Τοπικές Ειδήσεις

Η υπόθεση οικογένειας από τη Ρόδο που έφτασε μέχρι το Στρασβούργο και αποκάλυψε τα κενά στην ελληνική Δικαιοσύνη

• Μητέρα και δύο ανήλικα παιδιά, Έλληνες και Αμερικανοί πολίτες, βρέθηκαν στο επίκεντρο μιας πολύκροτης δικαστικής διαμάχης για την επιστροφή τους στις Ηνωμένες Πολιτείες, με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο να διαπιστώνει παραβίαση του δικαιώματος οικογενειακής ζωής

Προχθεσινή απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) στην υπόθεση M.P. και άλλοι κατά Ελλάδας έφερε στο προσκήνιο μια οικογενειακή ιστορία που εκτυλίχθηκε στη Ρόδο και κατέληξε να εξεταστεί σε διεθνές επίπεδο.
Στο επίκεντρο βρέθηκαν μία μητέρα και τα δύο ανήλικα παιδιά της, τα οποία κλήθηκαν να επιστρέψουν στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Το ΕΔΔΑ έκρινε πως οι ελληνικές αρχές δεν εξάντλησαν τα απαραίτητα μέσα για να προστατεύσουν το υπέρτατο συμφέρον των παιδιών, επιβάλλοντας ουσιαστικά νέα υποχρεωτικά πρότυπα για την ακρόασή τους σε υποθέσεις διεθνούς απαγωγής.
Η μητέρα, γεννημένη το 1981, και τα δύο παιδιά της, γεννημένα το 2016 και το 2018, όλοι τους με διπλή ιθαγένεια (Ελλάδα–ΗΠΑ), βρέθηκαν στο επίκεντρο μιας μακράς και σύνθετης δικαστικής διαδρομής: από την εκούσια παραμονή στο νησί και την ανατροπή σχεδίων λόγω Covid-19 έως την αναγκαστική επιστροφή των παιδιών στις Ηνωμένες Πολιτείες και, τελικά, την καταδικαστική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) κατά της Ελλάδας στις 9 Σεπτεμβρίου 2025.
Το Στρασβούργο διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ και για πρώτη φορά όρισε ρητά ότι τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως –και να αιτιολογούν– τη σκοπιμότητα ακρόασης των παιδιών σε υποθέσεις διεθνούς απαγωγής, ακόμη και αν δεν υπάρχει σχετικό ρητό αίτημα.
Από το Τέξας και τη  Φλόριντα στη Ρόδο
Το 2015 η 44χρονη τότε μετέβη στις ΗΠΑ. Από το 2016 εργάστηκε σε παιδικό σταθμό στο Χιούστον του Τέξας, ενώ το ίδιο έτος τέλεσε γάμο με Ελληνοαμερικανό. Το πρώτο παιδί γεννήθηκε στο Τέξας (2016) και το δεύτερο στη Φλόριντα (2018), όπου η οικογένεια μετέβη αργότερα. Μεταξύ 2018 και 2020 η σχέση του ζευγαριού δοκιμάστηκε έντονα.
Το 2020, με συμβολαιογραφικά κατατεθειμένη συναίνεση του πατέρα, η μητέρα ταξίδεψε με τα δύο παιδιά στη Ρόδο για παραμονή έως τις 4 Φεβρουαρίου 2021. Κατά τη διάρκεια της παραμονής, λόγω πανδημίας, άλλαξε το δρομολόγιο επιστροφής και η μητέρα ενημέρωσε για πρόθεση επιστροφής τον Μάιο του 2021. Στην πράξη, όμως, προχώρησε σε εγγραφή των παιδιών σε σχολείο του νησιού, τα ασφάλισε στον ΕΦΚΑ και από τον Μάρτιο του 2021 εργάστηκε στη Ρόδο ως ψυχολόγος, παραμένοντας στην Ελλάδα.

