Είναι νωρίς για «πανηγυρισμούς» σε ό,τι αφορά τον Δημοτικό Φόρο

Eίναι πολύ νωρίς για «πανηγυρισμούς» σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο των υπ΄αρίθμ. 3930 και 3931/2013 αποφάσεων του Β’ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας σε 7μελή σύνθεση με τις οποίες αποφασίζεται η παραπομπή του θέματος της συνταγματικότητας του Δημοτικού Ρόδου στην ολομέλεια του δικαστηρίου λόγω μείζονος σπουδαιότητας και αρμοδιότητας.
Οι αποφάσεις του δικαστηρίου δεν είναι αμετάκλητες, δεν παράγουν δεδικασμένο και φυσικά δεν έχουν έννομα αποτελέσματα.
Το γεγονός ότι το δικαστήριο κατά πλειοψηφία και μάλιστα συντριπτική (6-1) έκρινε υπέρ των θέσεων της αντισυνταγματικότητας του νόμου και συγκεκριμένα της ασυμφωνίας του με την αρχή της καθολικότητας, αποτελεί αναμφίβολα θετική εξέλιξη στις προσπάθειες για την ακύρωση του νόμου.
Η κρίση όμως του δικαστηρίου δεν δεσμεύει την Ολομέλεια, δεν αποτελεί θέσφατο και ουσιαστικά η εκδίκαση της υπόθεσης επαναλαμβάνεται και η δημοτική αρχή θα έχει την δυνατότητα να ενισχύσει την επιχειρηματολογία της υπέρ της διατήρησης του φόρου με ντοκουμέντα και πραγματικά στοιχεία, που θα τεκμηριώνουν την ύπαρξη ειδικών συνθηκών στη Δωδεκάνησο, που χωρίς διακοπή παραμένουν σε ισχύ και καθιστούν υποχρεωτικό τον πόρο αυτό για την αυτοδιοίκηση ώστε να ανταποκριθεί στα καθήκοντα της.
Πληροφορίες αναφέρουν εξάλλου ότι η δημοτική αρχή θα ζητήσει την επίσπευση της εκδίκασης του συγκεκριμένου θέματος ενώπιον της Ολομέλειας του δικαστηρίου.
Όπως έγραψε η «δημοκρατική», το ΣτΕ επιλήφθηκε δύο αναιρέσεων εργολαβικής κοινοπραξίας εταιρειών των Αθηνών, που είχαν προ ετών κατασκευάσει το Νοσοκομείο Ρόδου και δεν αποδέχονται την επιβάρυνσή τους με δημοτικό φόρο. Σημειώνεται ότι με την από 6-10-2006 πράξη του Προέδρου του Β ́Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας κ. Φ. Στεργιόπουλου, η πρώτη από 31-7-2006 αίτηση αναιρέσεως (αρ.καταθ. 4990/2006) παραπέμφθηκε λόγω σπουδαιότητας στην 7μελή Σύνθεση του Τμήματος.
Οι αιτήσεις αναίρεσης ασκήθηκαν από την «Κοινοπραξία Νοσοκομείου Ρόδου ΤΕΡΝΑ Α.Ε. – ΑΚΤΩΡ Α.Τ.Ε-ΕΜΠΕΔΟΣ Α.Ε. – J & P ABAΞ Α.Ε. – ΙΜΕC GMBH» και τον συντετμημένο τίτλο (διακριτικό τίτλο) «Κοινοπραξία Κατασκευής Νοσοκομείου Ρόδου», ως μετονομάσθηκε η κοινοπραξία με την επωνυμία «ΓΕΚ Α.Ε.-ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΟΔΟΜΙΚΗ Α.Ε.-ΑΤΕ ΓΝΩΜΩΝ Α.Ε.-ΑΒΑΞ Α.Ε.-ΙMEC GMBH” και τον συντετμημένο τίτλο (διακριτικό τίτλο) «Κοινοπραξία Κατασκευής Νοσοκομείου Ρόδου», κατά του Δήμου Ροδίων.
Και οι δύο προαναφερθείσες αιτήσεις αναιρέσεως εκπροσωπούνται στο Συμβούλιο της Επικρατείας από την εταιρεία «ΖΕΠΟΣ- ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και την εταιρεία «ΚΑΡΑΒΗ-ΜΠΟΚΟΛΙΝΗ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ».
Τη δημοτική αρχή εκπροσωπεί η Δικηγορική Εταιρεία Φλογαϊτη – Σιούτη και τους νομικούς της συμβούλους κ.κ. Θ. Παπαγεωργίου και Θ. Φραράκη.
ΤΙ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΣΤΙΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ
Όπως είναι γνωστό με πάγια νομολογία του Διοικητικού Πρωτοδικείου Ρόδου και του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, έχουν απορριφθεί μέχρι σήμερα όλα τα ένδικα βοηθήματα και μέσα κατά βεβαιωτικών πράξεων του ΔΗΦΟΔΩ, ο οποίος θεωρείται απόλυτα συμβατός με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο και το Σύνταγμα, σύμφωνα και με την επικαλούμενη στις δίκες από το 1994 Γνωμοδότηση του Καθηγητή Διοικητικού Δικαίου της Νομικής Σχολής Αθηνών κ. Σπ. Φλογαϊτη. Όπως αποκαλύπτει σήμερα η «δημοκρατική», στις αποφάσεις αρχικά γίνεται αναφορά στον προϊσχύσαντα ειδικό τοπικό φόρο κατανάλωσης υπέρ των Δήμων και Κοινοτήτων της Δωδεκανήσου, των ιταλικών κυβερνητικών διαταγμάτων 187/1938 και 132/1939, που διατηρήθηκαν σε ισχύ υπέρ της Δωδεκανήσου από την ελληνική πολιτεία με τους Α.Ν. 798/1948 και 1910/ 1951. Γίνεται μάλιστα επ’ αυτού επίκληση ότι η διατήρηση σε ισχύ των υπέρ των δήμων και κοινοτήτων διατάξεων, όπως και άλλες φορολογικές αποκλίσεις, σχετικά με τη Δωδεκάνησο, δεν παραβίαζαν τις συνταγματικές αρχές περί ισότητας, ενόψει μεταξύ άλλων, των διαφόρων συνθηκών που τελούν οι φορολογούμενοι στη Δωδεκάνησο σε σχέση με τη λοιπή Ελλάδα, αναφέροντας επ’αυτού τις αποφάσεις 139 και 194/1956 και 2956/1981 του ΣτΕ.
Στη συνέχεια γίνεται αναφορά της, ύστερα από την ένταξη στην Ε.Ο.Κ., αμφισβήτησης που υπήρξε για τη συμφωνία των παραπάνω αρχικών διατάξεων με το κοινοτικό δίκαιο που κατέληξαν σε αποφατική κρίση του ΔΕΚ (υπόθεση Σιμιτζή κατά Δήμου Κω) και της κατάργησης και αντικατάστασης που υπήρξε με το άρθρο 60 του Ν.2214/1994 που επέβαλε τον Δημοτικό Φόρο Δωδεκανήσου.
Ακολούθως γίνεται ανάλυση όλου του περιεχομένου της παραπάνω διάταξης για τον ΔΗΦΟΔΩ και γίνεται ειδική αναφορά στις συζητήσεις που έγιναν στη Βουλή κατά την καθιέρωση του, εκτιμώντας ότι δεν έγινε μελέτη και επίκληση ειδικών συνθηκών διαφοροποίησης της Δωδεκανήσου και ότι έγινε συζήτηση για να μπορούν οι δήμοι και οι κοινότητες της Δωδεκανήσου να έχουν το ίδιο έσοδο.
Με άλλο σκεπτικό, γίνεται αναφορά ότι οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες του χρόνου επιβολής του φόρου 50 περίπου χρόνια μετά την ένωση της Δωδεκανήσου με την Ελλάδα, είναι «προφανώς διαφορετικές εκείνων που υπήρχαν κατά τα αμέσως επόμενα της ένωσης αυτής έτη και δικαιολογούσαν μια ειδική, έναντι άλλων περιοχών της χώρας με τα αυτά χαρακτηριστικά, μεταχείριση».
Για τη τεκμηρίωση της σκέψης αυτής γίνεται επίκληση της νομοθεσίας για τον Φ.Π.Α. για τον ενιαίο τρόπο επιβολής συντελεστών της Δωδεκανήσου με τα άλλα νησιά του Αιγαίου, καθώς επίσης της νομοθεσίας της κλίμακας φορολογικών συντελεστών, του ποσοστού 20% υπέρ των Δήμων και Κοινοτήτων Δωδεκανήσου, ευνοϊκών ρυθμίσεων φορολογίας εισοδήματος της Δωδεκανήσου μαζί με άλλες περιοχές (Ξάνθης, Ροδόπης, Έβρου, Λέσβου, Χίου, Σάμου Θεσπρωτίας, Ιωαννίνων, Καστοριάς, Φλώρινας, Κιλκίς, Σερρών και Δράμας) άρθρων 5 Ν.2065/1992, 118 Κωδ. Φορολ Εισοδήματος κ.λ.π.
