Ειδήσεις

Ακυρες οι ιδιόγραφες διαθήκες γνωστού δικηγόρου

Ακυρες κρίθηκαν από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου και οι δύο ιδιόγραφες διαθήκες γνωστού δικηγόρου της Ρόδου, που έφυγε σε ηλικία 72 ετών, αφήνοντας πίσω του μια περιουσία σε κινητά και ακίνητα άνω των 13 εκατ. ευρώ.

Με την αγωγή που είχε ασκηθεί ζητήθηκε ουσιαστικά η ερμηνεία μιας εκ των δύο ιδιόγραφων διαθηκών, που βρέθηκαν μετά το θάνατο του δικηγόρου στο γραφείο του.

Την ερμηνεία της διαθήκης ζήτησαν δύο εκ των κληρονόμων του, ενώ σε αυτό αντιτίθεται ένας τρίτος, που διατείνεται ότι ο εκλιπών δεν ήταν σε θέση να συντάξει διαθήκη στο χρόνο που φέρεται να την συνέταξε.

Ο δικηγόρος απεβίωσε στην οικία του στη Ρόδο, στις 3 Δεκεμβρίου 2006, σε ηλικία 72 ετών, έπειτα από μάχη με την επάρατη νόσο για περίπου 3 μήνες και κατόπιν, νοσηλείας του στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο Αθηνών για διάστημα πέντε ημερών.

Η περιουσία του, κινητή και ακίνητη, φέρεται να υπερβαίνει τα 13 εκατ. ευρώ. Η σύζυγός του είχε ήδη αποβιώσει το έτος 2003. Η δε μοναδική θετή θυγατέρα τους, πάσχουσα εκ γενετής από νοητική νόσο και διαμένουσα από ετών σε ίδρυμα των Αθηνών, είχε ήδη τεθεί υπό δικαστική συμπαράσταση, έπειτα από αίτηση του αποβιώσαντος, ασκηθείσα λίγο πριν το θάνατό του. Δυνάμει της εν λόγω αποφάσεως δικαστική συμπαραστάτρια ορίσθηκε η ανιψιά του αποβιώσαντος.

Όπως διατείνονται δύο εκ των κληρονόμων του, σε προτάσεις που κατέθεσαν ενώπιον του δικαστηρίου κατά τις τελευταίες 6-7 ημέρες της ζωής του ήταν απόλυτα καταβεβλημένος από την ασθένειά του μη δυνάμενος να σηκωθεί από το κρεβάτι του, ούτε βέβαια να μιλήσει.

Ήταν, όπως περιγράφουν, σε μια τέτοια κατάσταση που μετά βίας επικοινωνούσε με τους συγγενείς του για τα στοιχειώδη. Υποστηρίζουν παραπέρα ότι η πνευματική του διαύγεια είχε σχεδόν εκλείψει λόγω της βαριάς νόσου του.

Με την άποψη αυτή δεν συμφωνεί ο αντίδικος κληρονόμος, ενώ ενώπιον του δικαστηρίου κατάθεσε δικηγόρος ο οποίος επεσήμανε ότι στο διάστημα εκείνο συνέτασσε μαζί του προτάσεις για δίκη που είχαν προγραμματισμένη ενώπιον του Εφετείου Δωδεκανήσου.

Εν πάση περιπτώσει την 14η Δεκεμβρίου 2006, 9 ημέρες μετά το θάνατό του, δημοσιεύθηκαν, σε συνεδρίαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου δύο έγγραφα που φέρονται ως συνταχθέντα από τον ίδιο.

Το μεν πρώτο δημοσιεύθηκε, ως η άνευ ημερομηνίας και χρονολογίας διαθήκη του, ενώ το δεύτερο δημοσιεύθηκε, ως το από 20 Οκτωβρίου 2006 ιδιόγραφο σημείωμά του και φέρει την υπογραφή του. Κανένα από τα δυο αυτά έγγραφα έως σήμερα δεν έχει ωστόσο κηρυχθεί ως κυρία διαθήκη του.
Το πρώτο, όπως τονίστηκε σε δικόγραφο δύο κληρονόμων του, φέρει όλα τα χαρακτηριστικά μιας ιδιόγραφης διαθήκης, είναι γραμμένο με το χέρι του συντάξαντος, φέρει αρίθμηση σε κάθε σελίδα και την υπογραφή του σε κάθε φύλλο.

Υποστηρίζουν ότι λόγω της τελείας γραφής του και της απόλυτης εναρμόνισής του με ένα κείμενο που συντάσσεται προς τον καθεαυτό σκοπό της διαθήκης δηλαδή της έκφρασης της τελευταίας βούλησης του εκάστοτε συντάξαντος, αποδεικνύει την πλήρη νομική κατάρτισή του, η οποία δεν αμφισβητείται από οιονδήποτε τον γνώριζε. Ισχυρίζονται ωστόσο ότι πέραν του τελείου αυτού κειμένου διαθήκης, λείπει η ημεροχρονολογία του. Είναι άγνωστο δηλαδή πότε συντάχθηκε.

Υποστηρίζουν επιπλέον ότι ο συντάξας ουδέποτε έθεσε ημερομηνία σε αυτό παρά μόνο το κατέγραψε, το υπέγραψε και θα έθετε την χρονολογία όταν ήταν αποφασισμένος για τα γραφόμενά του.

Τονίζουν εξάλλου ότι δεν ήταν δυνατόν με τη νομική κατάρτιση που είχε να μην γνώριζε ότι λόγω της ανυπαρξίας ημερομηνίας θα καθίστατο άκυρη η εν λόγω διαθήκη του όταν ανευρίσκετο με αυτή τη μορφή.

