Καθιέρωση θεσμικών φραγμών ανάσχεσης της εκτελεστικής παντοδυναμίας στο υπάρχον πολίτευμά μας

Του Μιχάλη Παπαγεωργίου, ΠΜΣ Δημοσίου Δικαίου,
ασκούμενου δικηγόρου

Δυστυχώς στις μέρες μας, όπως έχει διαμορφωθεί η κομματική πειθαρχία, κατά κανόνα η πλειοψηφία της Βουλής που στηρίζει την κυβέρνηση, αντί να εξαρτάται η κυβέρνηση από αυτή, έχει καταστεί υποχείριο του «πρωθυπουργοκεντρικού συστήματος» που έχει καθιερωθεί. Η πλειοψηφία της Βουλής κατά κανόνα, υποκύπτει σε όλες τις αποφάσεις- θέσεις της κυβέρνησης χωρίς ιδιαίτερες αντιδράσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της απόλυτης κομματικής πειθαρχίας που έχει επιβληθεί είναι το γεγονός, ότι θεωρείται πλέον αυτονόητο πως σε περίπτωση που κάποιος βουλευτής φέρει αντίρρηση ως προς την κυβερνητική πολιτική διαγράφεται και τίθεται αυτόματα εκτός κοινοβουλευτικής ομάδας. Η πλειοψηφία δηλαδή της Βουλής είναι άμεσα συνυφασμένη με τις επιδιώξεις της κυβέρνησης και το νομοθετικό σώμα δεν είναι τίποτα άλλο, παρά η τυπική επιβεβαίωση της εκτελεστικής εξουσίας. Μιας εκτελεστικής εξουσίας πλήρως ταυτισμένης με το πρόσωπο του Πρωθυπουργού. Κάτι που έχει ως αποτέλεσμα να οδηγεί ακόμα και σε θέσεις από τον επιστημονικό αλλά και πολιτικό κόσμο που μιλούν ότι το πολίτευμα της χώρας μας πλέον έχει διαμορφωθεί σε μια «κοινοβουλευτική πρωθυπουργική δικτατορία».
Με αφορμή το ότι συμπληρώνεται η πενταετία από την προηγούμενη αναθεώρηση του Συντάγματος, κάποιες σκέψεις για μια κομβική αναθεώρηση ως προς τη θέσπιση φραγμών της παντοδυναμίας της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας θα ήταν οι παρακάτω. Γίνεται αντιληπτό ότι είναι αναγκαίο, ιδιαίτερα με τις παρούσες συγκυρίες που βιώνει η χώρα μας, ο έλεγχος των δράσεων της πλειοψηφίας της Βουλής (ουσιαστικά της κυβέρνησης ) να είναι πιο έντονος, πιο καθοριστικός και να διοχετεύεται μέσα και από τις τρεις λειτουργίες-εξουσίες του κρατικού μηχανισμού. Πιο συγκεκριμένα, στα πλαίσια της εκτελεστικής λειτουργίας με την ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας, στη νομοθετική λειτουργία με την δημιουργία ενός δεύτερου νομοθετικού σώματος, τη Γερουσία, και στη δικαστική με τη θέσπιση ενός Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου.
– Περιορισμός κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, από την εκτελεστική εξουσία με ενίσχυση αρμοδιοτήτων Προέδρου της Δημοκρατίας.
Το πολίτευμα της Ελλάδας είναι κατά το Σύνταγμα η “προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία” και το πρώτο στην τάξη όργανο σε αυτήν, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο οποίος είναι ο ρυθμιστής του Πολιτεύματος. Κατά την πρώτη δεκαετία της ισχύος του Συντάγματος του 1975, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εφοδιάστηκε με ένα σύνολο αρμοδιοτήτων (τις λεγόμενες “υπερεξουσίες”, με κορυφαίες εξ αυτών το δικαίωμα παύσεως της κυβέρνησης και διάλυσης της Βουλής), οι οποίες μολονότι ουδέποτε ασκήθηκαν στην πράξη, καθιστούσαν το ρόλο του κάτι παραπάνω από απλά “ρυθμιστικό” του πολιτεύματος. Παρείχαν, αντίθετα, τη δυνατότητα για την από μέρους του ανάληψη ενός πρωτεύοντος καθοριστικού ρόλου, πράγμα που ισοδυναμούσε με μια ουσιαστική “διαρχία” στην εκτελεστική εξουσία, και ίσως κατέληγε σε αναπόφευκτη σύγκρουση με τον αρχηγό της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας (τον πρωθυπουργό), αν αυτός εξέφραζε διαφορετικές πολιτικές δυνάμεις και αντιλήψεις. Παρ’ όλα αυτά, η αφαίρεση στη συνέχεια του συνόλου σχεδόν των ρυθμιστικών αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας, κατά τη συνταγματική αναθεώρηση του 1986, οδήγησε την θεσμική κατάστρωση του πολιτεύματος προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση και σε μία εξίσου ακραία εκδοχή του πολιτεύματός μας. Διαμορφώθηκε έτσι το φαινόμενο μιας “πρωθυπουργοκεντρικής” λειτουργίας του πολιτεύματος, δίχως τα αναγκαία θεσμικά αντίβαρα για την εξισορρόπηση της ισχύος και της αποφασιστικής επιρροής του. Η κυριαρχία του πρωθυπουργού στη σύνθεση και τη λειτουργία της κυβέρνησης, στο κόμμα του οποίου είναι αρχηγός και στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία, του παρέχει υπερβολική συγκέντρωση εξουσίας και τον καθιστά ένα είδος “παντοκράτορα” και “αιρετού μονάρχη”. Καθίσταται λοιπόν χρήσιμη και αναγκαία η διόρθωση αυτής της αλλοίωσης που έχει υποστεί το πολίτευμά της κατ’ όνομα πλέον “προεδρευόμενης” κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και η σχεδίαση ενός συστήματος αρμονικότερης εξισορρόπησης μεταξύ των συντεταγμένων εξουσιών του κράτους. Στα πλαίσια του υφιστάμενου τρόπου πολιτειακής οργάνωσης, ένας Πρόεδρος της Δημοκρατίας με αυξημένες αρμοδιότητες και πρωτοβουλίες εκλεγμένος άμεσα από το λαό κάθε πέντε χρόνια, θα μπορούσε να περιορίσει την παντοδυναμία της κυβερνητικής πλειοψηφίας της Βουλής είτε με προτάσεις νόμου σε συνεργασία με ένα δεύτερο νομοθετικό σώμα τη Γερουσία, είτε με την ισχυροποίηση και αναβίωση του θεσμού της αναπομπής όχι μόνο με τον τυπικό τρόπο που στην ουσία αναπέμπει μόνο όταν διαπιστώσει κάποιο τυπικό σφάλμα και αν επαναφέρει το σχετικό νόμο η Βουλή ως είχε, να είναι υποχρεωμένος να τον δημοσιεύσει αυτούσιο, αλλά να απαιτείται για την επαναφορά του εν λόγω νόμου ευρύτερη πλειοψηφία και συναίνεση, όπου κρίνεται ότι το εκάστοτε νομοθέτημα χρήζει ευρύτερης κοινοβουλευτικής νομιμοποίησης(ιδιαίτερα για διάφορα εθνικά και δημοσιονομικά θέματα) . Επίσης, ορθό είναι να έχει την αυτόνομη πρωτοβουλία για τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, για κρίσιμα πολυνομοσχέδια, ώστε έστω και με αυτό τον τρόπο μέσα από τη διαβούλευση η δημοκρατία μας να γίνει πιο συμμετοχική.
– Περιορισμός κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας από την νομοθετική λειτουργία-εξουσία, με τη σύσταση επιπλέον νομοθετικού σώματος τη Γερουσία.
Γερουσία ονομάζεται ,συνήθως το δεύτερο νομοθετικό σώμα σε χώρες που διοικούνται κοινοβουλευτικά από δύο Βουλές, όπως εξάλλου είναι και η ουσία της έννοιας του “κοινοβουλίου”, το οποίο είναι αποκλειστικά διμερές (2 ανεξάρτητα νομοθετικά σώματα). H εισαγωγή του θεσμού της Γερουσίας στο σημερινό κοινοβουλευτικό σύστημα θα δημιουργήσει μια υγιή αντιπαράθεση μεταξύ του παλαιού και του νέου, αφού εντός ενός υβριδικού γνήσιου κοινοβουλευτικά στην ουσία σώματος οι μεν γερουσιαστές θα προσπαθούν να κατοχυρώσουν το ρόλο τους ενώ οι βουλευτές να διατηρήσουν τα κεκτημένα τους. Η ύπαρξη του θεσμού της Γερουσίας δεν είναι τελείως ξένη προς την Ελληνική Συνταγματική πρακτική. Γερουσία το 1829 ονομάστηκε το σώμα που όρισε η Δ’ Εθνοσυνέλευση του ¶ργους τον Ιούλιο του 1829 για να αντικαταστήσει το Πανελλήνιον (συμβουλευτικό σώμα που είχε ιδρύσει το 1828 ο Ιωάννης Καποδίστριας). Έπειτα σύμφωνα με το Σύνταγμα του 1844 ιδρύθηκε το σώμα της Γερουσίας. Με το Σύνταγμα όμως του 1864 η Γερουσία καταργήθηκε ως θεσμός αντιδημοκρατικός κι ως όργανο του μονάρχη με σκοπό τον έλεγχο των κυβερνήσεων και της Βουλής. Στο Σύνταγμα της Δεύτερης Ελληνικής Αβασίλευτής Δημοκρατίας του 1927 επανήλθε αυτός ο θεσμός και λειτούργησε μέχρι το κίνημα του Κονδύλη τον Απρίλιο του 1935. Είχε νομοθετικές αρμοδιότητες παράλληλα με την βουλή και μαζί θα εξέλεγαν τον εκάστοτε Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Μια σύγχρονη εφικτή πρόταση θα ήταν η ύπαρξη μιας Γερουσίας που θα εκλέγεται σε διαφορετική χρονική περίοδο από τη Βουλή για μια πενταετία χωρίς να διαλύεται πρόωρα και με δυνατότητα επανεκλογής μόνο για άλλη μια θητεία (κάτι που πρέπει να γίνει αντίστοιχα και προς τη Βουλή με καθορισμό χρονικού περιορισμού ως προς την επανεκλογή βουλευτών). Οι γερουσιαστές, όχι παραπάνω από 100 με ταυτόχρονη μείωση των βουλευτών σε 200, θα προέρχονται κατά 60 % από τις περιφέρειες αντιπροσωπεύοντάς τες ως ανεξάρτητοι και υποψήφιοι σε ενιαίο ψηφοδέλτιο, κατά 20% να είναι εκπρόσωποι από τον πνευματικό -ακαδημαϊκό χώρο ως διακεκριμένοι πανεπιστημιακοί και 20% να είναι εκπρόσωποι ομοσπονδιών επαγγελματικών φορέων. Η γερουσία ως εξισορροπιστικός παράγοντας της Βουλής θα μπορεί να εισηγείται τροποποιήσεις σε υπάρχοντα νομοσχέδια, να επιδιώκει τη διενέργεια δημοψηφίσματος, να προτείνει νόμους ύστερα ενδεχομένως από διαβούλευση με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (σε αντιστοιχία της σύνδεσης Βουλής -Κυβέρνησης- Πρωθυπουργού), να θέτει και αυτή εμπόδιο σε νομοθετήματα που έχουν απλώς την απόλυτη πλειοψηφία της Βουλής και να απαιτεί το σχηματισμό ειδικών αυξημένων πλειοψηφιών, όπου διαφωνεί, έτσι ώστε να δημιουργείται και η μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση και η αντιπροσώπευση να μην απέχει κατά πολύ από την λαϊκή απαίτηση, καθώς και οι δύο Βουλές θα συμμερίζονται περισσότερο τον παλμό της κοινωνίας.
– Περιορισμός κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, από τη Δικαστική Λειτουργία με τη θέσπιση Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Συνταγματικό δικαστήριο ονομάζεται το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο θα ελέγχει την εφαρμογή των άρθρων του ισχύοντος Συντάγματος είτε αυτοτελώς, είτε σε σχέση με συγκεκριμένα νομοθετήματα, ή πράξεις της εκτελεστικής εξουσίας. Η λειτουργία αυτού είναι μονό ο προληπτικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νομοθετημάτων πριν την δημοσίευση τους από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, καθώς ο έλεγχος της συνταγματικής συμμόρφωσης και εφαρμογής της κάθε διοικητικής πράξης των οργάνων της πολιτείας μπορεί να γίνεται και από το υπάρχον Συμβούλιο της Επικρατείας και από τα υπόλοιπα δικαστήρια με παρεμπίπτοντα έλεγχο. Δηλαδή, κύριο έργο ενός συνταγματικού δικαστηρίου είναι ο συγκεντρωτικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, η κρίση δηλαδή περί του αν ένας νόμος εναρμονίζεται ή παραβιάζει το Σύνταγμα. Αποτέλεσμα του ελέγχου της συνταγματικότητας ενός νόμου είναι η κήρυξή του ως άκυρου. Το συνταγματικό δικαστήριο ελέγχει με αυτόν τον τρόπο αν η νομοθετική εξουσία(πλειοψηφία) τηρεί το Σύνταγμα και εγγυάται τα ατομικά δικαιώματά των πολιτών .Σε ορισμένες χώρες το συνταγματικό δικαστήριο έχει την αρμοδιότητα να ελέγχει και τις πράξεις ή παραλείψεις των πολιτειακών οργάνων. Τέτοιες περιπτώσεις μπορεί να είναι η διάλυση της Βουλής από τον ανώτατο πολιτειακό άρχοντα ή η άρνηση του τελευταίου να υπογράψει νόμο που έχει ψηφίσει η Βουλή. Σημαντική είναι και η προστασία της κοινοβουλευτικής μειοψηφίας (αντιπολίτευσης) από αντισυνταγματικές ενέργειες της πλειοψηφίας στο Κοινοβούλιο. Σε αυτές τις περιπτώσεις το συνταγματικό δικαστήριο θα ελέγξει (κατόπιν προσφυγής) αν τηρήθηκαν οι σχετικές διατάξεις του Συντάγματος. Η ανάθεση τέτοιων αρμοδιοτήτων στο συνταγματικό δικαστήριο εξασφαλίζει την τήρηση του Συντάγματος από όλα τα πολιτειακά όργανα. Αποφεύγονται έτσι και οι συνταγματικές-πολιτειακές κρίσεις που οδηγούν σε ταραχές, αφού υπάρχει ένα ανεξάρτητο όργανο που αποφαίνεται οριστικά αν μια πολιτειακή πράξη είναι σύμφωνη ή όχι με το Σύνταγμα της χώρας. Επιπρόσθετα, το Συνταγματικό Δικαστήριο μπορεί να αποτελέσει το όργανο που θα ελέγχει την ίδρυση αλλά και τη μετέπειτα δημοκρατικά θεμιτή λειτουργία των κομμάτων. Ιδιαίτερα καθοριστικός είναι ο τρόπος επιλογής των δικαστών του Συνταγματικού δικαστηρίου. Πρέπει να έχει μικρό σχήμα με 9 μέλη αποτελούμενο από 3 έμπειρους ανώτατους δικαστές, 3 καθηγητές Συνταγματικού Δικαίου των ΑΕΙ της χώρας και 3 πολιτικές προσωπικότητες. Η επιλογή τους δε, να γίνεται σε συνδυασμό και διαβούλευση από εκλογή εκπροσώπων και των τριών λειτουργιών. Διαφορετικά η επιλογή τους μόνο από τους ίδιους τους δικαστές εγγυάται μεν στο δικαστήριο τη μεγαλύτερη δυνατή ανεξαρτησία αλλά δημιουργεί ταυτόχρονα στο δικαστήριο πρόβλημα δημοκρατικής νομιμοποίησης καθώς ένα όργανο που δεν έχει εκλεγεί από τον λαό θα ήλεγχε τις πράξεις των δημοκρατικά εκλεγμένων οργάνων. Αν πάλι επιλέγονταν οι συνταγματικοί δικαστές αποκλειστικά από την Κυβέρνηση ή από την πλειοψηφία της Βουλής, θα είχαν μεγαλύτερη δημοκρατική νομιμοποίηση, είναι πιθανόν όμως να επιλέγονταν οι πιο «συνεργάσιμοι» και «φιλικοί» προς την κυβερνητική πλειοψηφία και να τορπιλίζονταν έτσι στην ουσία του ο έλεγχος της τήρησης του Συντάγματος. Επομένως ένας συνδυασμός και μια συναίνεση και των τριών λειτουργιών για την επιλογή των παραπάνω προσώπων είναι ο πιο δίκαιος. Η θητεία τους,τέλος πρέπει να είναι μη ανανεώσιμη, ώστε να μην μπαίνουν οι δικαστές στον πειρασμό να γίνουν αρεστοί με τις αποφάσεις τους σε αυτούς που τους επιλέγουν, αλλά να επιδοθούν απερίσπαστοι στο έργο τους.

Οι παραπάνω σκέψεις είναι ορισμένες παρεμβάσεις σε θεσμικό επίπεδο για τον περιορισμό της καθοδηγούμενης, κατά κανόνα κομματικά πλειοψηφίας της Βουλής. Σε οργανωτικό πολιτειακό επίπεδο, κάποιες αλλαγές, ίσως και πιο ριζικές από τις παραπάνω(με ειλικρινά ξεκάθαρη διάκριση των εξουσιών στα πλαίσια ενός πολιτεύματος Προεδρικής Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας), μπορούν να επιδράσουν καθοριστικά στη ιστορία και αλλά στη καθημερινότητα αυτού του τόπου. Σε συνδυασμό μάλιστα, με την ορθή παιδεία και ειλικρινή προσέγγιση των ίδιων των πολιτών προς το κράτος, είναι δυνατό να σχηματιστεί ένα λειτουργικό και αποτελεσματικό κοινωνικό κράτους δικαίου με σεβασμό στους δημοκρατικούς θεσμούς και στον άνθρωπο, ανεξάρτητα από οικονομικές κρίσεις και εξωτερικούς παράγοντες.