Τοπικές Ειδήσεις

Ευάγγελος Βενιζέλος: Υγιής είναι η κοινωνία που προσπαθεί να βρει το δρόμο της προστατεύοντας το κεκτημένο της μέσα στο οποίο είναι το τριαδικό δόγμα ως εγγύηση της δημοκρατίας

“Σίγουρα η υγιής κοινωνία δεν είναι μία υγιεινιστική κοινωνία, ούτε ιατρικά, ούτε κοινωνιολογικά, ούτε θεολογικά. Είναι λοιπόν μία κοινωνία η οποία προσπαθεί να βρει το δρόμο της προστατεύοντας το κεκτημένο της μέσα στο οποίο βρίσκεται το τριαδικό δόγμα ως εγγύηση της δημοκρατίας. Στο πεδίο της «πολιτικής θεολογίας », όπως την εννοούμε στην πολιτειολογία και τη θεωρία του δικαίου, την πρώτη και βασική απάντηση στις ολοκληρωτικές αντιλήψεις που εξέφρασε ο Καρλ Σμιτ στον  μεσοπόλεμο την έδωσε ένας πολύ μεγάλος θεολόγος, αντίπαλος του Καρλ Σμιτ, ο Έρικ Πέτερσον, ο οποίος τότε ήταν προτεστάντης, αλλά μετά έγινε καθολικός, που επεσήμανε ότι ευτυχώς το τριαδικό δόγμα δεν επιτρέπει να διολισθήσουμε στον αυταρχισμό και λειτουργεί κατά βάθος ως εγγύηση δημοκρατίας, όπως και η συνοδικότητα λειτουργεί ως προεικόνιση  για τον κοινοβουλευτισμό”

Αυτό υπογράμμισε μεταξύ άλλων ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος στην ομιλία που πραγματοποίησε στο6ο Συνέδριο του δικτύου του  Οικουμενικού Πατριαρχείου για την Ποιμαντική Διακονία της Υγείας, στη Ρόδο με θέμα: “Ποια είναι μια υγιής κοινωνία;”

Η ομιλία του αναλυτικά:

Ευχαριστώ θερμά Σεβασμιώτατε Μητροπολίτη Νέας Ζηλανδίας, χαίρομαι πάρα πολύ που βρισκόμαστε εδώ στη Ρόδο και σας ευχαριστώ για τη γενναιόδωρη εισαγωγή σας, για αυτήν θα έλεγα την τόσο φιλική και επιεική παρουσίαση της διαδρομής μου στον ακαδημαϊκό και στον δημόσιο βίο.

Σεβασμιώτατε Μητροπολίτη Ρόδου, Σεβασμιώτατοι και θεοφιλέστατοι άγιοι αρχιερείς και λοιποί του ιερού καταλόγου που είστε η σαφής πλειοψηφία στην αίθουσα, κυρίες και κύριοι, κ. βουλευτά και αγαπητέ συνάδελφε, κύριοι εκπρόσωποι της δημοτικής αρχής, αγαπητές φίλες και αγαπητοί φίλοι,

ο πατέρας Σταύρος Κοφινάς, που είναι η ψυχή του δικτύου ποιμαντικής διακονίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την υγεία, άσκησε μία πολύ ευγενική πίεση εδώ και μήνες προκειμένου να είμαι παρών και να μετάσχω και εγώ στη συζήτησή σας. Βεβαίως το θέμα ανταποκρίνεται στους προβληματισμούς, τη δράση, τα επιτεύγματα αυτού του δικτύου το οποίο νομίζω ότι λειτουργεί υποδειγματικά και ήδη έχει διαμορφώσει ένα είδος κεκτημένου, όχι μόνον στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά γενικότερα στον χώρο της Ορθοδοξίας, γιατί πολλές εκκλησιές διαπιστώνω ότι εμπνέονται από τις πρωτοβουλίες και τις παραδοχές του δικτύου ποιμαντικής διακονίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την υγεία.

