Ελεύθερος ο δικηγόρος για τα εκκλησιαστικά κτήματα

Eλεύθερος χωρίς όρους αφέθηκε χθες, μετά την απολογία του, με ομόφωνη απόφαση του τακτικού Ανακριτή Ρόδου κ. Βασ. Καραναστάση και του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρόδου κ. Κ. Μπούτσικου, δικηγόρος, κατηγορούμενος για κακουργηματική πλαστογραφία, που ενεπλάκη στην πολύκροτη υπόθεση υφαρπαγής και απόπειρας υφαρπαγής προνομιακών εκκλησιαστικών ακινήτων του Ιερού Ναού Ταξιαρχών Αρχαγγέλου, της Ιεράς Μονής Παναγιάς Τσαμπίκας Αρχαγγέλου, της Ιεράς Μονής Αγίου Μιχαήλ Αρχαγγέλου Ρόδου, του Ιερού Ναού Αγίου Γεωργίου Μαλώνας και της Ιεράς Μονής «Καμειρί» Μασάρων, μέσω ανυπόστατων αγωγών χρησικτησίας.
Στην υπόθεση είχε ασκηθεί αρχικώς κατά παντός υπευθύνου δίωξη για απάτη ενώπιον δικαστηρίου κατ’ εξακολούθηση από κοινού με συνολικό όφελος και αντίστοιχη ζημία που υπερβαίνει τα 73.000 ευρώ.
Πρώην Ανακρίτρια της Ρόδου έκρινε ότι από τα στοιχεία που έχουν προσκομιστεί δεν προκύπτουν ενδείξεις για τη διάπραξη του αδικήματος της κακουργηματικής απάτης επί δικαστηρίω και ότι υφίστανται αποχρώσες ενδείξεις για το αδίκημα της κακουργηματικής απιστίας από πλευράς του καταγγελλόμενου δικηγόρου.
Ακολούθησε η παραπομπή του δικηγόρου σε δίκη ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου για το αδίκημα της πλημμεληματικής εξακολουθητικής απιστίας λόγω της εμπλοκής του σε 11 υποθέσεις εκκλησιαστικών ακινήτων.
Το δικαστήριο τον έκρινε αθώο. Από την ακροαματική διαδικασία προέκυψαν συγκεκριμένα αμφιβολίες, αν απεκόμισε κέρδος, ενώ δεν προέκυψε ότι εξυπηρέτησε αντιτιθέμενα συμφέροντα. Επιπλέον σύμφωνα με το κατηγορητήριο εμφανίστηκαν ως εντολείς του για την άσκηση των αγωγών χρησικτησίας οι επιτροπές των ως άνω Ιερών Ναών πράγμα που διαψεύστηκε κατά την ακροαματική διαδικασία.
Οι δικηγόροι κ.κ. Κ. Σαρρής, Φ. Χατζηδιάκος και Δήμος Μουτάφης, που εκπροσωπούν τον κατηγορούμενο, προέβαλαν σθεναρά τον ισχυρισμό ότι ασκούσε τις αγωγές χρησικτησίας προκειμένου να παρακαμφθούν οι χρονοβόρες και επίπονες διαδικασίες διαγωνισμών και έγκρισης των εκποιήσεων από το Oικουμενικό Πατριαρχείο. Υποστήριξαν παραπέρα ότι οι ιδιώτες είχαν δικαίωμα χρησικτησίας είτε αγόραζαν το ακίνητο με αγωγή χρησικτησίας εν γνώσει των αρμοδίων της Μητρόπολης και των Ιερών Ναών.
Ο κατηγορούμενος είχε ισχυριστεί μάλιστα με υπόμνημά του ότι ο κάθε διάδικος ιδιώτης δεχόταν να αγοράσει με συμβόλαιο στην αντικειμενική του αξία το εκκλησιαστικό ακίνητο στο οποίο είχε πράγματι δικαίωμα χρησικτησίας και το κέρδος του ήταν ότι θα αγόραζε σε πολύ μικρότερη τιμή το ακίνητο που νόμιμα όμως κατείχε.
Δύο κάτοικοι Αρχαγγέλου σε καταθέσεις τους υποστήριξαν ότι αφενός δεν ασκούσαν καμία διακατοχική πράξη στα ακίνητα ενώ ταυτόχρονα διατείνονται ότι είχαν πεισθεί πως επρόκειτο για νόμιμες συναλλαγές μεταξύ αυτών και της εκκλησίας που εκπροσωπούσε ο δικηγόρος. Πρόεδροι εκκλησιαστικών επιτροπών, κληρικοί ιερών ναών υποστήριξαν ότι ο δικηγόρος τους εξαπάτησε και ότι επεχείρησε με πλάγια μέσα να εξασφαλίσει τις υπογραφές τους αλλά και ότι δεν τους επέδιδε αγωγές χρησικτησίας στις οποίες εμφάνιζε συναδέλφους του ως συντάκτες προσκομίζοντας ωστόσο στα δικαστήρια ενίοτε εκθέσεις επιδόσεων των αγωγών αυτών που έφεραν πλαστές υπογραφές τους.
6 δικηγόροι της Ρόδου έχουν ασκήσει εξάλλου ισάριθμες μηνύσεις καταγγέλλοντας πλαστογραφία μετά χρήσεως των υπογραφών τους στα απατηλά δικόγραφα χρησικτησιών που κατέθετε ο συνάδελφός τους.
Τόνισαν εξάλλου ότι πείστηκαν να εκπροσωπήσουν διαδίκους των εκκλησιαστικών επιτροπών που ο ίδιος εκπροσωπούσε και ότι μετείχαν εν αγνοία τους στην επιχειρούμενη «υφαρπαγή» εκκλησιαστικών ακινήτων.
Εν πάση περιπτώσει απολογούμενος χθες ενώπιον του κ. Ανακριτή ο δικηγόρος προέβαλε το επιχείρημα ότι δεν συντρέχει στο πρόσωπό του σκοπός βλάβης τρίτου ούτε προσπορισμός οφέλους στον εαυτό του ή σε άλλο. Τόνισε ότι δεν εισέπραξε και δεν καταχράστηκε κανένα χρηματικό ποσό. Όλες οι ενέργειές του στόχευαν αφενός μεν στην εξυπηρέτηση των συγχωριανών του, πράγμα που και οι ίδιοι αναγνωρίζουν στις καταθέσεις τους και αφετέρου φρόντιζε να προστατεύει τα συμφέροντα της εκκλησίας, στις περιπτώσεις που οι ενάγοντες δεν διέθεταν τα προσόντα της χρησικτησίας.
Επεσήμανε ότι αυτό έγινε δεκτό και από το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Δωδεκανήσου από το οποίο αθωώθηκε, προσθέτοντας ότι το σύνολο των ενεργειών του ήταν μέρος του ιδιόμορφου τρόπου πώλησης εκκλησιαστικών ακινήτων, ώστε να προσπελαστεί η δύσκαμπτη και γραφειοκρατική διαδικασία της έγκρισης του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Επεσήμανε επιπλέον ότι δεν τελέστηκε ούτε σε απόπειρα, κανένα αδίκημα, αφού στις περισσότερες περιπτώσεις η κατάθεση της αγωγής αποτελεί προπαρασκευαστική πράξη και μάλιστα πριν από την κίνηση οποιασδήποτε διαδικασίας και πριν τον σχηματισμό της ερευνόμενης δικογραφίας, κατατέθηκαν οι δηλώσεις παραίτησης από το δικόγραφο των αγωγών.
Υποστήριξε επιπλέον ότι απαραίτητη προϋπόθεση για τη στοιχειοθέτηση του αδικήματος της πλαστογραφίας είναι η παραπλάνηση ή η δυνατότητα παραπλάνησης άλλου. Από την κατάθεση όμως των αγωγών εν ονόματι συναδέλφων του που δεν είχαν προηγουμένως ειδοποιηθεί δεν προκύπτει το πρόσωπο που παραπλανάται ώστε να επέλθουν έννομες συνέπειες. Τόνισε έτσι ότι η κατάθεση αγωγής στο όνομα άλλου δικηγόρου δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει την αντικειμενική υπόσταση της πλαστογραφίας, καθώς ο δικάζων δικαστής δεν αξιολογεί το όνομα του υπογράφοντος την αγωγή συνηγόρου, αλλά αντίθετα προβαίνει στην έκδοση απόφασης ανεξαρτήτως αυτού. Επεσήμανε εξάλλου ότι η εκ μέρους του υπογραφή δικογράφων με το όνομα συναδέλφων του δικηγόρων εγένετο είτε με την συναίνεσή τους, είτε με την προηγούμενη αλλά και ύστερη ενημέρωσή τους, είτε με την εικαζόμενη συναίνεσή τους.

Τόνισε επίσης ότι η διαδικασία που ακολούθησε είναι γνωστή στην εκκλησία και ακολουθείται μέχρι σήμερα και επί σειρά δεκαετιών για ακίνητα που φέρονται εγγεγραμμένα στο όνομά της σ’ όλους τους δήμους της Ρόδου!!