Η εκκίνηση της δικαστικής διαμάχης στην Ελλάδα
Μετά τη μη επιστροφή, ο πατέρας προσέφυγε στα ελληνικά δικαστήρια, επικαλούμενος τη Σύμβαση της Χάγης (1980) για τα αστικά θέματα της διεθνούς απαγωγής παιδιών, όπως έχει ενσωματωθεί στο ελληνικό δίκαιο με τον νόμο 2102/1992.
Τον Μάιο του 2022, το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου απέρριψε την αίτηση επιστροφής, κρίνοντας ότι η επιστροφή θα εξέθετε τα παιδιά σε σοβαρό κίνδυνο ψυχικής δοκιμασίας. Μάλιστα το Δικαστήριο συνεκτίμησε την ένταξη των παιδιών στο τοπικό σχολείο και το εργασιακό–υποστηρικτικό πλαίσιο του πατέρα (πολλές ώρες εργασίας χωρίς επαρκές δίκτυο φροντίδας).
Η εικόνα ανετράπη σε δεύτερο βαθμό: τον Δεκέμβριο του 2022, το Μονομελές Εφετείο Δωδεκανήσου διέταξε την επιστροφή των παιδιών στις ΗΠΑ, κρίνοντας ότι η προσαρμογή τους στη Ρόδο δεν συνιστά αφ’ εαυτής «αφόρητη κατάσταση» ή «δοκιμασία» ώστε να ενεργοποιηθούν οι εξαιρέσεις του άρθρου 13(β) της Σύμβασης της Χάγης. Τον Δεκέμβριο του 2023, ο Άρειος Πάγος επικύρωσε την απόφαση του Εφετείου.
Στο μεταξύ, στις ΗΠΑ είχε εκδοθεί διαζύγιο (Σεπτέμβριος 2022). Τα παιδιά επέστρεψαν στον πατέρα τους στις ΗΠΑ τον Δεκέμβριο του 2024, ενώ η μητέρα παρέμεινε στη Ρόδο.

Η προσφυγή στο Στρασβούργο και η διαδικασία
Η προσφυγή κατατέθηκε στο ΕΔΔΑ στις 19 Ιανουαρίου 2024 από τη μητέρα στο όνομά της και για λογαριασμό των δύο παιδιών.
Ο πατέρας έλαβε άδεια να παρέμβει. Η υπόθεση καταχωρίστηκε με αριθμό 2068/24 και εξετάστηκε από Τμήμα επτά δικαστών, με απόφαση που εκδόθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 2025. Η διάσκεψη κατέληξε με πλειοψηφία 5–2 σε διαπίστωση παραβίασης του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.
Σημειωτέον ότι, σύμφωνα με τα άρθρα 43 και 44 της Σύμβασης, η απόφαση Τμήματος δεν είναι οριστική: εντός τριμήνου μπορεί να ζητηθεί παραπομπή στην Ευρεία Σύνθεση. Αν το αίτημα απορριφθεί, η απόφαση καθίσταται οριστική την ίδια ημέρα.
Το νομικό πλαίσιο: Σύμβαση της Χάγης  και άρθρο 8 ΕΣΔΑ
Το ΕΔΔΑ υπενθύμισε ότι η διαταγή επιστροφής συνιστά επέμβαση στην οικογενειακή ζωή, επιτρεπτή μόνο εφόσον είναι «αναγκαία σε δημοκρατική κοινωνία». Ο έλεγχος επικεντρώνεται στο υπέρτατο συμφέρον του παιδιού και ιδίως στην εξακρίβωση αν αποκλείεται «σοβαρός κίνδυνος» κατά την έννοια του άρθρου 13(β) της Σύμβασης της Χάγης, η οποία έχει ενσωματωθεί στο ελληνικό δίκαιο (ν. 2102/1992).
Το Δικαστήριο επεσήμανε ότι τα εθνικά δικαστήρια πράγματι συνεκτίμησαν τα στοιχεία του φακέλου (ενόρκες καταθέσεις, ψυχολογικές εκθέσεις, μάρτυρες). Το ζήτημα, όμως, δεν ήταν η απλή λήψη υπόψη αποδεικτικών μέσων, αλλά η πληρότητα της διαδικασίας υπό το πρίσμα της ανάγκης να αποκλειστεί ο σοβαρός κίνδυνος και να ακουστούν –εφόσον ενδείκνυται– οι απόψεις των παιδιών.
«Εξέταση αυτεπαγγέλτως»: το κρίσιμο νέο  δικονομικό καθήκον
Το ΕΔΔΑ, λαμβάνοντας υπόψη τα διεθνή κείμενα και ειδικότερα τη Σύσταση CM/Rec(2025)4 της Επιτροπής Υπουργών, κατέγραψε ευρωπαϊκή συναίνεση υπέρ της ουσιαστικής δυνατότητας των παιδιών να εκφράσουν γνώμη, άμεσα ή μέσω κατάλληλων μηχανισμών φιλικών προς τα παιδιά. Επί αυτής της βάσης, το Δικαστήριο για πρώτη φορά διατύπωσε ρητά ότι τα εθνικά όργανα έχουν υποχρέωση να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως και να αιτιολογούν αν πρέπει να ακούσουν τα παιδιά πριν αποφανθούν για την επιστροφή τους.
Στην υπό κρίση υπόθεση, αυτό απέκτησε ιδιαίτερη σημασία διότι συνυπήρχαν δύο αντίθετες ελληνικές αποφάσεις (Πρωτοδικείου και Εφετείου) και ενδεχόμενη σημαντική μεταβολή των όρων ζωής των παιδιών από την επιστροφή στις ΗΠΑ, από τη Ρόδο όπου είχε εγκατασταθεί η μητέρα και κατοικούσαν και οι παππούδες και γιαγιάδες και από τις δύο πλευρές. Ενόψει αυτών, τα εθνικά δικαστήρια όφειλαν, ακόμη και χωρίς ρητό αίτημα των διαδίκων, να κρίνουν αν και πώς θα ακουστούν τα παιδιά.

