Ενα φαινομενικά τυχαίο περιστατικό στην Κάλαθο της Λίνδου, το μεσημέρι της 8ης Αυγούστου 2021 που εκτυλίχθηκε έξω από κομμωτήριο, με επίκεντρο ένα πολυτελές ρολόι χειρός μάρκας Chopard Mille Miglia, αξίας άνω των 10.000 ευρώ οδήγησε στον σχηματισμό δικογραφίας και πλέον στην παραπομπή σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου δύο κατηγορούμενων.
Από τότε μέχρι σήμερα η υπόθεση ακολούθησε τη μακρά διαδρομή της δικαστικής έρευνας, που περιελάμβανε καταγγελίες, καταθέσεις, ανακριτικές διαδικασίες και αντιπαραθέσεις, για να καταλήξει τελικά στην παραπομπή των κατηγορουμένων ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Δωδεκανήσου.
Ήταν περίπου 13:30 το μεσημέρι όταν, σύμφωνα με τη δικογραφία, ο παθών βγήκε από κομμωτήριο. Εκείνη την ώρα, σύμφωνα με την καταγγελία του, εμφανίστηκε ο πρώτος κατηγορούμενος, ο οποίος φέρεται να τον πλησίασε με εμφανή ένταση.
Ο κατηγορούμενος, σύμφωνα με την κατάθεση του θύματος, τον εξώθησε να καθίσει σε ένα παγκάκι που βρισκόταν πλησίον του κομμωτηρίου. Εκεί άρχισε, πάντα κατά την κατηγορία, να τον χτυπά επανειλημμένα στο κεφάλι με τα χέρια του. Παρά το γεγονός ότι ο παθών φορούσε κράνος μοτοσικλέτας, περιγράφει ότι οι κινήσεις ήταν βίαιες και τον αιφνιδίασαν, προκαλώντας του αίσθημα τρόμου και αδυναμίας αντίδρασης.
Το επίμαχο σημείο της καταγγελίας αφορά στον σκοπό των χτυπημάτων. Ο παθών υποστηρίζει ότι ο πρώτος κατηγορούμενος επιχειρούσε να τον εξαναγκάσει να παραδώσει στη δεύτερη κατηγορούμενη το ρολόι Chopard Mille Miglia, ροζ χρώματος, καθώς και χρηματικό ποσό. Το ρολόι, σύμφωνα με τα έγγραφα της δικογραφίας, ανήκε στη δεύτερη κατηγορούμενη και, όπως αναφέρθηκε, είχε αφαιρεθεί από τον ίδιο τον παθόντα σε παλαιότερο χρόνο.
Η αναφορά στο ρολόι δεν ήταν τυχαία. H δεύτερη κατηγορούμενη είχε υποστηρίξει στο παρελθόν πως το 2018 ο παθών το είχε αφαιρέσει παράνομα από κατοικία της, υπόθεση για την οποία υπήρξε σχετική ποινική καταδίκη του. Το περιστατικό του 2021, ωστόσο, κατά την κατηγορία, δεν συνιστούσε απλή διεκδίκηση περιουσιακού στοιχείου, αλλά εκβίαση με χρήση βίας και απειλών.
Ο παθών περιγράφει ότι, παρά την πίεση που δεχόταν, κατάφερε να ξεφύγει και να κινηθεί προς το κατάστημά του. Τότε, όπως καταγράφεται στη δικογραφία, άκουσε τον πρώτο κατηγορούμενο να φωνάζει: «Δεν γλιτώνεις από μένα, θα σε βρω».
Λίγες ώρες αργότερα, ο παθών κατήγγειλε το περιστατικό και η διαδικασία πήρε επίσημο χαρακτήρα. Η ένορκη εξέταση μάρτυρα, που έλαβε χώρα την ίδια ημέρα, λειτούργησε ως αφετηρία της ποινικής δίωξης.
Η δεύτερη κατηγορούμενη, σύμφωνα με την κατηγορία, δεν ήταν παρούσα στο περιστατικό. Κατά την κρίση των δικαστικών αρχών, με πειθώ, συμβουλές και παραινέσεις είχε προκαλέσει στον πρώτο κατηγορούμενο την απόφαση να απαιτήσει με βία και απειλές την επιστροφή του ρολογιού.
Η ίδια αρνήθηκε κατηγορηματικά κάθε συμμετοχή, υποστηρίζοντας ότι βρισκόταν εκτός Ρόδου την ημέρα του συμβάντος και ότι δεν είχε καμία γνώση της συνάντησης.
Κατά τις απολογίες, ο πρώτος κατηγορούμενος αρνήθηκε ότι χτύπησε τον παθόντα ή ότι του απηύθυνε απειλές. Υποστήριξε ότι η συνάντηση ήταν τυχαία, σε πρατήριο καυσίμων, και πως περιορίστηκε στο να του απευθύνει λόγια αποδοκιμασίας για το ρολόι που είχε αφαιρέσει στο παρελθόν. Ανέφερε ότι ουδεμία βία ασκήθηκε και ότι η σύντροφός του, δηλαδή η δεύτερη κατηγορούμενη, δεν γνώριζε τίποτε για τη συνάντηση.
Η δεύτερη κατηγορούμενη προέβαλε άλλοθι, ισχυριζόμενη πως βρισκόταν εκτός νησιού και ότι απλώς στο παρελθόν είχε μιλήσει στον σύντροφό της για το περιστατικό της κλοπής.
Παραπομπή δύο κατηγορουμένων για απόπειρα κακουργηματικής εκβίασης με πολυτελές ρολόι στη Ρόδο
