Ανεβλήθη η μεγαλύτερη μέχρι σήμερα υπόθεση εξαγωγής λαθραίων ποτών

Για κρείσσονες αποδείξεις αναβλήθηκε χθες, στο στάδιο της απαγγελίας της απόφασης, μετά από μια μαραθώνια ακροαματική διαδικασία και μετά από πρόταση του Εισαγγελέα της έδρας, να κηρυχθεί αθώος ο κατηγορούμενος, η εκδίκαση ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου της μεγαλύτερης μέχρι σήμερα υπόθεσης διακίνησης λαθραίων ποτών, που απασχόλησε τις δικαστικές αρχές του νησιού.
Στον κατηγορούμενο, κάτοικο Ιαλυσού, ιδιοκτήτη εταιρείας εµπορίας οινοπνευµατωδών ποτών, που έχει κριθεί πρωτοδίκως ένοχος κατά πλειοψηφία για χρήση πλαστού εγγράφου και λαθρεµπορία έχει επιβληθεί ποινή κάθειρξης 7 ετών.
Όπως έγραψε η «δ», ο Ροδίτης, µε την ιδιότητα του εταίρου και διαχειριστή εδρεύουσας στη Pόδο εταιρίας και ένας συγκατηγορούµενός του, που καταζητείται, κατηγορούνται ότι έθεσαν από κοινού τις σφραγίδες του ευρισκόµενου στο Bέλγιο φορολογικού γραφείου «VILVOORDE» καθώς και τη σφραγίδα του Bελγικού Tελωνείου της Antwerpen (Aµβέρσας) σε αντίτυπο συνοδευτικών φορολογικών εγγράφων (ΣΔE) που αφορούσαν οινοπνευµατώδη ποτά, µε προορισµό τα 6 αυτών, την επίσης Bελγική φορολογική αποθήκη HEWA BELGIUM N.V. Περαιτέρω δε ότι έκαναν από κοινού χρήση των πιο πάνω 32 συνοδευτικών φορολογικών εγγράφων (ΣΔE) προσκοµίζοντάς τα στο Tελωνείο Pόδου.
Τις πράξεις αυτές κατηγορήθηκαν ότι τέλεσαν µε σκοπό να προσπορίσουν στον εαυτό τους συνολικό περιουσιακό όφελος 2.771.118,07 ευρώ προκαλώντας ισόποση ζηµία στην περιουσία του Eλληνικού Δηµοσίου.
Ο κατηγορούµενος υποστήριξε ότι τον Σεπτέμβριο του έτους 2003, είχε, μέσω του διαδικτύου, προτάσεις από το Βέλγιο και συγκεκριμένα από τις επιχειρήσεις με τις επωνυμίες «JOHN MARTIN» και «HEWA BELGIUM Ν.V.», που τηρούσαν και αυτές αντίστοιχες με την δική του, φορολογικές αποθήκες στο Βέλγιο, να τους πωλήσει ποσότητες οινοπνευματωδών ποτών, παραδοτέες στις αποθήκες του στη Ρόδο και ότι μετά από διαβεβαιώσεις του τότε επόπτη και μετέπειτα διευθυντή του Τελωνείου Ρόδου και του τότε διευθυντή ότι οι αγοράστριες επιχειρήσεις ήταν υπαρκτές και διέθεταν άδειες φορολογικών αποθηκών, προχώρησε στις συναλλαγές.
Επεσήμανε επίσης ότι για κάθε εξαγωγή ενημερωνόταν εγγράφως, από το Τελωνείο Ρόδου, το ΣΔΟΕ Αθηνών προκειμένου να “παρακολουθήσει” τη διακίνηση των εμπορευμάτων αυτών από τη Ρόδο προς το Βέλγιο.
Τα ποτά φορτώθηκαν σε φορτηγά αυτοκίνητα της μεταφορικής εταιρείας του Παντελεήμονος Φρυγανιώτη, που καταζητείται, ο οποίος μάλιστα είχε επιλεγεί από τις Βελγικές εταιρείες και η οποία είχε την επιμέλεια και την ευθύνη της μεταφοράς των εμπορευμάτων από τη Ρόδο και της παράδοσής τους στις παραλήπτριες τους στο Βέλγιο.
Μετά από κάθε αποστολή οινοπνευματωδών ποτών προς το Βέλγιο, η εταιρεία προσκόμιζε στο αρμόδιο τμήμα του Τελωνείου Ρόδου, εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις ισχύουσες σχετικές διατάξεις, το με αριθμό 3 αντίτυπο του εντύπου Συνοδευτικού Διοικητικού Εγγράφου (ΣΔΕ) και οι αρμόδιοι υπάλληλοι τον διαβεβαίωναν τόσο για την νομιμότητα των σφραγίδων των αντίστοιχων Βελγικών Αρχών όσο και για την κανονικότητα της συναλλαγής με τις προαναφερόμενες επιχειρήσεις.
Τον μήνα Μάρτιο του έτους 2004, 5 ολόκληρους μήνες μετά την πρώτη αποστολή εμπορευμάτων, ο τότε διευθυντής του Τελωνείου Ρόδου, τους ενημέρωσε ότι απευθύνθηκε στις Βελγικές Τελωνειακές Αρχές και ζήτησε πληροφορίες και επαλήθευση των εξαγωγών της εταιρείας προς τις δύο παραπάνω αναφερόμενες Βελγικές επιχειρήσεις και κυρίως αν οι εξαχθείσες ποσότητες αλκοολούχων ποτών έφθασαν στον προορισμό τους και παραδόθηκαν στις φορολογικές τους αποθήκες.
Η εταιρεία πραγματοποίησε προς μεν την επιχείρηση με την επωνυμία «JOHN MARTIN», 6 συνολικά εξαγωγές, κατά τη διάρκεια των ετών 2003 και 2004, προς δε την επιχείρηση με την επωνυμία «HEWA BELGIUM Ν.V.», άλλες 26 εξαγωγές, κατά τη διάρκεια του έτους 2004, που αφορούσαν συνολικά 636.328 φιάλες οινοπνευματωδών ποτών, συνολικής αξίας 4.379.356,680 ευρώ.
Μετά από 6 μήνες περίπου και συγκεκριμένα τον μήνα Οκτώβριο του 2004, οι Βελγικές Τελωνειακές Αρχές απάντησαν στο ερώτημα του Τελωνείου Ρόδου, ισχυριζόμενες ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις ήσαν μεν υπαρκτές αλλά οι νόμιμοι εκπρόσωποι τους δήλωσαν ότι ουδέποτε παρήγγειλαν ή παρέλαβαν τις συγκεκριμένες ποσότητες ποτών και ότι όλες οι υπηρεσιακές σφραγίδες των Βελγικών Τελωνειακών και τα 32 ΣΔΕ που συντάχθηκαν για τις εξαγωγές αυτές της εταιρείας, ήταν πλαστά και ότι σε μερικά απ’ αυτά υπήρχαν σφραγίδες των τελωνειακών αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου και όχι του Βελγίου.
Επίσης, γνωστοποίησαν στο Τελωνείο ότι η μία εκ των δύο αυτών επιχειρήσεων και συγκεκριμένα αυτή με την επωνυμία «JOHN MARTIN», διατηρούσε νόμιμα φορολογική αποθήκη μόνο για μπύρα και όχι για άλλου είδους οινοπνευματώδη ποτά.
Ο κατηγορούμενος τόνισε ότι ευθύνη για τις εξαγωγές αυτές είχε και το τελωνείο που τον διαβεβαίωσε για την νομιμότητά τους.
Επεσήμανε επίσης ότι στις 13.01.2004 οι υπάλληλοι του Τελωνείου Ρόδου, πραγματοποίησαν αιφνιδιαστικό και εξονυχιστικό έλεγχο τόσο στα έγγραφα των εξαγωγών της εταιρείας προς το Βέλγιο όσο και στα αποθέματα των αποθηκών και δεν διαπίστωσαν καμία απολύτως παρατυπία ή ατασθαλία.
Ο Εισαγγελέας της έδρας επεσήμανε μάλιστα ότι δε νοείται οι Βελγικές εταιρείες να μην έχουν παραλάβει τα ποτά αξίας 4 εκατ. ευρώ περίπου και να μην έχουν προσφύγει ενώπιον της δικαιοσύνης για να διεκδικήσουν αποζημιώσεις.
Ο κατηγορούμενος τόνισε ότι και οι 32 παραγγελίες έχουν πληρωθεί κανονικά και το δικαστήριο αφού αποσύρθηκε για τη λήψη απόφασης επέστρεψε ανακοινώνοντας την αναβολή της, προκειμένου να προσκομιστούν τραπεζικά έγγραφα από τα οποία να προκύπτει ότι ο κατηγορούμενος έχει πληρωθεί την αξία των ποτών που είχε αποστείλει στους Βέλγους.
Σκοπός του δικαστηρίου είναι να διαπιστώσει εάν επρόκειτο για εικονικές συναλλαγές προκειμένου τα ποτά να διατεθούν στο εσωτερικό της χώρας παράνομα.
Τον κατηγορούμενο εκπροσωπεί ο δικηγόρος κ. Μ. Κουτσούκος.