Σε ό,τι αφορά το δεύτερο έγγραφο δύο κληρονόμοι ισχυρίζονται ότι ουδόλως αποτελεί διαθήκη, ούτε βέβαια φέρει τα χαρακτηριστικά ενός κειμένου ιδιόγραφης διαθήκης.
Προσθέτουν επιπλέον ότι ουδείς από τους «τιμωμένους» μέχρι σήμερα δεν έχει σπεύσει ώστε να κηρυχθεί κυρία διαθήκη του, υποστηρίζοντας ότι ίσως να αποτελεί ένα προσχέδιο διαθήκης. Το πρώτο φύλλο φέρεται γραμμένο με μελάνι χρώματος μαύρου και το δεύτερο με μπλε. Μόνο το δεύτερο φύλλο φέρει την υπογραφή του αποβιώσαντος και πουθενά δεν αναγράφεται χρονολογία.

Ενας κληρονόμος υποστηρίζει ότι η ημερομηνία είναι η 29η Νοεμβρίου 2006 και μια άλλη την έχει εκλάβει ως η 20ή Οκτωβρίου 2006.

Σημειώνεται ότι και τα δύο έγγραφα βρέθηκαν την ίδια μέρα στο δικηγορικό γραφείο του αποβιώσαντος από τον συνεργάτη του, τη γραμματέα του και τους συγγενείς του, λίγες ημέρες μετά το θάνατό του.

Δύο κληρονόμοι διατείνονται ότι μέχρι και πριν νοσήσει ουδέποτε είχε πει ότι είχε συντάξει διαθήκη, ούτε όμως και κατά τη διάρκεια της ασθενείας του.

Υποστηρίζουν ακόμη ότι κατά τη διάρκεια επίσκεψής του σε μοναστήρι της Αττικής, τον μήνα Οκτώβριο 2006, εκμυστηρεύθηκε σε πρόσωπο του στενού συγγενικού του κύκλου, που τον είχε συνοδεύσει ότι δεν είχε προβεί σε σύνταξη διαθήκης διότι αισθανόταν σύγχυση στο μυαλό του, όμως ήταν ήσυχος διότι η θυγατέρα του ήταν εξασφαλισμένη. Σημειώνουν επιπλέον ότι είχε μεταβιβάσει 3 περιουσιακά στοιχεία του λίγες εβδομάδες πριν το θάνατό του σε συμβολαιογραφείο και ότι αν επιθυμούσε να είχε συντάξει διαθήκη θα το είχε κάνει.

Το δικαστήριο με την απόφαση που εξέδωδε έκρινε ότι ο δικηγόρος κατέλιπε μοναδική εγγύτερη συγγενή του τη θετή κόρη του.

Κρίθηκε επίσης ότι το μοναδικό συμπέρασμα που ευχερώς συνάγεται από την ανάγνωση του κειμένου της διαθήκης, όσον αφορά την ημερομηνία της, είναι ότι αυτή συντάχθηκε σε χρόνο προγενέστερο του έτους 2003, οπότε απεβίωσε η σύζυγός του. Τούτο δε συνάγεται από το γεγονός όχι ο αποβιώσας κατά τη σύνταξη της την καθιστά κληρονόμο του και επομένως η εν λόγω σύζυγος του διαθέτη θα έπρεπε τότε να ήταν εν ζωή.

Κατά τα λοιπά όμως δεν αποδείχτηκε ότι η ημερομηνία που λείπει μπορεί να αναπληρωθεί επιτρεπτώς από το όλο περιεχόμενο της διαθήκης καθεαυτό ή σε συνάρτηση με άλλα εκτός αυτού στοιχεία. Επομένως αφού δεν είναι εφικτός ούτε με τον τελευταίο αυτό τρόπο, ο προσδιορισμός της χρονολογίας της διαθήκης, κατά τρόπον ώστε να προκύπτουν όλα τα ως άνω απαιτούμενα για το κύρος της στοιχεία και δη η ημέρα, ο μήνας και το έτος, η διαθήκη είναι κατά νόμο ελλιπής ως προς ένα υποχρεωτικό στοιχείο της και συνεπώς άκυρη.

Κρίθηκε παραπέρα ότι και το δεύτερο έγγραφο, που δημοσιεύθηκε με πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, ως ιδιόγραφη διαθήκη, είναι ομοίως άκυρο.

Το δικαστήριο αναφέρει στην απόφασή του ότι το έγγραφο αποτελείται από δύο φύλλα πρόχειρα ενωμένα και συνδεδεμένα μεταξύ τους με τη χρήση συρραπτικού μηχανήματος, τα οποία δεν αποτελούν φύλλα ίδιας μορφής (πχ ίδια φύλλα ενός τετραδίου), αλλά είναι φύλλα εντελώς διαφορετικών χαρακτηριστικών και δη το πρώτο είναι φύλλο τύπου «καντριγιέ», που φέρει στο επάνω μέρος της την επωνυμία της Συνεταιριστικής Τράπεζας Δωδεκανήσου, (διαφημιστικό) ενώ το δεύτερο φύλλο είναι κλασικό Α4. Επιπλέον στο πρώτο φύλλο ο διαθέτης έγραψε με μελάνι χρώματος μαύρου, ενώ στο δεύτερο φύλλο με μελάνι χρώματος μπλε.

Από τα παραπάνω φύλλα μόνο το δεύτερο φέρει μια δυσανάγνωστη υπογραφή στο τέλος του, ενώ αποτυπώνεται μια απολύτως δυσανάγνωστη ημερομηνία δίπλα της, από την οποία το μόνο που μπορεί να διακριθεί είναι ένα ή ίσως και δύο νούμερα, που έχουν τεθεί χωρίς σειρά και κατά τρόπο εξαιρετικά δυσχερή.

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου