Εχουν περάσει δύο και πλέον δεκαετίες από τότε που ο τελευταίος Αντισεισμικός Κανονισμός στη χώρα μας τέθηκε σε ισχύ (2003), βασισμένος σε μοντέλα και δεδομένα που έφταναν μέχρι το 1995. Είχε προηγηθεί ο κανονισμός του 1959 -ο πρώτος ολοκληρωμένος στην Ελλάδα, ο οποίος θεσπίστηκε ύστερα από τους μεγάλους σεισμούς της δεκαετίας του ’50 σε Ιόνιο και Σαντορίνη- καθώς και ο αναθεωρημένος κανονισμός του 1985 που προέκυψε μετά τον σεισμό της Θεσσαλονίκης το 1978 και είχε αναδείξει σοβαρές αδυναμίες.
Τόσα χρόνια αργότερα και δεκάδες ισχυρούς σεισμούς μετά, οι επιστήμονες έχοντας πλέον στη διάθεσή τους δεδομένα, εργαλεία και πολύτιμη εμπειρία ξεκίνησαν να συντάσσουν τον σύγχρονο Αντισεισμικό Κανονισμό της Ελλάδας. Τον τελευταίο χρόνο, με πρωτοβουλία του Οργανισμού Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας (ΟΑΣΠ) μία ομάδα 50 Ελλήνων επιστημόνων εργάζεται πάνω στη λεπτομερή χαρτογράφηση της σεισμικότητας των ενεργών ρηγμάτων και στην ακριβέστερη προσέγγιση των τιμών που δείχνουν πώς ανταποκρίνεται μια κατασκευή στη σεισμική δόνηση, με στόχο τον σχεδιασμό κτιρίων αντοχής. Πρακτικά, δημιουργούν τον Νέο Χάρτη Ζωνών Σεισμικής Επικινδυνότητας, επικαιροποιώντας τον «απαρχαιωμένο» ισχύοντα κανονισμό.
Οι ακριβέστεροι υπολογισμοί που αποτυπώνονται στο νέο σχέδιο αναμένεται να οδηγήσουν στον βελτιωμένο σχεδιασμό των νέων κτιρίων και στη μείωση του κινδύνου για φθορές ή καταρρεύσεις.
«Τα τελευταία 30 χρόνια, η γνώση μας έχει προχωρήσει πάρα πολύ και οι εξελίξεις στο επιστημονικό αντικείμενο είναι “τερατώδεις”. Το 1995 η Ελλάδα είχε περίπου 200 καταγραφές ισχυρής σεισμικής κίνησης. Σήμερα, ο ρυθμός συλλογής δεδομένων είναι δύο τάξεις μεγέθους μεγαλύτερος, με χιλιάδες νέες καταγραφές κάθε χρόνο που επιτρέπουν ακριβέστερους υπολογισμούς για να συντάξουμε τον νέο χάρτη», τονίζει στην «Κ» ο καθηγητής Σεισμολογίας του ΑΠΘ και γενικός συντονιστής της υλοποίησης του έργου, Κώστας Παπαζάχος (φωτό).
«Σκεφθείτε ότι το 1995 ο σεισμός της Αθήνας που επηρέασε ένα μεγάλο αστικό συγκρότημα δεν είχε γίνει ακόμη – συνέβη το ’99. Αλλά και όλη αυτή η πληροφορία που έχουμε συγκεντρώσει για τόσους άλλους μεγάλους σεισμούς των τελευταίων ετών -όπως της Σάμου, του Τυρνάβου, της Κεφαλονιάς και επηρέασαν την εικόνα του σεισμολογικού ελληνικού χώρου- δεν έχει χρησιμοποιηθεί στον ισχύοντα κανονισμό. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο σημερινός κανονισμός είναι κακός, αλλά οπωσδήποτε απαιτείται ένας ανανεωμένος, ο οποίος κατά τη γνώμη μου έχει αργήσει», διευκρινίζει ο ίδιος.

Λύθηκε ο γρίφος γύρω από τα αίτια των σεισμών στη Σαντορίνη
Στο προσχέδιο, ενσωματώνονται όλα τα νεότερα στοιχεία από τη Σεισμολογία και τη Μηχανική, χάρη στα εξελιγμένα όργανα και στο πιο πυκνό σεισμολογικό δίκτυο της χώρας μας. Η επιτροπή που συμμετέχει στην επικαιροποίηση έχει πρόσβαση σε αναλυτικά δεδομένα που αφορούν τον τρόπο με τον οποίο εκδηλώνονται οι σεισμοί, πώς διαδίδεται η σεισμική κίνηση, τα ρήγματα πάνω στα οποία γίνονται, αλλά και τους τύπους των ρηγμάτων.
Το πώς εξελίσσεται και απλώνεται η ενέργεια στα διάφορα σημεία του ελληνικού χώρου είναι κάτι που δεν μπορούσε να μετρηθεί με λεπτομέρεια το 1995, μας ήταν άγνωστο.