Το θέμα όμως που τίθεται στο συνέδριο αυτό στη φιλόξενη Ρόδο, χάρη στη γενναιοδωρία του τοπικού Επισκόπου, και ειδικότερα στη συνεδρίαση αυτή την ονομασθείσα, για να μας  τιμήσει  προφανώς πανηγυρική και κεντρική, είναι ποια είναι μία υγιής κοινωνία. Αυτό είναι ένα πολύ δύσκολο ερώτημα και στο ερώτημα αυτό, με έναν τρόπο σχεδόν αποφατικό θα επιχειρήσω να απαντήσω θέτοντας ερωτήματα, ώστε μέσα από έναν καταιονισμό ερωτημάτων να μπορέσουμε να ανοίξουμε κάποιους δρόμους, διανοητικούς βεβαίως, επαφής με το ζήτημα αυτό το οποίο δεν είναι καθόλου μα καθόλου αυτονόητο.

Καταρχάς πρέπει να αποσαφηνίσουμε εάν το ερώτημα, ποια είναι μία υγιής κοινωνία, τίθεται ως ερώτημα ιστορικό, εάν δηλαδή μας απασχολεί από πλευράς πολιτικής, κοινωνιολογικής, οικονομικής, ανθρωπολογικής, εντός της Ιστορίας, ή εάν το ερώτημα τίθεται ως εσχατολογικό, δηλαδή εάν το ερώτημα είναι εν τέλει θεολογικό. Θα επανέλθω, δεν δίνω την απάντηση, αλλά αφήνω να εκκρεμεί το ερώτημα αυτό.

Το δεύτερο εισαγωγικό ερώτημά μου είναι εάν το θέμα μας τίθεται κατά κυριολεξία, εάν δηλαδή αναζητούμε μία κοινωνία που είναι υγιής, γιατί έχει υψηλό προσδόκιμο επιβίωσης, γιατί έχει υψηλό επίπεδο δημόσιας υγείας και υψηλό επίπεδο δημόσιων και ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας με εύκολη πρόσβαση, εάν οργανώνει προληπτικούς ελέγχους, εάν υπακούει σε μία σειρά από standards ή εάν, όπως παράγεται και η ποίηση άλλωστε που βασίζεται στη μεταφορά, το ερώτημα τίθεται μεταφορικά, εάν όταν λέμε υγιής κοινωνία, εννοούμε μία κοινωνία δίκαιη, συνεκτική, συμπεριληπτική, αλληλέγγυα, οργανωμένη, λειτουργική.

Όμως με ποια κριτήρια θα μπορούσαμε να ορίσουμε μία κοινωνία ως υγιή υπό την παραπάνω έννοια; Τα κριτήριά μας είναι επιστημονικά, υπάρχει επιστημονικός ορισμός της υγιούς κοινωνίας και εάν ναι, κατά ποια επιστήμη, κοινωνιολογικά, ανθρωπολογικά, κάτι που θα αφορούσε τις αρχαϊκές κοινωνίες, οικονομικά, θεσμικά; Το ερώτημά μας είναι ένα ερώτημα Συνταγματικού Δικαίου, συνταγματικής μηχανικής, το οποίο υπό την έννοια αυτή θα μου ήταν πάρα πολύ οικείο; Ή μήπως είναι απλώς εμπειρικά τα κριτήριά μας, ανιχνεύουμε ένα αντικείμενο, προσπαθούμε να οριοθετήσουμε τις έννοιες; Ή μήπως τα κριτήριά μας είναι κατά βάθος ιδεολογικά, όχι θεολογικά, αλλά ιδεολογικά που σημαίνει ότι υπάρχει μία προεπιλογή, μία προερμηνευτική επιλογή σε αυτό που λέμε και σε αυτό που εννοούμε και σε αυτό που θέλουμε να καταλήξουμε; Μήπως τελικά το ερώτημα εμπεριέχει μία λήψη του ζητουμένου, μία petitio principii, μήπως εκλαμβάνουμε ως υγιή την κοινωνία που εμείς θεωρούμε ή διαισθανόμαστε ότι είναι αυτή που μας ταιριάζει;

