Εκρίθη ως αντισυνταγματική η αξίωση του Δημοσίου για έκδοση εγγυητικής επιστολής

Απόφαση “βόμβα” του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου (Πρόεδρος κ. Π. Πρέκας) θέτει εν αμφιβόλω τη συνταγματικότητα νόμου που αναγκάζει πιστωτές να καταθέσουν εγγυητική επιστολή τράπεζας, ύψους ανάλογου εκείνου της οφειλής που διεκδικούν, προκειμένου να πληρωθούν, σε εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων τα οφειλόμενα από τους ΟΤΑ!

Στην απόφαση, που προκλήθηκε μετά από προσφυγή δικηγόρου, ο οποίος διεκδικεί δεδουλευμένες αποδοχές από το Δήμο Ρόδου, αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής:
“Κατά τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 4 του Συντάγματος, οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα. Με τις διατάξεις αυτές καθιερώνεται όχι μόνον η ισότητα των Ελλήνων πολιτών έναντι του νόμου, αλλά και η ισότητα του νόμου έναντι αυτών, με την έννοια ότι ο νομοθέτης, κατά τη ρύθμιση ουσιωδώς ομοίων πραγμάτων, σχέσεων ή καταστάσεων και κατηγοριών προσώπων, δεν μπορεί να νομοθετεί κατά διαφορετικό τρόπο, εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν η διαφορετική ρύθμιση δεν είναι αυθαίρετη, αλλά επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή δε των ειδικών περιστάσεων ή του κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων”.
Τονίζεται παραπέρα ότι “ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας του, ειμή δια λόγους δημόσιας ωφέλειας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου ή των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους”.
Επισημαίνεται επιπλέον ότι “διατάξεις νόμων, με τις οποίες αναγνωρίζεται υπέρ ενός διαδίκου ευνοϊκή μεταχείριση ως προς το ανωτέρω δικαίωμα, με αποτέλεσμα να τίθεται αυτός σε θέση πλεονεκτικότερη από εκείνη του αντιδίκου του, είναι ανίσχυρες (ΟλΑΠ 4 / 2012 ΧρΙΔ 2012.440, ΑΠ 861 / 2011 Τ.Ν.Π. Νόμος)”.
Αναλυτικότερα αναφέρονται τα ακόλουθα:
“Στην κρινόμενη περίπτωση, η αξίωση από το νομοθέτη, της έκδοσης εγγυητικής επιστολής από τους δανειστές του δημοσίου, ισόποσης με την οφειλή του τελευταίου προς αυτούς (ή, κατόπιν αποδοχής σχετικής αίτησης, ίσης με το ήμισυ της απαίτησης), κρίνεται ότι παραβιάζει τις συνταγματικές διατάξεις που προαναφέρθηκαν, αλλά και αυτές της υπέρτερης νομοθετικής ισχύος. Συγκεκριμένα, με την υπόψη διάταξη παραβιάζεται η αρχή της ίσης μεταχείρισης των διαδίκων, καθώς η συγκεκριμένη ρύθμιση ισχύει μόνον όταν οφειλέτης είναι το δημόσιο, όχι δε και όταν οφείλονται απαιτήσεις στο δημόσιο, δυσχεραίνοντας την ικανοποίηση της απαίτησης του δανειστή, ο οποίος ή θα πρέπει να υπακούσει στη ρύθμιση με την έκδοση εγγυητικής επιστολής, ή θα πρέπει να αναμείνει την έκδοση αμετάκλητης απόφασης για την απαίτησή του. Η δυσχέρεια δε αυτή καθίσταται ακόμη εναργέστερη, φθάνοντας στα όρια της πλήρους ματαίωσης της ικανοποίησης της αξίωσης, τόσο σε περιπτώσεις όπως η κρινόμενη, όπου ένας πολίτης καλείται να δεσμεύσει χρηματικό ποσό της τάξης των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ, εάν και εφόσον κατέχει τέτοιο ποσό, όσο και υπό το πρίσμα της γενικότερης οικονομικής συγκυρίας των τελευταίων ετών, όπου ακόμη και πολύ μικρότερα ποσά είναι δύσκολο να μπορούν να δεσμευθούν. Θα μπορούσε για παράδειγμα να αναφερθεί η περίπτωση παθόντος σε αυτοκινητικό ατύχημα υπέρ του οποίου επιδικάστηκε αποζημίωση και ηθική βλάβη με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, ή απολυθέντος εργαζομένου στον οποίο επιδικάστηκε αποζημίωση απολύσεως ή / και μισθοί υπερημερίας, και πλείστες άλλες περιπτώσεις στις οποίες είναι λίαν αμφίβολη η δυνατότητα εφοδιασμού των διαδίκων με εγγυητικές επιστολές κατά τους ορισμούς της επίμαχης διάταξης. Η ευμενέστερη αυτή αντιμετώπιση του δημοσίου έναντι των πολιτών έρχεται σε αντίθεση με την αρχή της ισότητας καθώς και με την ειδικότερη έκφανση αυτής, της ισότητας δηλαδή των διαδίκων μερών, χωρίς να εξυπηρετείται κάποιο υπέρτερο δημόσιο συμφέρον, που να δικαιολογεί τέτοια διάκριση. Θα μπορούσε βεβαίως να αντιτείνει κανείς ότι η διανυόμενη δυσμενής οικονομική συγκυρία μπορεί να αποτελέσει μιας τέτοιας μορφής δημόσιο συμφέρον, υπό την έννοια ότι με τον τρόπο αυτό θα υπάρχει οπωσδήποτε μείωση των καταβολών των οφειλών εκ μέρους του δημοσίου, μέχρις ότου η βεβαίωση της εναντίον του αξίωσης διέλθει όλους τους βαθμούς δικαστικής κρίσης, πλην όμως μια τέτοια θεώρηση δεν μπορεί να γίνει δεκτή”.
Εξηγείται παραπέρα ότι η θέσπιση της επίμαχης, εξαιρετικής διάταξης, δεν υπαγορεύθηκε από λόγους δημοσιονομικής δυσχέρειας ή έκτακτων δημοσιονομικών αναγκών, καθώς κάτι τέτοιο ουδόλως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση, αλλά η ρύθμιση κατατείνει στην αποτροπή πληρωμής «επισφαλών» απαιτήσεων, η βασιμότητα των οποίων ενδέχεται να ανατραπεί εκ των υστέρων.

Τον κίνδυνο όμως αυτό δεν αντιμετωπίζει μόνον το δημόσιο ως διάδικος, αλλά κάθε διάδικος ο οποίος καταβάλει χρηματικό ποσό δυνάμει δικαστικής απόφασης ή εκτελεστού τίτλου που υπόκεινται σε ένδικο μέσο ή βοήθημα, η δε συγκεκριμένη ρύθμιση έρχεται να προστατεύσει μόνον το δημόσιο από τον κίνδυνο αυτό, εισάγοντας ευμενή διάκριση υπέρ του, η οποία δεν δικαιολογείται από λόγους υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος.