Το Δημόσιο διεκδικεί από τη Μητρόπολη 4 ιστορικούς ναούς της Σύμης!!

Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, με αναγνωριστική της κυριότητας ακινήτου αγωγής, προσέφυγε κατά της Ιεράς Μητρόπολης Ρόδου το Ελληνικό Δημόσιο, διεκδικώντας την ιδιοκτησία της Παναγιάς του Κάστρου Σύμης, όπου υπάρχουν 4 ιστορικοί ναοί!!
Με την αγωγή του, το Ελληνικό Δημόσιο ζητεί συγκεκριμένα να αναγνωρισθεί η κυριότητά του επί του ακινήτου εμβαδού 5.978 τ.μ. που βρίσκεται στη νήσο Σύμη, στη θέση «Κάστρο» και ενεγράφη στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογίου Σύμης επ’ ονόματι της Ιεράς Μητρόπολης Ρόδου.
Ζητεί επίσης να διορθωθεί η αρχική εγγραφή στο κτηματολογικό βιβλίο του Κτηματολογικού Γραφείου Σύμης ως προς την κυριότητα του ως άνω ακινήτου, ανήκοντος κατά κυριότητα στο Ελληνικό Δημόσιο και όχι στην Ιερά Μητρόπολη Ρόδου.
Όπως εκτίθεται στην αγωγή με την με αριθμ. 71155/4394 Φ.6/11-7-1995 απόφαση Υπουργού ΠΕΧΩΔΕ κηρύχθηκε υπό κτηματογράφηση ο Δήμος Σύμης.
Με απόφαση του Οργανισμού Κτηματολογίου και Χαρτογραφήσεως Ελλάδος ΟΚΧΕ, που δημοσιεύτηκε στο με αριθμ 2220/19-11-2007 ΦΕΚ Β’, διαπιστώθηκε η περαίωση της διαδικασίας κτηματογράφησης των ακινήτων της Σύμης και η ολοκλήρωση της διαδικασίας καταχώρησης των πρώτων εγγραφών στα βιβλία του Κτηματολογίου Σύμης κατά μεταφορά από τους αναμορφωμένους κτηματολογικούς πίνακες της β’ ανάρτησης και ορίστηκε ημερομηνία έναρξης του Κτηματολογίου η 19-11-2007.
Το επίδικο ακίνητο συνιστά το Κάστρο της Σύμης (Αρχαία Ακρόπολη), που βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του οικισμού της Σύμης και περιβάλλεται από λείψανα του Μεσαιωνικού Φρουρίου, τα οποία έχουν κηρυχθεί ιστορικά διατηρητέα μνημεία, δυνάμει της με αριθμ. 17601/1601/14-11-1949 απόφασης του Γενικού Διοικητή Δωδεκανήσου.
Μέσα στο Κάστρο, υπάρχουν τέσσερις εκκλησίες, η Παναγιά η Κυρά, η Παναγιά του Κάστρου, η Παναγιά η Πορτιανή και η Παναγιά η Ελεούσα.
Όπως εκθέτει το Ελληνικό Δημόσιο το επίδικο ακίνητο δεν ευρίσκεται εντός πόλεως, κωμοπόλεως ή χωρίου, ώστε να συνιστά ακίνητο ελεύθερης ιδιοκτησίας (μουλκ), επί του οποίου θα ήταν δυνατή η απόκτηση κυριότητας δια χρησικτησίας και μάλιστα χωρίς περιορισμούς. Υποστηρίζει ότι αστικά ακίνητα ελευθέρας ιδιοκτησίας αποτελούσαν μόνο τα εντός του οικισμού Σύμης ακίνητα. Το επίδικο, απέχει ακόμη και σήμερα, μακράν του συνεκτικού ιστού του οικισμού Σύμης, ευρισκόμενο στο βορειοανατολικό άκρο αυτού.
Υποστηρίζει ακόμη ότι από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι το επίδικο ακίνητο είχε «χωρισθεί» από τις δημόσιες γαίες του Οθωμανικού κράτους και είχε υπαχθεί σε κάποια από τις κατηγορίες του νόμου περί γαιών και επομένως δεν συγκαταλλέγεται στην κατηγορία των ακινήτων ελεύθερης ιδιοκτησίας και η Ιερά Μητρόπολη Ρόδου δεν θα μπορούσε να καταστεί κυρία του ακινήτου με χρησικτησία, όπως αναγράφεται στην αρχική εγγραφή του Κτηματολογικού Γραφείου Σύμης.
Το επίδικο ακίνητο, σύμφωνα με τους ίδιους ισχυρισμούς, λόγω της μορφολογίας του, δεν συνιστούσε ούτε δημοσία γαία, επί του οποίου ήταν δυνατή η απόκτηση δικαιώματος εξουσίασης (τεσσαρούφ) διότι δεν ήταν δεκτική καλλιέργειας.
Ισχυρίζεται ότι συνιστά το Κάστρο της Σύμης (Αρχαία Ακρόπολη), που βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του οικισμού της Σύμης και περιβάλλεται από λείψανα του Μεσαιωνικού Φρουρίου, τα οποία έχουν κηρυχθεί ιστορικά διατηρητέα μνημεία, δυνάμει της με αριθμ. 17601/1601/14-11-1949 απόφασης του Γενικού Διοικητή Δωδεκανήσου (ΦΕΚ 36/1949).
Η μορφή του μεσαιωνικού κάστρου, ύψους 155 μ. περίπου, όπως διατηρείται σήμερα, ανάγεται στους χρόνους της ιπποτοκρατίας, όταν το νησί της Σύμης είχε καταληφθεί από το σταυροφοριακό τάγμα των ιπποτών του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ (1309-1522).
Οι οχυρώσεις του Κάστρου έχουν οικοδομηθεί στην ίδια θέση, όπου υψωνόταν στους ελληνιστικούς χρόνους, η αρχαία ακρόπολη του ανοχύρωτου οικισμού, την οποία διαδέχθηκε στη συνέχεια το βυζαντινό κάστρο.
Το «Φρούριο» συνίσταται από τα τείχη, τμήμα των οποίων είχε ενσωματώσει περιμετρικά κατάλοιπα της αρχαίας οχύρωσης και του ορθογώνιου αρχαίου πύργου, την μεσαιωνική πύλη που φέρει οικόσημα της περιόδου της ιπποτοκρατίας, αλλά και προσθήκες της εποχής της τουρκοκρατίας.
Εντός των τειχών, μάρτυρες της αρχαίας ακρόπολης, είναι ακόμα και σήμερα, ορατά λείψανα αρχαίων τοίχων, υπολείμματα των ιερών και δημόσιων κτισμάτων που περιέκλειε, ενώ η επιφανειακή κεραμική, υποδεικνύει χρήση του χώρου ήδη από την Μέση Εποχή του Χαλκού (1900-1700 π.χ.).
Με βάση τα παραπάνω, όπως ισχυρίζεται το Ελληνικό Δημόσιο, το επίδικο ακίνητο, που περικλείεται από τα λείψανα του Μεσαιωνικού Φρουρίου, λόγω της μορφολογίας του εδάφους, αλλά και της προκύπτουσας από ιστορικές πηγές χρήσης του, δεν προσφερόταν για εξουσίαση και καλλιέργεια, ώστε να πληρωθούν οι προϋποθέσεις του άρθρου 78 του Οθωμανικού νόμου περί γαιών, για την απόκτηση δικαιώματος τεσσαρούφ, που θα μπορούσε να μετατραπεί σε δικαίωμα πλήρους κυριότητας.

Όπως δε προκύπτει από το με αριθμ 3214/25-6-2013 έγγραφο της Διεύθυνσης Δασών Δωδεκανήσου, που συντάχθηκε μετά από αυτοψία δασοφύλακα, στην επίδικη έκταση υπάρχουν τα 4 εκκλησάκια, ενώ η όλη έκταση της περιοχής είναι βραχώδης με οκτώ κυπαρίσσια τεχνητώς φυτευθέντα και 8-10 ελιές, φυτεμένες ανάμεσα στα βράχια.
Το Ελληνικό Δημόσιο θεωρεί ότι το επίδικο συνιστούσε δημόσια γαία της κατηγορίας των «νεκρών γαιών» (μεβάτ), στην οποία περιλαμβάνονται οι πετρώδεις εκτάσεις, τα βράχια κ.λ.π., οι οποίες δεν ανήκουν στην κυριότητα των ιδιωτών, ούτε είναι δυνατή από τη φύση τους η καλλιέργειά τους και δεν κατέχονται ούτε εξουσιάζονται από κανένα. Θεωρεί ότι η επίδικη έκταση εμβαδού 5.978 τ.μ., ουδόλως περιήλθε στην κυριότητα της Ιεράς Μητρόπολης Ρόδου (και μάλιστα δια χρησικτησίας).