Εν πάση περιπτώσει, τι εννοούμε λέγοντας υγιής κοινωνία; Εννοούμε μία κοινωνία ηθικά και αξιακά πειθαρχημένη, θρησκευτικά ενιαία; Μπορεί, για παράδειγμα, να είναι υγιής μία κοινωνία, που -ευτυχώς τα παραδείγματα αυτά είναι πάρα πολύ λίγα πλέον στον χάρτη της υφηλίου – η οποία είναι αταξική, εξισωτική, κομμουνιστική, ή θα ήταν προτιμότερο να ορίσουμε ως υγιή μία κοινωνία ταξική και ταυτόχρονα πολιτιστικά και κοινωνικά πολυδιασπασμένη και συγκρουσιακή; Ποια από τις δύο θα προτιμήσουμε;

Πώς μας φαίνεται μια κοινωνία η οποία είναι πολυεθνοτική, πολυγλωσσική, πολυθρησκευτική, που υφίσταται ισχυρή πίεση από τις μεταναστευτικές ροές; Μία κοινωνία που εμείς εδώ στην Ελλάδα ή στην Κύπρο την έχουμε συνηθίσει, η οποία κατά παράδοση είναι μία κοινωνία ορθόδοξη κατά πλειοψηφία, δηλαδή είναι μία κοινωνία που ανήκει στη λεγόμενη πλειονοτική Ορθοδοξία ή πρέπει να μας προκαλέσει το ενδιαφέρον μία κοινωνία η οποία από πλευράς Ορθοδοξίας είναι μειονοτική; Γιατί η Ορθοδοξία πρέπει να παρουσιάζει τη μαρτυρία της με δύσκολο και επώδυνο τρόπο μέσα σε ένα περιβάλλον όπου πλειοψηφεί άλλη θρησκεία ή άλλο δόγμα, μία κοινωνία ισλαμική, μία κοινωνία ανιμιστική, μία κοινωνία η οποία είναι καθολική ή ανήκει στη διαμαρτύρηση, πάντως στη δυτική χριστιανοσύνη, μία κοινωνία στην οποία η Ορθοδοξία επαγγέλλεται ένα λόγο επανευαγγελισμού, ένα λόγο ιεραποστολικό.

Άρα έχει πολύ μεγάλη σημασία να αρχίσουμε να προσανατολιζόμαστε προς την προτίμησή μας, κυρίως όμως να αντιλαμβανόμαστε με πόσο πολύπλοκους και αντιφατικούς όρους μπορεί να τεθεί το ερώτημα. Για παράδειγμα μία κοινωνία φτωχή, με χαμηλό κατά κεφαλήν εισόδημα, με χαμηλό επίπεδο δημόσιας υγείας και χαμηλό προσδόκιμο ζωής, που είναι η πλειονότητα των χωρών της Αφρικής, μπορεί να χαρακτηριστεί μία υγιής κοινωνία ή θα την κατατάξουμε στις ασθενείς κοινωνίες αυτή την κοινωνία που αγωνίζεται να επιβιώσει;

Μία κοινωνία διαβρωμένη από το οργανωμένο έγκλημα, το εμπόριο ναρκωτικών που τη διαχειρίζονται συμμορίες, ένα φαινόμενο το οποίο υπάρχει σε πολλές περιοχές του κόσμου, τι κοινωνία είναι; Μία κοινωνία που οι πολίτες της κινδυνεύουν από βίαιο θάνατο ή μία κοινωνία εμπόλεμη όπως η Ουκρανία; Μία κοινωνία η οποία φαίνεται εξαιρετικά προηγμένη, η αμερικανική κοινωνία, βασισμένη στην Establishment Clause, στη θρησκευτική ουδετερότητα, παρότι βέβαια οι θρησκείες, τα δόγματα, ο θεολογικός λόγος κυριαρχούν επί του πολιτικού λόγου; Μία κοινωνία βαθιά διχασμένη, μία κοινωνία σε συνθήκες οιονεί εμφυλίου πολέμου, με το υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα, με πολεμική ισχύ, με τεχνολογική ισχύ, που ελέγχει τις εξελίξεις της νέας εποχής, τις εξελίξεις της τεχνητής νοημοσύνης, μπορεί να χαρακτηριστεί μία υγιής κοινωνία;

Άρα τι θα προτιμήσουμε; Μία ενδιάμεση ευρωπαϊκή λύση, σκανδιναβική; Ας πούμε την παλιά καλή ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία; Μία κοινωνία η οποία λειτουργεί ως κράτος δικαίου, σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα, οργανώνει και προσφέρει ένα ανεπτυγμένο πλουσιοπάροχο κοινωνικό κράτος, με μηχανισμούς αναδιανομής του πλούτου; Αυτό είναι ένα μοντέλο το οποίο πόσο κοντά είναι πια στις δυνατότητες που έχουμε στην Ευρώπη, όχι σε άλλες περιοχές του κόσμου; Γιατί σε άλλες περιοχές του κόσμου δεν έχουμε καθόλου τις δυνατότητες αυτές. Ή μήπως πρέπει να καταφύγουμε στο επιχείρημα που λέει, μην ασχολείστε με τα γνωστά μεγέθη, δηλαδή με το ΑΕΠ ή το κατά κεφαλήν εισόδημα ή το διαθέσιμο εισόδημα, ασχοληθείτε με τον δείκτη ευτυχίας, γιατί υγιής είναι η κοινωνία η οποία έχει υψηλό δείκτη ευτυχίας, ανεξαρτήτως των στατιστικών  δεδομένων.

Για να γίνω πιο συγκεκριμένος σε σχέση με τα ενδιαφέροντα του συνεδρίου: Μία κοινωνία, η πλειοψηφία της οποίας δεν αποδέχεται τον χριστιανισμό ή έχει αποχριστιανιστεί, δεν έχει απλώς εκκοσμικευτεί, μία κοινωνία που έχει ανάγκη από επανευαγγελισμό, θα χαρακτηριζόταν από εμάς, από εσάς, τους εκπροσώπους της Εκκλησίας, μία κοινωνία υγιής; Ας πάρουμε, όμως και την κοινωνία της Παλαιάς Διαθήκης όπως προβάλλεται στις ημέρες μας. Μία κοινωνία λοιπόν ηθικά χαλαρή, όπως τα Σόδομα και τα Γόμορα, μία κοινωνία ανεκτική, ελευθεριακή ως προς τις ερωτικές και οικογενειακές σχέσεις, μία κοινωνία στην οποία υπάρχει ο γάμος των ομοφύλων, υπάρχουν δυνατότητες να αλλάζεις γνώμη σε σχέση με την ταυτότητα φύλου, θα χαρακτηριζόταν υγιής; Για να το πω ευθέως, μία κοινωνία αμαρτωλή κατά την χριστιανική έννοια  μπορεί να είναι υγιής ή εντός της Ιστορίας ματαιοπονούμε τελικά αναζητώντας τον ορισμό της υγιούς κοινωνίας;

Ας αποδεχθώ ότι δεν ματαιοπονούμε. Μία κοινωνία λοιπόν νεωτερική που ανάγεται μόνον στο κράτος, στο Σύνταγμα, στη δημοκρατία, τη φιλελεύθερη και συνταγματική δημοκρατία, τα ανθρώπινα δικαιώματα, είναι μία κοινωνία που θα τη χαρακτηρίζαμε υγιή, γιατί πιστεύει στις αρχές του Διαφωτισμού; Αυτή η κοινωνία δεν υπάρχει πια, αλλά από αυτή θα ξεκινήσουμε για να θέσουμε το ερώτημα αν μία κοινωνία μετα-νεωτερική, ανασφαλής, που αναζητά την αλήθεια της στην τεχνητή νοημοσύνη, που επικοινωνεί με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι υγιής; Ακόμη πιο σκληρό ερώτημα, μία κοινωνία υπό τον έλεγχο της τεχνητής νοημοσύνης, που τείνει στον μετα-ανθρωπισμό, θα είναι μία κοινωνία υγιής;