Μετά από αυτά εκφράζεται η εκτίμηση ότι δεν δικαιολογείται η με πάγιο τρόπο επιβολή του φόρου μόνο για τους ΟΤΑ Δωδεκανήσου, σε βάρος μόνο εκείνων που ασκούν εκεί οικονομική δραστηριότητα, διότι αυτό δεν συνάγεται από τη φύση του φόρου και από τις προπαρασκευαστικές εργασίες κατά τη ψήφιση του, με επίκληση επ’αυτού των αποφάσεων του ΣτΕ 3037/2008 Ολ. και 650/1957 7μελ.
Σημειώνεται επίσης επ’ αυτού ότι στις γνωμοδοτήσεις των Καθηγητών Σπ.Φλογάϊτη και Ελ. Θεοχαροπούλου, γίνεται χρήση εκφράσεων και επίκληση συνθηκών που θα δικαιολογούσαν ενδεχομένως τη διαφοροποίηση με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια (επικαλείται τις 2626/1980, 3442/1981, 986/1982, 2543/2004) όχι όμως μόνης της Δωδεκανήσου, μη αρκώντας για την υποστήριξη του θεσμού «χωρίς συγκεκριμένη εξειδίκευση των λόγων που το επιβάλλουν» επίκληση των άρθρων 102 παρ. 6 και 101 και 106 του Συντάγματος για τις νησιωτικές παραμεθόριες περιοχές, ούτε του άρθρου 9 του Ν. 11850/198 περί κυρώσεως του Ευρωπαϊκού Χάρτη της Τοπικής Αυτονομίας που ορίζει το δικαίωμα και την υποχρέωση των ΟΤΑ να έχουν επαρκείς ίδιους πόρους από τοπικούς φόρους.

Στο παραπάνω σκεπτικό μειοψήφησε η σύμβουλος κ. Βασιλική Καλάντζη, με σκεπτικό, που σε συντομία έχει ως εξής:
Αναφέρεται αρχικά στο ιστορικό, που η αναιρεσείουσα εργολαβική κοινοπραξία συνήψε το 1994 σύμβαση με τη ΔΕΠΑΝΟΜ και ανέλαβε τη μελέτη, ανέγερση, αποπεράτωση και προμήθεια του εξοπλισμού του Νοσοκομείου Ρόδου.
Στη συνέχεια αναφέρεται στις από το 1995-1996 εγγραφές στους βεβαιωτικούς καταλόγους για μη πληρωμή του φόρου με ποσά 3.333.441 δρχ και 7.081.098 δρχ..
Στη συνέχεια αναφέρεται στις αιτιολογίες του Διοικητικού Εφετείου που είχε θεωρήσει νόμιμη την επιβολή «δεν παραβιάζει την αρχή της φορολογικής ισότητας, η οποία επιβάλλει την καθολικότητα της φορολογικής υποχρέωσης, γιατί συνιστά φόρο, με συγκεκριμένη τοπική αναφορά, οποίος αποβλέπει στην ενίσχυση της τοπικής αυτονομίας και επομένως στη βελτίωση του επιπέδου διαβιώσεως και ποιότητας ζωής των δημοτών, εξυπηρετώντας το τοπικό συμφέρον, χωρίς να εισάγει ανεπίτρεπτες διακρίσεις».
Σημειώνεται επίσης ότι δεν παραβιάζεται η αρχή της καθολικότητας γιατί ο γενικός κανόνας της γενικής ισχύος δεν έχει την έννοια της εφαρμογής του φόρου σε όλη την επικράτεια και ως εκ τούτου δεν αντίκειται ο δημοτικός φόρος Δωδεκανήσου στις διατάξεις του άρθρου 4 του Συντάγματος
Τελικώς, ύστερα από τα παραπάνω, αν και το Δικαστήριο δεν δέχθηκε την άποψη αυτήν της μειοψηφίας, αν και θα μπορούσε να προβεί σε αναίρεση, παρά ταύτα δεν το έπραξε και παρέπεμψε το θέμα στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου με εισηγητή τον Σύμβουλο κ. Γ. Τσιμέκα λόγω της κρίσης για την αντισυνταγματικότητα τυπικού νόμου αλλά και της σπουδαιότητας του ζητήματος.