«Σκεφθείτε τον σεισμό σαν μία φωτιά: ένας μεγάλος σεισμός σε πολύ μεγάλη απόσταση δεν μας επηρεάζει, ενώ ένας μικρός σεισμός κοντά μας μπορεί να προκαλέσει μεγάλες βλάβες. Το πώς εξελίσσεται και απλώνεται η ενέργεια στα διάφορα σημεία του ελληνικού χώρου είναι κάτι που δεν μπορούσε να μετρηθεί με λεπτομέρεια το 1995, μας ήταν άγνωστο. Αυτό το μετράμε σήμερα», εξηγεί ο κ. Παπαζάχος και προσθέτει: «Γίνεται μία μεγάλη εθνική, αλλά και ευρωπαϊκή προσπάθεια να εντοπίσουμε τα κυριότερα ενεργά ρήγματα του ελληνικού χώρου, μήκους άνω των 30 χλμ., που δίνουν ισχυρούς, καταστροφικούς σεισμούς, άνω των 6,5 Ρίχτερ», σημειώνει.
Επίκεντρα σεισμών (Μ>4) του ευρύτερου ελλαδικού χώρου από το 1900. Με κόκκινο χρώμα παρουσιάζονται τα επίκεντρα που εντοπίζονται από το 2004 και μετά και δεν είχαν ληφθεί υπόψη στον ισχύοντα Χάρτη Ζωνών Σεισμικής Επικινδυνότητας του ΕΑΚ. Πρόκειται για έναν από τους χάρτες που χρησιμοποιεί η ομάδα επιστημόνων για το έργο της επικαιροποίησης του κανονισμού.
Οι ακριβέστεροι υπολογισμοί που αποτυπώνονται στο νέο σχέδιο αναμένεται να οδηγήσουν στον βελτιωμένο σχεδιασμό των νέων κτιρίων και στη μείωση του κινδύνου για φθορές ή καταρρεύσεις. Πόσο ασφαλή είναι όμως τα υφιστάμενα κτίρια, λαμβάνοντας υπόψη την υψηλή σεισμικότητα της χώρας μας;
«Τα περισσότερα κτίρια, ειδικά εκείνα που κατασκευάστηκαν μετά την εφαρμογή του ισχύοντα ελληνικού Αντισεισμικού Κανονισμού, έχουν ανταποκριθεί ικανοποιητικά σε σεισμούς», απαντά ο καθηγητής Σεισμολογίας και διευθυντής του Τομέα Γεωφυσικής-Γεωθερμίας του ΕΚΠΑ, δρ Γιώργος Καβύρης (φωτό). Ως ενδεικτικά παραδείγματα, το μέλος της ομάδας επικαιροποίησης του κανονισμού αναφέρει τους σεισμούς της Κεφαλονιάς το 2014, της Λευκάδας το 2015, της Λέσβου και της Κω το 2017, της Σάμου το 2020 και του Αρκαλοχωρίου το 2021. «Από αυτούς τους σεισμούς δεν παρατηρήθηκαν καταρρεύσεις σύγχρονων υποδομών, γεγονός που δείχνει ότι οι κανονισμοί και οι κατασκευαστικές πρακτικές έχουν λειτουργήσει αποτελεσματικά. Ωστόσο, υπάρχουν ανησυχητικές πτυχές, ιδίως στα παλαιότερα κτίρια που χτίστηκαν όταν δεν υπήρχε τόσο αυστηρός αντισεισμικός έλεγχος. Πολλά από αυτά, ενδέχεται να έχουν ευπάθειες -όπως ακατάλληλα υλικά ή ελλιπή θεμέλια- και να χρειάζονται ενίσχυση για να αντέξουν σε ισχυρούς σεισμούς», σημειώνει στην «Κ» ο κ. Καβύρης επισημαίνοντας την ανάγκη να μην υπάρξει εφησυχασμός.
Σε σύγκριση με γειτονικές χώρες με παρόμοιο σεισμοτεκτονικό καθεστώς, όπως η Τουρκία ή η Ιταλία, τα κτίρια στην Ελλάδα φαίνεται να έχουν καλύτερη συμπεριφορά.
«Σε σύγκριση με γειτονικές χώρες με παρόμοιο σεισμοτεκτονικό καθεστώς, όπως η Τουρκία ή η Ιταλία, τα κτίρια στην Ελλάδα φαίνεται να έχουν καλύτερη συμπεριφορά. Ο υπάρχων κανονισμός έχει εξυπηρετήσει τις ανάγκες της χώρας σε μεγάλο βαθμό, αλλά η εμπειρία από πρόσφατους σεισμούς δείχνει ότι χρειάζεται συνεχής βελτίωση».
Οπως τονίζει ο επικεφαλής συντονισμού του έργου, Κώστας Παπαζάχος, η επικαιροποίηση του κανονισμού δεν αφορά μόνο επιστημονικές βελτιώσεις, αλλά και μία συνολική αναβάθμιση της αντισεισμικής ασφάλειας της χώρας: τον εντοπισμό των αναγκών ανά περιοχή και την ακριβέστερη γνώση του πραγματικού επιπέδου κινδύνου ανά περιοχή.
«Η κατεύθυνση είναι διπλή: από τη μία, οι νέες κατασκευές ώστε αυτές να σχεδιάζονται με πιο σύγχρονες και αντισεισμικά επαρκείς προδιαγραφές, και από την άλλη, η ανθεκτικότητα των κατασκευών: σωστός σχεδιασμός, αυστηρές προδιαγραφές και προσεκτική εφαρμογή που μειώνουν την τρωτότητα», και συμπληρώνει:
«Εχουμε πάρα πολλά ιστορικά κτίρια, μνημειακά, αρχαία, ρωμαϊκά, βυζαντινά, τα οποία δεν μπορούν να ενισχυθούν με συμβατικές μεθόδους. Δεν μπορεί, για παράδειγμα, κάποιος να ρίξει κολόνες από μπετόν για να στηρίξει τον Παρθενώνα. Γνωρίζοντας, ωστόσο, καλύτερα τον σεισμικό κίνδυνο της Αθήνας, μπορεί να σχεδιάσει πιο αποτελεσματικά μέτρα για να προστατέψει αυτή την πολιτιστική κληρονομιά».
Διακεκριμένοι Ελληνες επιστήμονες
Η ομάδα έργου συγκροτήθηκε τον Δεκέμβριο του 2022, αλλά εργάζεται συστηματικά από το 2024. Αποτελείται από διακεκριμένους Ελληνες επιστήμονες που προέρχονται από τους πιο μεγάλους ερευνητικούς φορείς, όπως το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, η Ελληνική Αρχή Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών, το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, το Ελληνικό Κέντρο Θαλασσίων Ερευνών, το Ινστιτούτο Τεχνικής Σεισμολογίας και Αντισεισμικών Κατασκευών και ο Οργανισμός Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας. Ειδικοί από διαφορετικούς κλάδους της Σεισμολογίας και της Μηχανικής έχουν ενώσει τις γνώσεις τους με στόχο να παρουσιάσουν τα αποτελέσματά τους το 2026.
Το ντόμινο των ηφαιστειακών εκρήξεων
«Η πρώτη φάση του έργου που είχε στόχο τη διαμόρφωση των προδιαγραφών έχει ολοκληρωθεί, ενώ ήδη έχει ενεργοποιηθεί η δεύτερη φάση που περιλαμβάνει την παραγωγή των χαρτών σεισμικής επικινδυνότητας. Ενα τέτοιο έργο θέλει υπομονή, συνέπεια και συνεργασία μεταξύ πολλών ατόμων με διαφορετικές ειδικότητες και τίτλους», τονίζει ο κ. Καβύρης.
Υπάρχει διαφάνεια στα δεδομένα που χρησιμοποιούνται, αλλά και στον τρόπο που παράγονται τα αποτελέσματα, ώστε αυτά να είναι ελέγξιμα και αναπαραγόμενα ακόμη και από επιστήμονες εκτός Ελλάδας.
Το 2027, τίθενται σε ισχύ οι ευρωκώδικες 2ης γενιάς που αποτελούν το ευρωπαϊκό «σύστημα κανόνων» για τα δομικά έργα. Αυτό σημαίνει ότι μετά την παρουσίαση των αποτελεσμάτων της ελληνικής επιτροπής, τα ευρήματα θα πρέπει άμεσα να τεθούν σε διαβούλευση, ώστε να ολοκληρωθεί το έργο.
«Ολα αυτά τα αποτελέσματα υπόκεινται σε δημόσιο διάλογο όχι μόνο με τον επιστημονικό, αλλά και με τον τεχνικό κόσμο, ο οποίος θα κληθεί να τα εφαρμόσει. Στόχος είναι να εντοπιστούν αδυναμίες ή να γίνουν προσαρμογές τις οποίες μπορεί μια ομάδα ειδικών να μην έχει λάβει υπόψη», τονίζει ο κ. Παπαζάχος και καταλήγει: «Δεν είναι μια διαδικασία -όπως στο παρελθόν- που κάνω κάτι και το βάζω στο συρτάρι μου. Υπάρχει διαφάνεια στα δεδομένα που χρησιμοποιούνται, αλλά και στον τρόπο που παράγονται τα αποτελέσματα ώστε αυτά να είναι ελέγξιμα και αναπαραγόμενα ακόμη και από επιστήμονες εκτός Ελλάδας».
Πηγή: kathimerini.gr