Για να απαντήσουμε σε αυτόν λοιπόν στον καταιονισμό των  ερωτημάτων, την αλληλουχία, διότι μέσω της τριβής των ιδεών παράγεται ο σπινθήρας της αληθείας, ποιος έχει την εξουσία να ορίζει ποια κοινωνία είναι υγιής; Αυτό είναι το ερώτημα. Την έχει αυτή την εξουσία η δυτικοκεντρική μας αντίληψη του κόσμου; Αυτή η δυτικοκεντρική αλαζονεία μας, ότι υγιής κοινωνία είναι αυτή που ταιριάζει σε ένα λίγο ή πολύ δυτικό πρότυπο, συμπεριλαμβανομένων και όλων των πραγματικών η φαντασιακών επαφών μας με την καθ’ ημάς ανατολή που στη summa divisio είναι Δύση και αυτή; Το πρότυπο το ορίζει μήπως ο οριενταλισμός μας, δηλαδή το γεγονός ότι  βλέπουμε υποτιμητικά τελικά τις μη δυτικές κοινωνίες, συμπεριλαμβανομένης, όπως είπα, και της καθ’ ημάς Ανατολής, γιατί ο ελληνόφωνος κόσμος, ο ελληνικός πολιτισμός έχει αυτό το πλεονέκτημα, να θέλει να εμφανίζεται ως η Ανατολή της Δύσης και η Δύση της Ανατολής, γνωρίζοντας ότι δεν συγκροτείται η Δύση χωρίς αυτόν;

Έχουμε μήπως προσχωρήσει κατά βάθος σε μία διανοητική και ηθική «αποικιοκρατία» η οποία διατηρείται και μετά το τέλος, το πολιτικό και θεσμικό, της αποικιοκρατίας; Εάν μιλούσαμε κατά κυριολεξία για μία υγιή κοινωνία, ιατρικά δηλαδή, από πλευράς δημόσιας υγείας εν τέλει, θα είχαμε πρωτόκολλα. Θα είχαμε συμφωνήσει, με τη βοήθεια των επιστημονικών ιατρικών εταιριών, για το ποιες είναι οι ασθένειες και ποιες είναι οι θεραπείες. Τώρα έχουμε τέτοια πρωτόκολλα ή το μόνο πρωτόκολλο που έχουμε είναι η Ιστορία και το κεκτημένο της και άρα μία κοινωνία η οποία έχει προοδεύσει θεσμικά, είναι μία κοινωνία δημοκρατική, συνταγματική, φιλελεύθερη, μία κοινωνία ανεπτυγμένη, άρα με μία οικονομία της αγοράς, καπιταλιστική δηλαδή, είναι μία κοινωνία η οποία είναι ό,τι πιο κοντά υπάρχει στο υγιές. Η Κίνα υπάγεται σε αυτό; Η Ινδία που είναι ένα καθεστώς κοινοβουλευτικό, με Σύνταγμα, με συνταγματικό δικαστήριο; Μία ισλαμική ενιαία συγκροτημένη κοινωνία που διέπεται από τη Σαρία, με τις γυναίκες εκτός οικονομικής και πολιτικής ζωής, μπορεί να είναι υγιής ή την αποκλείουμε επειδή δεν είναι χριστιανική και επειδή δεν ανήκει στο πολιτιστικό παράδειγμά μας;

Εάν όλες οι κοινωνίες τελούν υπό την απειλή της κλιματικής κρίσης και υπό την απειλή της κατάχρησης της τεχνολογίας και του συνδυασμού τους, ιδίως όταν εισερχόμεθα στο πεδίο της βιοτεχνολογίας με όλα τα μέσα της τεχνητής νοημοσύνης, μία κοινωνία που υφίσταται τέτοια πίεση και τέτοια απειλή, μπορεί λοιπόν να είναι μία κοινωνία υγιής; Μήπως όλο αυτό που κάνουμε, ως άσκηση, ενέχει τον κίνδυνο μίας ολιστικής προσέγγισης που συνορεύει με μία ολοκληρωτική αντίληψη;

Είμαι όμως έτοιμος να δεχθώ ότι το ερώτημα υπονοεί μία θεολογική και εν τέλει εκκλησιολογική μέριμνα, η οποία μας απελευθερώνει κάπως, μας αναπαύει, γιατί μία μη υγιής κοινωνία, μία κοινωνία ασθενών, μία κοινωνία ασθενής η ίδια, προφανώς συγκροτείται και αυτή σε corpus mysticum, είναι το σώμα του Χριστού, σώμα ασθενές και αμαρτωλό που υπερυψούται και αγιάζεται. Ξέρετε καλύτερα από εμένα «καὶ εἴρηκέ μοι· ἀρκεῖ σοι ἡ χάρις μου· ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται. ἥδιστα οὖν μᾶλλον καυχήσομαι ἐν ταῖς ἀσθενείαις μου, ἵνα ἐπισκηνώσῃ ἐπ᾿ ἐμὲ ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ.»

Μία μη υγιής κοινωνία αναμένει το θαύμα αλλά μπορεί και να το προκαλέσει το θαύμα μέσα από την πτώση της. Εάν η οπτική μας είναι αντίστροφη, δηλαδή κανονιστική, νομική και όχι πραγματικά θεολογική, η μετατροπή μίας μη υγιούς κοινωνίας σε υγιή προϋποθέτει κάποιου είδους θεραπεία. Αυτή λοιπόν η θεραπεία, αυτό το πρωτόκολλο το θεραπευτικό, συνιστά ένα πρόγραμμα πολιτικής θεολογίας; Και τι πρόγραμμα, μαχητικό, ριζοσπαστικό, βίαιο, ή ένα πρόγραμμα μετριοπαθές, δημοκρατικό και φιλελεύθερο; Η Γενεύη του Καλβίνου, για να μην αναζητώ άλλα παραδείγματα, ήταν μία υγιής κοινωνία;

Άρα πρέπει να γυρίσουμε ξανά σε έννοιες οι οποίες μπορεί να έχουν μία θεολογική καταγωγή, αλλά έχουν εκκοσμικευθεί. Δηλαδή μία κοινωνία για να είναι υγιής πρέπει να είναι πρωτίστως θεσμικά υγιής, να διαθέτει εγγυήσεις δημοκρατικής και δικαιοκρατικής οργάνωσης. Με τους θεσμούς, με τον νόμο, με το Σύνταγμα, με την έννομη τάξη, εις πείσμα και του Ακινάτη και του Αυγουστίνου, δεν διασφαλίζεται η αγάπη, η αλληλεγγύη, η ανεκτικότητα, η σχέση των προσώπων, ο εσχατολογικός προσανατολισμός, αλλά η αξία του ανθρώπου, τα θεμελιώδη δικαιώματά του και η πολιτική συμμετοχή του διασφαλίζονται.

Άρα η επιδίωξη μίας υγιούς κοινωνίας δεν μπορεί να είναι φονταμενταλιστική, δεν μπορεί να είναι θρησκόληπτη. Εάν δεν είναι φονταμενταλιστική και θρησκόληπτη, και αντιλαμβάνεται αυτό το δώρο και το αντίδωρο των εννοιών μεταξύ θεολογικού λόγου και δυτικού συνταγματικού λόγου, τότε μπορούμε να βρούμε μία λύση, να πλησιάσουμε, εάν όχι τον ορισμό, πάντως την ψηλάφηση μίας υγιούς κοινωνίας.

Η κοινωνία που λαμβάνει μέτρα περιορισμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων για να αντιμετωπίσει την πανδημία και περιορίζει το δικαίωμα του συνέρχεσθαι, συμπεριλαμβανομένου του θρησκευτικού συνέρχεσθαι, που περιορίζει την ελευθερία της κίνησης για να μείνει υγιής είναι αποδεκτή από εμάς; Νομίζω ότι αξίζει να το συζητήσουμε. Σίγουρα όμως δεν είναι υγιής μία κοινωνία που ενδιαφέρεται πάρα πολύ για το μέλλον της και επιδίδεται σε ευγονικές επιλογές, αυτές δεν ήταν χιτλερικές, ήταν και σοσιαλδημοκρατικές. Η Σουηδία επί δεκαετίες, μέχρι τη δεκαετία του 1980, εφάρμοζε ευγονικές πρακτικές για να διατηρήσει υγιές, όσο μπορούσε, το κοινωνικό της σώμα, δεν χρειάζεται να αναχθούμε στην αρχαία Σπάρτη.

Όλα τα βιοηθικά και τεχνοηθικά διλήμματα, τα πολύ κλασικά, αυτά που αφορούν την άμβλωση, την ευθανασία, το τελευταίο στάδιο  –είδα προχθές  στα πορίσματα του συνεδρίου του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την  βιοηθική ιδιαίτερη αντιμετώπιση του τελικού σταδίου – μας επιβάλλουν να θυμηθούμε  τους κοινωνιολογικούς λόγους για τους οποίους επιβλήθηκε ο χριστιανισμός.

Γιατί την εποχή των μεγάλων πανδημιών, οι πρωτοχριστιανικές κοινότητες, έχοντας υψηλό βαθμό αλληλεγγύης και παροχής υπηρεσιών νοσηλευτικών στους ασθενούντες, διασφάλιζαν σε απόλυτους αριθμούς την επιβίωσή τους και τελικά σε μία κοινωνία που πέθανε για λόγους ιατρικούς, αύξανε το ποσοστό των χριστιανών. Άρα έχουμε καταγωγική σχέση με το πρόβλημα αυτό.

Σίγουρα λοιπόν η υγιής κοινωνία δεν είναι μία υγιεινιστική κοινωνία, ούτε ιατρικά, ούτε κοινωνιολογικά, ούτε θεολογικά. Είναι λοιπόν μία κοινωνία η οποία προσπαθεί να βρει το δρόμο της προστατεύοντας το κεκτημένο της μέσα στο οποίο βρίσκεται το τριαδικό δόγμα ως εγγύηση της δημοκρατίας. Στο πεδίο της «πολιτικής θεολογίας », όπως την εννοούμε στην πολιτειολογία και τη θεωρία του δικαίου, την πρώτη και βασική απάντηση στις ολοκληρωτικές αντιλήψεις που εξέφρασε ο Καρλ Σμιτ στον  μεσοπόλεμο την έδωσε ένας πολύ μεγάλος θεολόγος, αντίπαλος του Καρλ Σμιτ, ο Έρικ Πέτερσον, ο οποίος τότε ήταν προτεστάντης, αλλά μετά έγινε καθολικός, που επεσήμανε ότι ευτυχώς το τριαδικό δόγμα δεν επιτρέπει να διολισθήσουμε στον αυταρχισμό και λειτουργεί κατά βάθος ως εγγύηση δημοκρατίας, όπως και η συνοδικότητα λειτουργεί ως προεικόνιση  για τον κοινοβουλευτισμό.

Ελπίζω ότι θα προβληματισθούμε γύρω από τις έννοιες αυτές και συγχωρέστε με που απάντησα στο ερώτημα με ερώτημα, αλλά η βάτος πρέπει να είναι φλεγομένη, αλλά μη καιομένη.

 

 

Σχολιασμός Άρθρου

Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή. Η Δημοκρατική δεν υιοθετεί αυτές τις απόψεις. Διατηρούμε το δικαίωμα να διαγράψουμε όποια σχόλια θεωρούμε προσβλητικά ή περιέχουν ύβρεις, χωρίς καμμία προειδοποίηση. Χρήστες που δεν τηρούν τους όρους χρήσης αποκλείονται.

Σχολιασμός άρθρου