Θύμα εξακολουθητικής απάτης νεαρός επιστήμονας

Για την 12η Ιουνίου 2013 αναβλήθηκε από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ρόδου μια απίθανη υπόθεση εξακολουθητικής απάτης με δράστιδα μια Καλαματιανή που φέρεται να κατόρθωσε να αφαιρέσει σηµαντικά ποσά από Ροδίτη, µε τον οποίο είχε σχέση, πείθοντάς τον ότι εργαζόταν στην Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΕΥΠ) αλλά και ότι ο αδελφός της είχε… απαχθεί.
Η υπόθεση εισήχθη αρχικώς τον Απρίλιο του 2012 ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου επί κακουργημάτων, αλλά παραπέμφθηκε, λόγω αρμοδιότητας, μετά από τροποποίηση του νόμου, στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο.
Η κατηγορούμενη δεν παρουσιάστηκε μέχρι σήμερα σε καμία από τις δίκες, ενώ ο φερόμενος ως θύμα, ένας εξαιρετικός νεαρός επιστήμονας, αναμένει την απόφαση του δικαστηρίου προκειμένου να προχωρήσει και στις αστικές του αξιώσεις.
Το ιστορικό της υπόθεσης έχει ως εξής:
Η κατηγορούµενη και ο µηνυτής γνωρίσθηκαν στη Ρόδο τον Οκτώβριο του 2008. Η κατηγορουµένη φέρεται να ανέφερε ψευδώς στον µηνυτή ότι ήταν δηµόσιος υπάλληλος και ειδικότερα υπάλληλος του Υπουργείου Πολιτισµού, αποσπασµένη στην Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών (Ε.Υ.Π.), ότι ήταν κάτοικος Αθηνών, ότι διέθετε µεγάλης αξίας ακίνητη περιουσία στην Αθήνα και στη Μάνη και ότι ήταν άγαµη.
Περαιτέρω φέρεται να του είπε ότι βρισκόταν στη Ρόδο για υπηρεσιακούς λόγους αλλά λόγω της σοβαρότητας της αποστολής της, δεν µπορούσε να τους αποκαλύψει. Η φιλική σχέση εξελίχθηκε σε ερωτική και η κατηγορούµενη ερχόταν στη Ρόδο για λίγο χρονικό διάστηµα και µετά έφευγε, προφασιζόµενη ψευδώς “υπηρεσιακούς λόγους”.
Κατά τη διάρκεια της παραµονής της και των σχεδόν καθηµερινών τηλεφωνικών επαφών που είχαν ανέφερε ψευδώς κατά διαστήµατα στο µηνυτή ότι ο πατέρας της είχε ασθενήσει βαριά ότι ο αδελφός της είχε πέσει θύµα απαγωγής και ότι οι απαγωγείς ζητούσαν για να τον απελευθερώσουν 1.000.000 ευρώ ως λύτρα και γι’ αυτό είχε άµεση ανάγκη χρηµάτων. Γι’ αυτό ζήτησε από τον µηνυτή να την βοηθήσει δανείζοντάς της ένα ποσό το οποίο θα του επέστρεφε µόλις πωλούσε ένα ακίνητο που είχε στη Μάνη.
Ο µηνυτής λόγω της σχέσης εµπιστοσύνης που είχε δηµιουργηθεί µεταξύ τους, αφού η κατηγορούµενη τον διαβεβαίωνε συνεχώς ότι θέλει να είναι µαζί του ότι είχε σκοπό να καταλήξει η σχέση τους σε γάµο και ότι κατέβαλλε απεγνωσµένες προσπάθειες για να καταφέρει να µετατεθεί από την Κεντρική Υπηρεσία της Ε.Υ.Π. στην Αθήνα, στο τοπικό κλιµάκιο της Ρόδου, φέρεται να πείσθηκε και της κατέβαλε τµηµατικά 28.800 ευρώ.
Στη συνέχεια η κατηγορούµενη ανέφερε ψευδώς στον µηνυτή ότι ο αδελφός της ενδιαφερόταν να συστήσει µαζί του µια αφανή εταιρεία µε σκοπό την πώληση στη Ρόδο τοπικών προϊόντων της Μάνης και της Καλαµάτας στην οποία θα συµµετείχε και αυτή. Ο Ροδίτης συµφώνησε και η κατηγορούµενη µέσα στο εν λόγω χρονικό διάστηµα του δήλωσε ότι όλα τα δικαιολογητικά είχαν συγκεντρωθεί, η σύσταση ήταν έτοιµη και έπρεπε να καταβάλει το ποσό των 35.000 ευρώ ως συµµετοχή του στην υπό σύσταση εταιρεία.
Τέλος Μαρτίου του 2010 κατά τη συνάντησή τους στη Ρόδο η κατηγορούµενη ανέφερε ψευδώς στον µηνυτή ότι είχε εγγυηθεί για να λάβει δάνειο κάποιος πολύ γνωστός της από ηθική υποχρέωση και ότι έπρεπε να καταβάλει άµεσα στην τράπεζα το ποσό των 16.000 ευρώ και τον έπεισε να της καταβάλει τοις µετρητοίς το ανωτέρω ποσό.
Από το Μάρτιο του 2010 η κατηγορούµενη δεν ξαναήλθε στη Ρόδο και δεν απαντούσε στις τηλεφωνικές κλήσεις του µηνυτή. Όταν µετά από πολλές προσπάθειες ο µηνυτής κατάφερε να επικοινωνήσει µαζί της, η κατηγορούµενη του ανέφερε ότι ο πατέρας της είχε αποβιώσει, ότι ο αδερφός της, µε τον οποίο επρόκειτο ο µηνυτής να συνεταιρισθεί είχε αυτοκτονήσει, ότι εξαιτίας αυτών των γεγονότων ήταν σε άσχηµη ψυχολογική κατάσταση και ότι ήθελε λίγο καιρό να µείνει µόνη της για να συνέλθει.
Μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση που είχε δηµιουργηθεί ο µηνυτής προσπάθησε να µάθει τι πραγµατικά είχε συµβεί και ανακάλυψε ότι όλα όσα του είχε αναφέρει η κατηγορούµενη ήταν ψευδή αφού δεν ήταν υπάλληλος του υπουργείου πολιτισµού αποσπασµένη στην ΕΥΠ, αλλά αγρότισσα, είχε τρία τέκνα, δεν διέθετε ακίνητη περιουσία, δεν είχε ασθενήσει βαριά ούτε µετέπειτα είχε αποβιώσει ο πατέρας της, δεν είχε αυτοκτονήσει ο αδερφός της, δεν ήταν έτοιµα τα δικαιολογητικά για τη σύσταση της εταιρείας και δεν είχε εγγυηθεί για γνωστό της πρόσωπο.
Η κατηγορούµενη αρνείται την κατηγορία και ισχυρίζεται ότι ο µηνυτής ήξερε την αλήθεια γι’ αυτήν αφού ποτέ δεν του ανέφερε τα ανωτέρω ψευδή γεγονότα, ότι τα χρηµατικά ποσά της τα έστελνε µε σκοπό να την πείσει να γυρίσει πίσω για να συνεχίσουν να είναι µαζί και ότι την µήνυση την υπέβαλε για λόγους εκδίκησης.