Το σκεπτικό: γιατί κρίθηκε ότι υπήρξε  παραβίαση του άρθρου 8
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα ελληνικά δικαστήρια εκτίμησαν την υπόθεση χωρίς να εξετάσουν αυτεπαγγέλτως και να αιτιολογήσουν τη σκοπιμότητα λήψης της γνώμης των παιδιών, μολονότι αυτή συνιστούσε κρίσιμο στοιχείο για την αξιολόγηση του «σοβαρού κινδύνου» του άρθρου 13(β). Επομένως, η εσωτερική διαδικασία δεν πληρούσε τις δικονομικές απαιτήσεις του άρθρου 8 και η αναγκαστική επιστροφή δεν μπορούσε να θεωρηθεί «αναγκαία» σε δημοκρατική κοινωνία.
Ως δίκαιη ικανοποίηση, το ΕΔΔΑ επιδίκασε 7.500 ευρώ από κοινού στους προσφεύγοντες για ηθική βλάβη και 4.200 ευρώ στη μητέρα για έξοδα και δαπάνες. Η κρίση ελήφθη με πλειοψηφία 5–2.
Η ελληνική δικαστική διαδρομή υπό το  μικροσκόπιο του ΕΔΔΑ
Το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου είχε σταθμίσει συγκεκριμένα στοιχεία: την ένταξη των παιδιών στο σχολικό και κοινωνικό περιβάλλον της Ρόδου, την εργασιακή κατάσταση και το δίκτυο υποστήριξης κάθε γονέα, και το ενδεχόμενο η απότομη μετακίνηση να προκαλέσει έντονη ψυχική δοκιμασία. Το Εφετείο, αντιθέτως, θεώρησε ότι η προσαρμογή δεν αρκεί για να πληρωθούν οι προϋποθέσεις της εξαίρεσης. Η αντίφαση αυτή, σε συνδυασμό με το μέγεθος της μεταβολής στις ζωές των παιδιών, καθιστούσε κατά το ΕΔΔΑ αναγκαία την αυτεπάγγελτη εξέταση της ακρόασής τους.
Τι αλλάζει στην  πράξη για τα ελληνικά δικαστήρια
Η υπόθεση συνιστά την πρώτη ρητή διατύπωση υποχρέωσης «εξέτασης αυτεπαγγέλτως» της ακρόασης των ανηλίκων σε υποθέσεις απαγωγής παιδιών. Αυτό σημαίνει ότι, στο εξής, κάθε ελληνικό δικαστήριο που καλείται να εφαρμόσει τη Σύμβαση της Χάγης θα πρέπει, πριν καταλήξει σε διαταγή επιστροφής, να αποφασίζει τεκμηριωμένα αν θα συλλέξει τη γνώμη των παιδιών, άμεσα ή έμμεσα (μέσω εμπειρογνωμόνων, κοινωνικών υπηρεσιών, παιδοψυχολόγων), με διαδικασίες προσαρμοσμένες στην ηλικία και την ωριμότητά τους. Η υποχρέωση δεν εξαρτάται από το αν ο διάδικος υπέβαλε σχετικό αίτημα: πρόκειται για καθήκον του ίδιου του Δικαστηρίου, που απορρέει από το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού.
Συνακόλουθα, το βάρος αιτιολογίας αυξάνεται: εφόσον υπάρχουν αντικρουόμενες αποφάσεις, μακροχρόνια εγκατάσταση του παιδιού σε νέο περιβάλλον ή σημαντική μεταβολή των συνθηκών ζωής του, η μη εξέταση της ακρόασης καθίσταται δικονομικό έλλειμμα που μπορεί να επιφέρει διαπίστωση παραβίασης του άρθρου 8.

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου