Αθωώθηκαν τα 4 μέλη ξενοδοχειακής εταιρείας

Aθώοι κρίθηκαν χθες από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Ρόδου 4 μέλη γνωστής ξενοδοχειακής εταιρείας της Ρόδου που βρέθηκαν κατηγορούμενοι για το αδίκημα της υφαρπαγής ψευδούς βεβαιώσεως και της απλής συνέργειας σε υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης μετά από μήνυση συγγενικού τους προσώπου και της συζύγου του.

Κατηγορήθηκαν συγκεκριμένα για το ό,τι στη Ρόδο την 21η Ιουνίου 2006 η πρώτη πέτυχε με εξαπάτηση να βεβαιωθεί σε δημόσιο έγγραφο αναληθώς περιστατικό που μπορούσε να έχει έννομες συνέπειες και ειδικότερα ότι με την ιδιότητά της ως προέδρου ανώνυμης ξενοδοχειακής εταιρείας επικύρωσε ακριβές αντίγραφο ανυπόστατου πρακτικού συνεδρίασης του διοικητικού συμβουλίου της 9ης Ιανουαρίου 2006 η οποία δεν είχε λάβει χώρα. Με τον τρόπο αυτό σύμφωνα με το κατηγορητήριο, που δεν επιβεβαιώθηκε από την ακροαματική διαδικασία, είχε πετύχει να εξαπατήσει τους αρμόδιους υπαλλήλους της Νομαρχίας Δωδεκανησου και να καταχωρηθεί και να βεβαιωθεί στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών η ανακοίνωση συγκροτήσεως σε σώμα ενός παρατύπως συγκληθέντος Διοικητικού Συμβουλίου. Οι υπόλοιπο εφέροντο να της είχαν παράσχει συνδρομή.
Από την ακροαματική διαδικασία προέκυψε ωστόσο ότι το αναφερόμενο στο κλητήριο θέσπισμα ως επελθόν αποτέλεσμα δηλαδή της παράτυπης εκπροσώπησης της εταιρείας δεν τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με την φερόμενη ως τελεσθείσα πράξη, αφού από της καταρτίσεως του πρακτικού του διοικητικού συμβουλίου δηλαδή από την 9η Ιανουαρίου 2006 λόγω του συστατικού αυτού χαρακτήρα, είχε έναντι πάντων το αυτό αποτέλεσμα, δηλαδή της εκπροσώπησης της εταιρείας από της ως άνω ημερομηνίας.
Πέραν τούτου το κλητήριο θέσπισμα, ενώ αρχικά αποδέχεται ότι η συνεδρίαση της 9ης Ιανουαρίου 2006 ουδέποτε έλαβε χώρα και ως εκ τούτου το πρακτικό είναι ανυπόστατο και ψευδές, στη συνέχεια αναφέρει ότι αποτέλεσμα του ψευδούς και ανυπόστατου πρακτικού της συνεδρίασης η οποία δεν έλαβε χώρα, ήταν η εταιρεία να εκπροσωπείται από ένα στην πραγματικότητα μη νομοτύπως συγκροτηθέν Δ.Σ, με αποτέλεσμα η φερόμενη παράλειψη να έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το αποτέλεσμα.
Ο συνήγορος υπεράσπισης των κατηγορούμενων κ. Κ. Σαρρής επεσήμανε επιπλέον ότι δεν συγκροτείται η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης καθόσον δεν υφίσταται το απαιτούμενο στοιχείο της εξαπάτησης του δημοσίου υπαλλήλου, αφού ο υπάλληλος λόγω του συστατικού χαρακτήρα του κατά την 9η Ιανουαρίου 2006 καταρτισθέντος πρακτικού του Δ.Σ. της εταιρείας, καταχωρεί απλά το πρακτικό χωρίς να βεβαιώνει κάτι πλέον τούτου διαπιστωτικά περί της αληθείας και ειδικότερα αν το καταρτισθέν σε σώμα διοικητικό συμβούλιο, συγκροτήθηκε νόμιμα ή παράτυπα.
Επεσήμανε επιπλέον ότι το πρακτικό διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας δεν αποτελεί δημόσιο έγγραφο, ούτε και αποκτά την ιδιότητα αυτή δια της καταχωρήσεώς του στην Υπηρεσία της Δ/νσης Εμπορίου, η οποία καταχώριση έχει μόνο βεβαιωτικό χαρακτήρα και όχι συστατικό, ούτε επέρχεται άλλη έννομη συνέπεια, δηλαδή το έγγραφο αυτό μόνο του ή σε συσχετισμό με άλλο να μπορεί να επιφέρει γένεση, αλλοίωση ή απώλεια δικαιώματος ή έννομης σχέσης δημοσίας ή ιδιωτικής. Επιπλέον ανεξάρτητα από το γεγονός ότι υπήρχε η προφορική συναίνεση των πληρεξουσίων δικηγόρων των διαμενόντων στην Αυστραλία μηνυτών για την αναπλήρωση θανόντος μέλους του διοικητικού συμβουλίου από την θυγατέρα του (μάλιστα στις 7 Ιανουαρίου 2006 απεστάλη με φαξ το με την ίδια ημερομηνία έγγραφο προς τους δικηνόρους με την γνωστοποίηση ότι στις 9 Ιανουαρίου 2006 θα συνεδρίαζε το Δ. Σ. της εταιρείας για την αναπλήρωση του μέλους), στις 9 Ιανουαρίου 2006 απεστάλη και πάλι φαξ και γνωστοποιήθηκε η σύγκληση του διοικητικού συμβουλίου και η νέα σύνθεση του.
Οι κατηγορούμενοι κατέστησαν σαφές ότι με τη γνωστοποίηση και μόνο προς τους νομικούς εκπροσώπους του μηνυτή του περιεχομένου του παραπάνω εγγράφου είναι εμφανής n έλλειψη του οποιουδήποτε δόλου στο πρόσωπό τους, ενώ στη θέση του αποθανόντος μέλους εκλέχθηκε n κόρη του.