκταμίευε ένα ικανό ποσό ώστε να μπορέσουν να ορθοποδήσουν.
Ως αντίτιμο για τις υπηρεσίες τους φέρεται να κανονίστηκε για τον πρώτο το ποσό των 5.500 ευρώ με προκαταβολή τα 3.500 ευρώ και για την δεύτερη το ποσό των 2.800 ευρώ με προκαταβολή 2.000 ευρώ.
Υπέγραψαν λίγο αργότερα ιδιωτικά συμφωνητικά και φέρονται να τους κατέβαλαν τις προκαταβολές.
Επιπλέον η πρώτη κατηγορούμενη, φέρεται να τους ζήτησε να εκδώσουν υπεύθυνες δηλώσεις και εξουσιοδοτήσεις σε συνεργάτες της δικηγόρους Αθηνών για να τους εκπροσωπήσουν στην κατάθεση αιτημάτων τους στις τράπεζες.
Η πρώτη κατηγορούμενη στην πορεία φέρεται να ενημέρωσε την δεύτερη των φερομένων ως θυμάτων ότι αντιμετώπιζαν προβλήματα στο αίτημά της και πως θα έπρεπε να απευθυνθεί στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο και ότι απαιτούνται ακόμη 1.500 ευρώ. Η δεύτερη των μηνυτών προέβη σε σχετική κατάθεση.
Λίγο διάστημα μετά η πρώτη κατηγορούμενη, όπως υποστηρίζεται, ζήτησε για έξοδα τα ποσά των 1.500 και 1.700 ευρώ.
Ενα μήνα μετά τους ενημέρωσαν σε νέα συνάντηση στη Ρόδο ότι προέκυψαν σοβαρά θέματα με τις υποθέσεις τους και ότι έπρεπε να αλλάξει το αρχικό πλάνο.
Πρότειναν στην πρώτη να συνεχιστεί η διαδικασία της συγκέντρωσης οφειλών στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο και ταυτόχρονα, να εκταμιευτεί ποσό 25.000 ευρώ από την ΑΤΕ. Ομοίως στην δεύτερη φέρονται να εξέθεσαν πως λόγω της ιδιότητάς της ως άνεργης δεν θα συνέχιζαν με το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο αλλά θα αιτούντο ποσό 25.000 ευρώ από την ΑΤΕ και ποσό 5.000 ευρώ από την Eurobank. Για την νέα διαδικασία ζήτησαν πάλι, ποσό 4.000 ευρώ από την πρώτη και 3.700 ευρώ από την δεύτερη.
Στην πρώτη εκ των φερομένων ως θυμάτων φέρεται να είπαν ότι κατάφερναν να προχωρήσει το αίτημα που είχαν κάνει για λογαριασμό της στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων για δάνειο «μικροεπισκευών» ύψους 25.000 ευρώ, χωρίς εγγυητή και χωρίς εμπράγματη εξασφάλιση.
Τούτο θα πραγματοποιείτο με τη βοήθεια των συνεργατών τους από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων (ΤΠΔ) σε σύντομο χρονικό διάστημα, ενώ στη συνέχεια με ενυπόθηκο δάνειο ποσού 59.000 ευρώ, θα αποπληρωνόταν οι υπόλοιπες οφειλές.
Ο δεύτερος φέρεται να της πρότεινε να μεταβεί στην Αθήνα για τη γραφειοκρατική διεκπεραίωση της υπόθεσης και ζήτησε το ποσό των 600 ευρώ.
Έκτοτε οι μήνες κυλούσαν και παρά τις οχλήσεις τους ούτε το δάνειο της πρώτης εκταμιεύονταν, ούτε η δεύτερη κατάφερε να λάβει πίσω τα χρήματά της. Ακολούθησε η υπογραφή συμβολαιογραφικού πληρεξουσίου για την τακτοποίηση της υπόθεσης. Ακολούθησε λίγο διάστημα μετά, η καταβολή ακόμη 700 ευρώ, για «έξοδα συνεργάτη» και 1.500 ευρώ για «δικαστικά έξοδα που απαιτούντο για την προσημείωση υποθήκης».  Ακολούθησε αίτημα της πρώτης των κατηγορουμένων για καταβολή ακόμη 1.400 ευρώ αλλά και ακόμη 2.500 ευρώ.
Στην πορεία και ενώ τίποτε δεν είχε προχωρήσει υποστήριξαν ότι δεν έφταιγαν αυτοί αλλά η γενικευμένη οικονομική κρίση, η Τρόικα και πως θα ήταν σε θέση να τους επιστρέψουν τα χρήματα.
Υπέγραψαν μάλιστα και ένα πρακτικό αμοιβαίων εκχωρήσεων απαιτήσεων. Λίγο διάστημα μετά η πρώτη κατηγορούμενη φέρεται να τους ζήτησε ως δανεικά ποσό 2.600 ευρώ για να μπορέσει να κινηθεί νομικά εναντίον των συνεργατών της στην Αθήνα, που την κορόιδεψαν. Λίγο διάστημα μετά ακόμη 3.000 ευρώ ως δανεικά.
Συνολικά καταγγέλλονται ότι πήραν 33.000 ευρώ και συγκεκριμένα 24.600 ευρώ από την πρώτη και 8.700 ευρώ από τη δεύτερη.
Η δεύτερη συναφής υπόθεση, που συνενώθηκε και εξετάζεται ενιαία με την ανωτέρω, αφορά ακόμη δύο ακόμη γυναίκες.
Όπως υποστηρίζουν, οι εγκαλούμενοι τις διαβεβαίωσαν ότι μπορούσαν να δανειοδοτηθούν χωρίς κανένα πρόβλημα και λόγω των ιδιαίτερων γνώσεών τους στα τραπεζικά θέματα και των γνωριμιών τους με υψηλόβαθμα στελέχη τραπεζών, μπορούσαν να λάβουν δάνειο που θα έφθανε τα 90.000 ευρώ.
Αρχικά θα ελάμβαναν δάνειο ποσού 20.000 ευρώ, χωρίς εγγυητή, χωρίς εμπράγματα βάρη, δάνειο μικροεπισκευών, το οποίο θα πραγματοποιείτο με τη βοήθεια των συνεργατών τους από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων σε σύντομο χρονικό διάστημα, ενώ στη συνέχεια με ενυπόθηκο δάνειο ποσού 70.000 ευρώ πάλι από το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων.
Οι κατηγορούμενοι, όπως ισχυρίζονται, αποκόμισαν τελικά, παράνομο περιουσιακό όφελος ποσού 53.180,00 ευρώ για την πρώτη και για την δεύτερη ποσού 12.420 ευρώ.
Αφού έγιναν διάφορες συναντήσεις και διαπραγματεύσεις την 26η Ιουνίου 2011 η πρώτη μηνυόμενη της ανακοίνωσε την έγκριση του δανείου των 20.000 ευρώ και συνέστησε στην πρώτη των μηνυτών να μεταβεί στην Αθήνα. Η εκταμίευση του δανείου των 20.000 ευρώ έγινε και τα χρήματα κατατέθηκαν άμεσα για λόγους ασφαλείας, σε λογαριασμό της στην Εθνική Τράπεζα.
Η πρώτη κατηγορούμενη ζήτησε από το πρώτο θύμα να καταθέσει σε Τραπεζικό λογαριασμό της, το ποσό των 9.000 ευρώ, έτσι ώστε να προωθήσει το δεύτερο δάνειο των 70.000 ευρώ σύντομα.
Έκτοτε και παρόλο ότι είχαν εισπράξει το σύνολο της αμοιβής τους, οι μήνες περνούσαν άπρακτοι, με τους κατηγορούμενους να επικαλούνται γραφειοκρατικές διαδικασίες, ασθένεια υπευθύνου ή απουσία των συνεργατών τους και έπαιρναν παρατάσεις της έγκρισης του δεύτερου δανείου.
Στην πορεία φέρεται να της είπαν ότι το αίτημά της αντιμετωπίζει κώλυμα και πως πρέπει να καταβάλει το ποσό των 3.000 ευρώ σε εκείνη προκειμένου να τα δώσει σε άτομα κλειδιά, ώστε να ξεπεραστεί το πρόβλημα του Τειρεσία.
Η φερόμενη ως θύμα ζήτησε δανεικά από συγγενικό της πρόσωπο και έδωσε το ποσό στην πρώτη κατηγορούμενη.
Στην πορεία της ζήτησαν ακόμη 6.800 ευρώ για να πληρωθεί ο μηχανικός της Τράπεζας, ο οποίος θα έκανε τη μελέτη της εκτίμησης του ακινήτου της, μαζί με μια σειρά φωτογραφιών.
Υποστηρίζει παραπέρα ότι λίγο διάστημα μετά της ζήτησε και της δάνεισε 6.600 ευρώ. Λίγο διάστημα μετά, όπως ισχυρίζεται, την έπεισαν ότι με την καταβολή ποσού 4.800 ευρώ στους αρμοδίους, επέτυχαν να λάβει δάνειο τριπλάσιο από αυτό που αρχικά είχε ζητήσει, δηλαδή δάνειο 210.000 ευρώ και ότι τα επί πλέον χρήματα που κατέβαλε μέχρι εκείνη τη στιγμή, θα έπιαναν τόπο.
Την έπεισαν μάλιστα ότι θα γινόταν διαγραφή του μισού κεφαλαίου του δανείου, σύμφωνα με σχετικό νόμο που ήδη υπήρχε και γνώριζαν οι συνεργάτες της, συμπληρώνοντας και πάλι ψευδώς, ότι το όφελος της θα ήταν 105.000 ευρώ και επομένως τα 30.200 ευρώ που είχε καταβάλει, στην ουσία θα τα κάλυπταν με το χαριστικό δάνειο.
Την ίδια μέρα, κατέφυγε στη μητέρα της και ζήτησε δανεικά 4.800 ευρώ τα οποία της έδωσε.
Λίγες μέρες μετά, έλαβε κλήση στο κινητό της, όπως ισχυρίζεται, από αριθμό χωρίς αναγνώριση και κάποια κυρία, η οποία της ανέφερε ότι την καλεί από την υπηρεσία εκταμιεύσεων και της ζήτησε να πληρώσει το ποσό των 6.500 ευρώ για την εγγραφή της υποθήκης στο ακίνητό της, προκειμένου να εκταμιεύσει το δάνειο. Πήρε δανεικά από ακόμη ένα φίλο της και πλήρωσε και το ποσό αυτό ενώ λίγες μέρες αργότερα κατέβαλε ακόμη 5.000 ευρώ.
Το παραμύθι συνεχίστηκε και η πρώτη μηνύτρια κατέβαλε συνεχώς και άλλα ποσά μέχρι που στις αρχές Ιανουαρίου του 2013, οι εγκαλούμενοι, όπως υποστηρίζει, προκειμένου να απαλλαγούν από εκείνη και άλλα θύματά τους, ώστε να μην τους εκδιώξουν ποινικά, αφού κατάλαβαν ότι δεν είχε, όπως και τα άλλα θύματά τους πλέον, ούτε ευρώ να τους πάρουν, σκηνοθέτησαν το σενάριο ότι έπεσαν θύματα δικηγόρου Αθηνών, κατά του οποίου, η πρώτη εγκαλούμενη, πρότεινε στην ίδια και άλλα θύματά της, να καταθέσουν αγωγή ενώπιον του Ειρηνοδικείου Ρόδου, ώστε να ζητήσουν να λάβουν τα χρήματά τους πίσω, που όπως η εγκαλούμενη ισχυρίσθηκε ενώπιον των θυμάτων της ήταν άνω των 300.000 ευρώ.
Το ίδιο συνέβη και με τη δεύτερη μηνύτρια, που εξαπατήθηκε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου